Ομιλία Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη με θέμα:
"ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΘΕΛΗΣΕΙΣ"
Η ομιλία πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μονή Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και Σεραφείμ του Σαρώφ Τρικόρφου Φωκίδος την Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013.
Thursday, 31 January 2013
Άγ.Νικόδημος ο Αγιορείτης-Ο πόλεμος και η απάτη, που μεταχειρίζεται ο διάβολος...
Ο πόλεμος και η απάτη, που μεταχειρίζεται ο διάβολος για εκείνους που γνωρίζουν το κακό τους και θέλουν να ελευθερωθούν. Και γιατί οι αποφάσεις μας πολλές φορές δεν φέρνουν το αποτέλεσμά τους.
Εκείνοι, που γνωρίζουν την κακή ζωή που ζούν και θέλουν να την αλλάξουν, ως επί το πλείστον μένουν πλανεμένοι και νικημένοι από τον εχθρό με αυτά τα όπλα· μετά από αυτά· αύριο, αύριο· ας τελειώσω πρώτα αυτή την υπόθεσι και μετά από αυτά να παραδοθώ με περισσότερη ανάπαυσι στη χάρι του Θεού και στη πνευματική ζωή· ας κάνω αυτό σήμερα και αύριο μετανοώ. Παγίδα του εχθρού είναι αυτή, αδελφέ, η οποία έπιασε πολλούς και πιάνει ακόμη πιο πολύ τον κόσμο. Αιτία της παγίδας αυτής είναι η αμέλεια και η άγνοιά μας. Επειδή και σε μια τέτοια υπόθεσι, από την οποία αποτελείται και κρέμεται όλη η σωτηρία της δικής μας ψυχής και όλη η τιμή του Θεού, δεν πιάνουμε γρήγορα εκείνο το τόσο δυνατό όπλο και να πούμε στον εαυτό μας· τώρα, τώρα να ζήσω πνευματική ζωή και όχι μετά από αυτά· σήμερα, σήμερα να μετανοήσω και όχι αύριο· το τώρα και το σήμερα, είναι στα χέρια μου· το, μετά από αυτά και το αύριο είναι στα χέρια του Θεού. Αλλά και αν μου είχε δοθή το, μετά από αυτά και το αύριο, ποιός δρόμος σωτηρίας και νίκης θα είναι αυτός, το να θέλω πρώτα να πληγωθώ και ύστερα να θεραπευθώ, το να κάνω πρώτα τις νέες αταξίες μου και να συμορφώνωμαι;
Οπότε, αν θέλης να φύγεις, αδελφέ, από αυτή την πλάνη και να νικήσης τον εχθρό, η θεραπεία είναι, το να υπακούσης γρήγορα με την πράξι στους καλούς λογισμούς και τις θείες εμπνεύσεις, που σε καλούν σε μετάνοια και να μη δώσης καθόλου περιθώριο στη μέση, ούτε να πής, ότι εγώ αποφάσισα οριστικά να μετανοήσω μετά από αυτά και πια δεν μπορώ να αλλάξω· όχι γιατί οι αποφάσεις αυτές πολλές φορές είναι λανθασμένες και πολλοί δείχνοντας εμπιστοσύνη σ αυτές, εξαπατήθηκαν και έμειναν αμετανόητοι για διάφορες αιτίες.
Α΄. Γιατί οι δικές μας αποφάσεις δεν είναι θεμελιωμένες πάνω στην απιστία του εαυτού μας και στο θάρρος και την ελπίδα του Θεού· και μετά από αυτό συμβαίνει το να μη μπορούμε να δούμε την μεγάλη μας υπερηφάνεια, από την οποία παρακινούμενοι, δίνουμε εμπιστοσύνη στις δικές μας αποφάσεις, Πως είναι σταθερές. Αλλά το φως για να γνωρίσουμε αυτή την υπερηφάνεια και ασθένειά μας και η βοήθεια για να θεραπευτούμε, προέρχεται από την αγαθότητα του Θεού, ο οποίος παραχωρεί, όπως είπαμε προηγουμένως, να πέσουμε και με την πτώσι, μας προσκαλεί αντί να ελπίζουμε στο δικό μας θάρρος και ελπίδα, να ελπίζουμε και να δίνουμε εμπιστοσύνη σε αυτόν μόνο· και από την υπερηφάνειά μας, μας προσκαλεί στη γνώσι του εαυτού μας. Θέλεις να γνωρίζης, άνθρωπε, πότε είναι δυνατές και στερεές οι αποφάσεις σου; Όταν δεν έχης καμμία εμπιστοσύνη στο εαυτό σου και όταν είναι όλες θεμελιωμένες με ταπείνωσι στην ελπίδα και το θάρρος του Θεού.
Β΄. Όταν κινούμαστε εμείς να πάρουμε καμμία απόφασι, σκεφπόμαστε μόνο την ωραιότητα και δύναμι της αρετής, η οποία παρασύρει με το μέρος της την θέλησί μας, όσο και αν είναι ασθενής και αδύνατη· μετά από αυτά όμως, όταν παρουσιασθή η δυσκολία και ο κόπος, με τα οποία αποκτάται η αρετή, με το να είναι αδύνατη και νέα η θέλησί μας, μικραίνει και αποσύρεται πίσω και στη συνέχεια μένουν άπρακτες οι αποφάσεις μας. Γι αυτό εσύ συνήθισε να αγαπάς πολύ περισσότερο τις δυσκολίες, που φέρνουν την απόκτησι των αρετών, παρά τις ίδιες τις αρετές, και από αυτές τις δυσκολίες ας τρέφεται πάντα η θέλησίς σου, πότε με το λίγο και πότε με το πολύ, αν θέλης πραγματικά να αποκτήσεις τις αρετές. Και ας είσαι βέβαιος, ότι τόσο πιο γρήγορα και πιο γενναία θα νικήσης τον εαυτό σου και τους εχθρούς σου, όσο πιο γενναία αγκαλιάσεις τις δυσκολίες και όσο περισσότερο τις αγαπάς.
Γ΄. Γιατί οι αποφάσεις μας μερικές φορές δεν σκέφτονται τις αρετές και την θέλησι του Θεού, αλλά το δικό τους συμφέρον, το οποίο, συνήθως ακολουθεί τις αποφάσεις, που κάνουμε για τις πνευματικές τρυφές και για να αποκτήσουμε θεία χαρίσατα. Οπότε εμείς, στις θλίψεις που μας στενοχωρούν πολύ, άλλη βοήθεια δεν βρίσκουμε, παρά να βάλουμε σκοπό και να αποφασίσουμε Πως θα παραδοθούμε ολοκληρωτικά στο Θεό και στις εξασκήσεις των αρετών. Και αν αγαπάς να παραδοθής και συ, αδελφέ, σε αυτό, ας είσαι στο καιρό των πνευματικών τρυφών πολύ επιφυλακτικός και ταπεινός στις αποφάσεις σου· ιδιαίτερα όμως φυλάξου, να μη δίνης εντολές στον εαυτό σου και να μην κάνης τάματα, για να μην τα παραβής και πέσης στην αμαρτία· και όταν βρίσκεσαι λυπημένος, η απόφασι και η γνώμη σου ας είναι να υποφέρης ευχάριστα τον σταυρό και την θλίψι, καθώς θέλει ο Κύριος, αποστρεφόμενος κάθε γήινη βοήθεια και καμιά φορά ακόμη και την ουράνια· μια ας είναι η αναζήτησίς σου και μία η επιθυμία σου, να βοηθήσαι από τον Θεό, για να μπορής να υποφέρης κάθε τι αντίθετο, χωρίς να μολύνης την αρετή της υπομονής και χωρίς να κάνης τον Θεό σου να δυσανασχετήση.
Α΄. Γιατί οι δικές μας αποφάσεις δεν είναι θεμελιωμένες πάνω στην απιστία του εαυτού μας και στο θάρρος και την ελπίδα του Θεού· και μετά από αυτό συμβαίνει το να μη μπορούμε να δούμε την μεγάλη μας υπερηφάνεια, από την οποία παρακινούμενοι, δίνουμε εμπιστοσύνη στις δικές μας αποφάσεις, Πως είναι σταθερές. Αλλά το φως για να γνωρίσουμε αυτή την υπερηφάνεια και ασθένειά μας και η βοήθεια για να θεραπευτούμε, προέρχεται από την αγαθότητα του Θεού, ο οποίος παραχωρεί, όπως είπαμε προηγουμένως, να πέσουμε και με την πτώσι, μας προσκαλεί αντί να ελπίζουμε στο δικό μας θάρρος και ελπίδα, να ελπίζουμε και να δίνουμε εμπιστοσύνη σε αυτόν μόνο· και από την υπερηφάνειά μας, μας προσκαλεί στη γνώσι του εαυτού μας. Θέλεις να γνωρίζης, άνθρωπε, πότε είναι δυνατές και στερεές οι αποφάσεις σου; Όταν δεν έχης καμμία εμπιστοσύνη στο εαυτό σου και όταν είναι όλες θεμελιωμένες με ταπείνωσι στην ελπίδα και το θάρρος του Θεού.
Β΄. Όταν κινούμαστε εμείς να πάρουμε καμμία απόφασι, σκεφπόμαστε μόνο την ωραιότητα και δύναμι της αρετής, η οποία παρασύρει με το μέρος της την θέλησί μας, όσο και αν είναι ασθενής και αδύνατη· μετά από αυτά όμως, όταν παρουσιασθή η δυσκολία και ο κόπος, με τα οποία αποκτάται η αρετή, με το να είναι αδύνατη και νέα η θέλησί μας, μικραίνει και αποσύρεται πίσω και στη συνέχεια μένουν άπρακτες οι αποφάσεις μας. Γι αυτό εσύ συνήθισε να αγαπάς πολύ περισσότερο τις δυσκολίες, που φέρνουν την απόκτησι των αρετών, παρά τις ίδιες τις αρετές, και από αυτές τις δυσκολίες ας τρέφεται πάντα η θέλησίς σου, πότε με το λίγο και πότε με το πολύ, αν θέλης πραγματικά να αποκτήσεις τις αρετές. Και ας είσαι βέβαιος, ότι τόσο πιο γρήγορα και πιο γενναία θα νικήσης τον εαυτό σου και τους εχθρούς σου, όσο πιο γενναία αγκαλιάσεις τις δυσκολίες και όσο περισσότερο τις αγαπάς.
Γ΄. Γιατί οι αποφάσεις μας μερικές φορές δεν σκέφτονται τις αρετές και την θέλησι του Θεού, αλλά το δικό τους συμφέρον, το οποίο, συνήθως ακολουθεί τις αποφάσεις, που κάνουμε για τις πνευματικές τρυφές και για να αποκτήσουμε θεία χαρίσατα. Οπότε εμείς, στις θλίψεις που μας στενοχωρούν πολύ, άλλη βοήθεια δεν βρίσκουμε, παρά να βάλουμε σκοπό και να αποφασίσουμε Πως θα παραδοθούμε ολοκληρωτικά στο Θεό και στις εξασκήσεις των αρετών. Και αν αγαπάς να παραδοθής και συ, αδελφέ, σε αυτό, ας είσαι στο καιρό των πνευματικών τρυφών πολύ επιφυλακτικός και ταπεινός στις αποφάσεις σου· ιδιαίτερα όμως φυλάξου, να μη δίνης εντολές στον εαυτό σου και να μην κάνης τάματα, για να μην τα παραβής και πέσης στην αμαρτία· και όταν βρίσκεσαι λυπημένος, η απόφασι και η γνώμη σου ας είναι να υποφέρης ευχάριστα τον σταυρό και την θλίψι, καθώς θέλει ο Κύριος, αποστρεφόμενος κάθε γήινη βοήθεια και καμιά φορά ακόμη και την ουράνια· μια ας είναι η αναζήτησίς σου και μία η επιθυμία σου, να βοηθήσαι από τον Θεό, για να μπορής να υποφέρης κάθε τι αντίθετο, χωρίς να μολύνης την αρετή της υπομονής και χωρίς να κάνης τον Θεό σου να δυσανασχετήση.
Ο ΕΠΙΝΙΚΙΟΣ ΥΜΝΟΣ ...
«Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ο ουρανός και η γη της
δόξης σου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι
Κυρίον. Ωσαννά εν τοις υψίστοις.»
(Άγιος, Άγιος, Άγιος είσαι, Κύριε Παντοκράτορα· γεμάτος είναι ο
ουρανός και η γη από τη δόξα σου. Σώσε μας ύψιστε Θεέ· ευλογημένος εσύ
που έρχεσαι στο όνομα του Κυρίου. Σώσε μας, ύψιστε Θεέ.)
Σ’ ένα παλιό λειτουργικό χειρόγραφο, μετά το «Άξιον και δίκαιον», που
αποκρίνεται ο λαός, σημειώνεται· «Ο ιερεύς απέρχεται της αγίας
αναφοράς». Από το σημείο λοιπόν αυτό αρχίζει τώρα η αναφορά, όλο δηλαδή
το τμήμα της θείας Λειτουργίας από εδώ και κάτω μέχρι το τέλος. Στο
ερώτημα, γιατί το τμήμα αυτό λέγεται αναφορά, μας δίνει την απάντηση
ένας βυζαντινός ερμηνευτής της θείας Λειτουργίας, ο Θεόδωρος επίσκοπος
Ανδίδων «Τί δε η αναφορά; Η προς τα πρωτότυπα των τελουμένων συμβόλων
έποψις δηλονότι»· δηλαδή όσα γίνονται τώρα στη θεία Λειτουργία βλέπουν
και αναφέρονται στα πρωτότυπα, που την ίδια ώρα γίνονται στον ουρανό.
Αλλά αναφορά θα πει συγχρόνως και προσφορά, καθώς ο ίδιος παρακάτω λέει,
εξηγώντας και το σκοπό, για τον όποιο τελούμε τη θεία Λειτουργία·
προσφέρουμε ή αναφέρουμε τα τίμια δώρα και τελούμε τη θεία Λειτουργία,
για να δούμε ύστερα και να ζήσουμε, όταν θα κοινωνήσουμε, τη χαρά της
θείας αναστάσεως.
Αλλά πολλές φορές τη θεία Λειτουργία την ονομάσαμε και θεία
Ευχαριστία. Γιατί η αγία αναφορά είναι μια προσφορά ευχαριστίας στο Θεό,
καθώς το ακούσαμε στην προτροπή του ιερέα «Ευχαριστήσω μεν τω Κυρίω»
και καθώς η ευχή της αναφοράς, είναι στην αρχή μια ευχή ευχαριστίας για
όλες τις ευεργεσίες του Θεού. Ο λειτουργός ιερέας, παίρνοντας τη φωνή
του λαού «Άξιον και δίκαιον», αρχίζει τη ευχή της ευχαριστίας. «Άξιον
και δίκαιον σε υμνείν, σε ευλογείν, σε αινείν, σοι ευχαριστείν, σε
προσκυνείν εν παντί τόπω της δεσποτείας σου. Συ γαρ ει Θεός
ανέκφραστος, απρονόητος, αόρατος ακατάληπτος, αεί ων, ωσαύτως ων συ και
ο μονογενής σου Υιός και το Πνεύμα σου το Άγιον». Άξιο και δίκαιο είναι
να σε υμνούμε, να σε ευλογούμε, να σε δοξολογούμε, να σε ευχαριστούμε
και να σε προσκυνούμε σε κάθε τόπο που κυβερνά η πρόνοιά σου. Γιατί εσύ
είσαι Θεός, που δεν μπορούμε να σε εκφράσουμε με το λόγο ούτε να σε
βάλουμε στο νου μας ούτε να σε δούμε με τα μάτια ούτε να σε καταλάβουμε·
δεν αλλάζεις ποτέ και είσαι πάντα και παντού ο ίδιος, εσύ και ο
μονογενής Υιός σου και το Άγιο Πνεύμα σου.
Κι αφού είπε η ευχή τι δεν μπορούμε να ξέρουμε πως είναι ο Θεός,
συνεχίζει για να πει για το έργο του Θεού, για το οποίο τον
ευχαριστούμε· γιατί, αν μπορούμε να δούμε και να ξέρουμε το Θεό, μόνο
μέσα στα έργα του τον βλέπομε και τον γνωρίζουμε. Το έργο του Θεού για
τον άνθρωπο είναι ότι τον έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, από την
πτώση στην ανάσταση, από τον επίγειο παράδεισο στον ουρανό και με κάθε
τρόπο του χάρισε τη μέλλουσα βασιλεία. Για όλες τις ευεργεσίες του, για
όσες βλέπομε και για όσες δεν βλέπουμε, ευχαριστούμε τον τριαδικό Θεό.
Και μαζί με όλα τον ευχαριστούμε για τη λειτουργία, που μας αξίωσε να
τελούμε τώρα· η θεία Λειτουργία είναι η ανακεφαλαίωση των όσων έκανε και
κάνει ο Θεός για μας. Αντί για όλες τις ουράνιες στρατιές των αγίων
Αγγέλων, που λειτουργούν γύρω από το θρόνο του, ο Θεός εδώ στη γη μας
αξιώνει να τον λειτουργούμε εμείς οι αμαρτωλοί άνθρωποι.
*
Τη συνέχεια την παίρνει ο λαός και ψάλλει τον ύμνο των Αγγέλων, καθώς
τον άκουσε ο προφήτης Ησαΐας, συμπληρώνοντάς τον με τον χαιρετισμό του
λαού προς τον Ιησού Χριστό, όταν τον υποδεχότανε να μπαίνει στα
Ιεροσόλυμα «επί πώλου όνου καθεζόμενον». «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος
Σαβαώθ· πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου. Ωσαννά εν τοις
υψίστοις! Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου! Ωσαννά εν τοις
υψίστοις!». Ο θρίαμβος και η δόξα του Θεού είναι ο Σταυρός και η θυσία
του Υιού, που έφερε την ανάσταση και τη σωτηρία του κόσμου. Υποδεχόμαστε
τώρα τον Υιό, που έρχεται προς το εκούσιο πάθος και υμνούμε τον Θεό
μαζί με τους Αγγέλους του ουρανού για τη μεγάλη του δόξα. Ο ουρανός και η
γη, τα σύμπαντα είναι γεμάτα από τη δόξα του Θεού.
Αλλά εδώ πρέπει να δανειστούμε πάλι το λόγο του αγίου Χρυσοστόμου.
«Στον ουρανό δοξολογούν οι στρατιές των Αγγέλων· στη γη χοροστατούν
άνθρωποι και ταιριάζουν μ’ εκείνους την ίδια δοξολογία. Επάνω τα Σεραφίμ
ψέλνουν τον τρισάγιο ύμνο· κάτω η σύναξη της Εκκλησίας αναμέλπει τον
ίδιο ύμνο. Τα επουράνια και τα επίγεια την ίδια έχουν εορτή.» Αυτή η
κοινή χοροστασία, καθώς ερμηνεύει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής,
«σημαίνει την άμα τε και εν ταυτώ γενησομένην κατά τον αιώνα τον
μέλλοντα των ουρανίων και των επιγείων ίσην και πολιτείαν και αγωγήν
και συμφωνίαν της θείας δοξολογίας». Το λειτουργικό άσμα της Εκκλησίας
όχι μόνο συντονίζεται τώρα με την ουράνια δοξολογία των Αγγέλων, αλλά
και προμηνάει τη συνδιαγωγή και συμπολιτεία των Αγγέλων και των ανθρώπων
στον μέλλοντα αιώνα.
Πρέπει να πούμε ότι η ευχή της αναφοράς δεν τελείωσε. Όταν ο λαός
ψάλλει τον επινίκιο ύμνο, ο ιερέας συνεχίζει. Ο επινίκιος ύμνος είναι
σαν ένα ενδιάμεσο στην ευχή, ένα μικρό κομμάτι στη συνέχεια του λόγου,
που ο λειτουργός ιερέας το δίνει στο λαό. Έτσι φαίνεται ακόμα καλύτερα
ότι η θεία Λειτουργία τελείται απ’ όλους, από τον κλήρο μαζί και το λαό·
και μέσα στην ιερατική ευχή παίρνει μέρος ο λαός, για να ψάλλει τον
αγγελικό ύμνο.
Ο Μυστικός Δείπνος.
«Λάβετε, φάγετε, τούτο μου εστί το σώμα… Πίετε εξ αυτού πάντες· τούτο έστι το αίμα μου…»
Η πίστη της Εκκλησίας αναφέρεται σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα.
Αυτό πρέπει πάντα να τονίζεται, και μάλιστα περισσότερο στον καιρό μας.
Ούτε σε ιδέες πιστεύομε ούτε σε φιλοσοφικές θεωρίες και
προκατασκευασμένα συστήματα, αλλά σε πρόσωπα και γεγονότα. Στο Θεό, που
είναι το υπερύμνητο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, και στα όσα έκαμε «ο
Πατήρ δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι», πρώτα στη δημιουργία του κόσμου κι
ύστερα στην οικονομία της σωτηρίας του κόσμου. Αυτό το «πρώτα» και το
«ύστερα») για το Θεό δεν φανερώνουν βέβαια χρονολογική σειρά, γιατί
ενώπιον του Θεού τα πάντα είναι ενεστώτα και παρόντα· και εκείνα που
έγιναν και εκείνα που θα γίνουν, όλα ο Θεός τα βλέπει να γίνονται τώρα.
Αυτό είναι το περιεχόμενο της μεγάλης ευχής της αναφοράς στη θεία
Λειτουργία. Η ευχή ομιλεί για το έργο του Θεού στη δημιουργία του κόσμου
και στην οικονομία της σωτηρίας, ένα έργο, που όχι μόνο έγινε και
«συνετελέσθη», αλλά και συνεχίζεται και εξακολουθεί να γίνεται μέσα στην
Εκκλησία.
*
Η ευχή της αναφοράς είναι ευχή ευχαριστίας. Στην αρχή, εκφράζεται η
ευχαριστία προς τον Θεό Πατέρα, για όλες τις ευεργεσίες του προς το
ανθρώπινο γένος και για τη λειτουργία που γίνεται τώρα. Μεσολαβεί ο
επινίκιος ύμνος, και η ευχή συνεχίζεται και προχωρεί στο θείο έργο του
Ιησού Χριστού. «Μετά τούτων και ημείς των μακαρίων δυνάμεων, Δέσποτα
φιλάνθρωπε, βοώμεν και λέγομεν· Άγιος ει και πανάγιος, συ και ο
μονογενής σου Υιός και το Πνεύμα σον το Άγιον. Άγιος ει και πανάγιος και
μεγαλοπρεπής η δόξα σου ος τον κόσμον σου όντως ηγάπησας, ώστε τον Υιόν
σου τον μονογενή δούναι, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται,
αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον». Μαζί με αυτές και μείς τις άγιες δυνάμεις,
Δέσποτα φιλάνθρωπε, μεγαλόφωνα λέμε· Άγιος είσαι και πανάγιος και
μεγαλόπρεπη είναι η δόξα σου· εσύ, που τόσο αγάπησες τον κόσμο σου, ώστε
να δώσεις τον μονογενή σου Υιό, για να μη χαθεί κάθε ένας που πιστεύει
σ’ αυτόν, αλλά για να έχει αιώνια ζωή.
Εδώ η ευχή επαναλαμβάνει τα λόγια του Ιησού Χριστού προς το Νικόδημο,
καθώς τα διαβάζομε στο «κατά Ιωάννην» Ευαγγέλιο. Κεντρικό σημείο στο
μυστήριο της θείας οικονομίας, για τη σωτηρία του ανθρώπου και του
κόσμου, είναι η αγάπη του Θεού. Σε καμμιά άλλη αιτία δεν πρέπει να
ζητούμε την εξήγηση για την ενανθρώπηση, για το σταυρό και το θάνατο
του Υιού παρά στην αγάπη του Θεού προς τον κόσμο. Αυτό επαναλαμβάνει και
ομολογεί η Εκκλησία, όταν τελεί την θεία Λειτουργία και φτάνει στο
σημείο του μυστικού δείπνου του Κυρίου· «ος ελθών και πάσαν την υπέρ
ημών οικονομίαν πληρώσας, τη νυκτί ή παρεδίδοτο, μάλλον δε εαυτόν
παρεδίδου, υπέρ της του κόσμου ζωής, λαβών άρτον εν ταις αγίαις αυτού
και αχράντοις και αμωμήτοις χερσίν, ευχαριστήσας και ευλογήσας, αγιάσας,
κλάσας, έδωκε τοις αγίοις αυτού μαθηταίς και αποστόλοις, ειπών». Ο
Υιός, όταν ήλθε κι έκαμε όλα όσα είχε οικονομήσει για μας, τη νύχτα που
παραδινόταν, μάλλον δε που ο ίδιος παράδινε τον εαυτό του για τη ζωή του
κόσμου, πήρε το ψωμί στα άγια και αμόλυντα και αναμάρτητα χέρια του,
ευχαρίστησε και το ευλόγησε, το άγιασε το έκοψε, έδωκε στους αγίους
μαθητές του και αποστόλους και είπε.
Τίποτε περισσότερο δεν λέει η ευχή παρά ό,τι παραδίνει ό απόστολος
Παύλος στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή και οι τρεις Ευαγγελιστές, ο
Ματθαίος, ο Μάρκος και ο Λουκάς. Γράφοντας για το μυστικό δείπνο του
Κυρίου και για το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, ο Απόστολος λέει· «εγώ
γαρ παρέλαβον από του Κυρίου, ό και παρέδωκα υμίν». Αυτό θα πει πως
ό,τι κάνει η Εκκλησία, αυτή η ζωή της Εκκλησίας, είναι μια παραλαβή και
μια παράδοση από θεία λόγια και γεγονότα, μια συνέχεια δηλαδή χωρίς
διακοπή. Εδώ χαρακτηριστικά ο άγιος Χρυσόστομος ερμηνεύει· Πώς γράφει ο
Απόστολος ότι έχει παραλάβει από τον Κύριο; Γιατί βέβαια δεν ήταν τότε
παρών…Για να μάθεις ότι εκείνη η τράπεζα του μυστικού δείπνου δεν έχει
τίποτα παραπάνω από αυτήν τώρα εδώ. Αυτό θα πει ζωή της Εκκλησίας και
συνέχεια χωρίς διακοπή· ο μυστικός δείπνος του Κυρίου στην Εκκλησία
συνεχίζεται. Όπως κι αν το πάρουμε, είτε απευθείας από τον Κύριο με
αποκάλυψη, είτε από τους δώδεκα Αποστόλους, ο Παύλος μπορούσε να γράφει’
«εγώ γαρ παρέλαβον από τον Κυρίου, ό καιπαρέδωκα υμίν».
*
Η ευχή έφτασε, θα λέγαμε, στο κατακόρυφο. Ο λειτουργός με φωνή
σταθερή και σεμνή εκφωνεί τα λόγια του Κυρίου, που είναι εκείνα με τα
οποία ίδρυσε το θειότατο μυστήριο. Κάθε ανθρώπινη επιτήδευση εδώ από τον
ιερέα είναι βαρύτατη αμαρτία. Ομιλεί ο Χριστός· «Λάβετε, φάγετε· τούτό
μου έστι το σώμα, το υπέρ υμών κλώμενον, εις άφεσιν αμαρτιών». Λάβετε
και φάγετε· αυτό είναι το σώμα μου, που κομματιάζεται για σας, για να
έχετε άφεση αμαρτιών. Σε τούτη την ιερότατη στιγμή δεν χωρεί από το
μέρος του λαού παρά μόνο το «Αμήν». Ο λειτουργός ιερέας προχωρεί στη
συνέχεια, ακολουθώντας τη σειρά των γεγονότων, όπως έγιναν στο μυστικό
δείπνο. «Ομοίως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων· πίετε εξ αυτού
πάντες· τούτο έστι το αίμα μου, το της καινής διαθήκης, το υπέρ υμών και
πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών». Το ίδιο και με το ποτήριο,
μετά που δείπνησαν είπε· Πιέτε απ’ αυτό όλοι· αυτό είναι το αίμα μου, το
αίμα της καινής διαθήκης, που χύνεται για σας και για όλους που θα
πιστέψουν, για να έχετε άφεση αμαρτιών. Ο λαός πάλι, μέσα σε μια γενική
σιγή που επικρατεί στη σύναξη, αποκρίνεται «Αμήν».
Μετά την κοινωνία του ποτηριού, ο Κύριος είπε· «Τούτο ποιείτε εις την
εμήν ανάμνησιν», αυτό να κάνετε σε ανάμνησή μου. Η εντολή αυτή υπάρχει
στη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, μαζί με τα λοιπά λόγια, όπως τα
παραδίδει ο απόστολος Παύλος· «κάθε φορά που θα τρώγετε αυτό τον άρτο
και θα πίνετε αυτό το ποτήριο θα διακηρύττετε τον θάνατό μου και θα
ομολογείτε την ανάστασή μου». Κάθε φορά που η Εκκλησία τελεί τη θεία
Λειτουργία βρίσκεται μπροστά στο Χριστό, που αποθνήσκει και ανασταίνεται
επάνω στην αγία Τράπεζα. Πολύ σωστά λοιπόν κάποιος σύγχρονός μας ιερέας
και θεολόγος γράφει· «Ο μυστικός δείπνος συνεχίζεται, δεν
επαναλαμβάνεται».
*
Ο Ιησούς Χριστός ονομάζει το αίμα του αίμα της καινής διαθήκης,
δηλαδή της νέας συμφωνίας μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων. Η παλαιά
συμφωνία επικυρώθηκε με τις θυσίες και το αίμα των ζώων, η νέα συμφωνία
επικυρώθηκε με τη θυσία και το τίμιο αίμα του Ιησού Χριστού, «ως αμνού
αμώμου και ασπίλου». Ο αμνός του Πάσχα στην παλαιά διαθήκη είναι η
προτύπωση του Ιησού Χριστού στη θυσία του σταυρού. Ο Κύριος είναι ο
αληθινός αμνός· «ίδε ο αμνός του Θεού», έλεγε ο βαπτιστής Ιωάννης και
τον έδειχνε στους μαθητές του. Ο Ιησούς Χριστός προσφέρθηκε θυσία στο
σταυρό για τις αμαρτίες του κόσμου και, θα πούμε έτσι, δεν ήταν ο
σταυρός που σήκωνε το εκούσιο θύμα, αλλά ήταν ο αμνός του Θεού στο
σταυρό, που σήκωνε τις αμαρτίες του κόσμου, καθώς το ψάλλουμε στη
Δοξολογία του Όρθρου· «ο αμνός του Θεού, ο αίρων τας αμαρτίας του
κόσμου». Τη νύχτα πριν από τον θάνατό του καθιέρωσε μια αληθινή θυσία
ειρήνης και ευχαριστίας, τη θεία Ευχαριστία. Και η θυσία εκείνη
συνεχίζεται στην Εκκλησία· «Λάβετε, φάγετε· τούτο μου εστί το σώμα…Πίετε
εξ αντού πάντες· τούτο εστί το αίμα μου…». Αμήν.
(Επισκ. +Διονυσίου Λ. Ψαριανού, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία», εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 322-336)
Γέροντας Παϊσιος – Η κοσμική και η Θεϊκή χαρά
Γέροντα, όταν λέει ό Απόστολος Παύλος «Ό καρπός τον Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά», εννοεί ότι ή χαρά είναι τεκμήριο σωστής ζωής;
- Ναι, γιατί υπάρχει κοσμική χαρά και θεϊκή χαρά. Όταν κάτι δεν είναι
πνευματικό, καθαρό, δεν μπορεί να υπάρχει αληθινή χαρά και ειρήνη στην
καρδιά.
Ή χαρά πού αισθάνεται ένας πνευματικός άνθρωπος δεν είναι ή κοσμική
χαρά πού επιζητούν πολλοί σήμερα. Να μην τα μπλέκουμε τα πράγματα. Οι
Άγιοι είχαν τέτοιου είδους χαρά πού ζητάμε εμείς;
Ή Παναγία είχε τέτοια χαρά; Ό Χριστός γελούσε; Ποιος Άγιος πέρασε από
αυτήν την ζωή χωρίς πόνο; Ποιος Άγιος είχε τέτοια χαρά πού επιδιώκουν
πολλοί Χριστιανοί της εποχής μας, πού δεν θέλουν να ακούσουν τίποτε
δυσάρεστο, για να μη στενοχωρηθούν, να μη χάσουν την ηρεμία τους; Αν
θέλω να μη στενοχωρηθώ, για να είμαι χαρούμενος, να μη χαλάσω την
ησυχία μου, για να είμαι πράος, τότε είμαι αδιάφορος!
Άλλο πραότητα πνευματική και άλλο πραότητα από αδιαφορία. Λένε
μερικοί: «Πρέπει να είμαι χαρούμενος, γιατί είμαι Χριστιανός. Να είμαι
ήρεμος, γιατί είμαι Χριστιανός». Αυτοί δεν είναι Χριστιανοί. Το
καταλάβατε; Αυτό είναι αδιαφορία, είναι κοσμική χαρά. Όποιος έχει αυτά
τα κοσμικά στοιχεία, δεν είναι πνευματικός άνθρωπος.
Ό πνευματικός άνθρωπος είναι όλος ένας πόνος. Πονάει δηλαδή για
καταστάσεις, για ανθρώπους, αλλά ανταμείβεται γι’ αυτόν τον πόνο με
θεία παρηγοριά. Νιώθει πόνο, αλλά νιώθει μέσα του θεία παρηγοριά,
γιατί κάνει ρίψεις με ευλογίες ό Θεός από τον Παράδεισο στην ψυχή και
αγάλλεται ό άνθρωπος από την θεϊκή αγάπη.
Αυτή είναι ή χαρά, ή πνευματική χαρά, πού δεν εκφράζεται και πλημμυρίζει την καρδιά.
(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Β’ – ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ)
Wednesday, 30 January 2013
The Mystery of the Holy Eucharist
With regard to the divine Eucharist, it should first of all be explained
that for us Slavs it is the Liturgy. In Greek the word “liturgy” has
several meanings: service, function, work. That is, for the Greeks the
word “liturgy” refers not only to the divine service, but also to an
executive function or activity, such as that of a governmental organism.
The word is not used within a narrowly defined sphere, such as that of
the church services, but within any sphere of activity. Therefore, when
referring to the Church’s mystagogical service, the Greeks use the
phrase “Holy Eucharist,” which means what we call the Liturgy. The use
of the term “Eucharist” distinguishes this divine service. Therefore,
regardless of the fact that our people are accustomed to the word
“liturgy,” in terms of significance and meaning Eucharist and Liturgy
are synonymous.
Eucharist comes from the word “thanksgiving” and reflects the first main
element of the canon of the Liturgy, that is, the Anaphora, which
begins with thanksgiving to God. The Lord Jesus Christ is the first
genuine thanksgiving to God, inasmuch as He, in the name of all creation
and of man, as the crown of the creation of the world, thanked God the
Father. Such thanksgiving was also expected from the first-created man,
Adam. If he had fulfilled the law of thanksgiving, he would never have
sinned. Thine own of Thine own, we offer unto Thee, on behalf of all and for all.
We read this in the prayer of the Eucharistic canon, as a sign of
thanksgiving for what the Lord has done, is doing, and will do for us.
The Holy Liturgy is, above all, a mystery. However, it is not a
mystery in the sense of being secret or mysterious. It is a great and
salvation-bearing event. It is a mystical and profound event that is not
exhausted by its visible phenomenology. At the same time, it should be
noted that this phenomenology is not a ceremony. Today many think that
this Divine Mystery can simply be played like a theatrical performance.
Notwithstanding, this event is mystical, possessing inscrutable and
unfathomable depths. Therefore, it is best to say that the Eucharist is a
mysteriological event that is salvific and that applies and realizes
the work of our Lord Jesus Christ to us.
The Holy Liturgy is, in the words of St. Irenaeus, the “pragmatia
of Christ,” in the sense of being a creation or production, as well as
its result and carrying out; that is, it is an activity that is both the
work of God and simultaneously the fulfillment of the work God desired
to perform for us. Uniting human nature to Himself, He is the Gift that
we offer at the Liturgy. Therefore, the Lord is both the Lamb and the
eternal Hierarch or High Priest, both offering Himself and accepting
this sacrifice with the Father. This is the only miracle; this is the
mystery of Christ, as the Apostle Paul calls it. This mystery is
concentrated, manifested, and realized in the Holy Eucharist. This is
shown best of all by the Apostle Paul in the tenth chapter of his
epistle to the Corinthian Church: The cup of blessing which we bless,
is it not the communion of the blood of Christ? The bread which we
break, is it not the communion of the body of Christ? For we being many
are one bread, and one body: for we are all partakers of that one bread (1 Corinthians 10:16-17). This is realism, authentic Orthodox realism; this is the pragmatic teaching of St. Ignatius.
For a clear and correct understanding of the meaning and significance
of the Liturgy, it is necessary first to highlight a few important
points. Symbolism in Orthodoxy has been a very topical phenomenon
throughout its centuries-long history. Therefore, a symbolic
understanding and interpretation of the Liturgy has been widespread.
However, the symbolic principles used in the interpretation of the
divine services have not always remained within acceptable boundaries.
Symbolism has quite often contributed to the loss of the true meaning of
the divine services.
The various names, descriptions, and interpretations of the Liturgy –
such as symbol, icon, and sacred rite – are only auxiliary means, just
like those that exist for articulating other Holy Mysteries. In
particular, it is well known that the Church is perceived and understood
as a body. However, the Church is not just a body, but something more
than a body; it is the unity of believers in which Christ is the heart
and the head, with the Holy Spirit as its soul (inasmuch as He is the
animating principle, action, and Giver of Life). Likewise, the Liturgy
is not just a symbol or icon, but something much deeper and loftier than
merely a symbol. All this symbolism exists only in order to express and
describe individual elements of church life, the meaning and
significance of which can never be fully defined. The application of any
definition, word, or sign is restricting, inasmuch as the Liturgy is
not subject to any limitation; that is, its meaning and understanding
cannot be expressed by a symbol or definition. In the text of the
Eucharistic prayers we read: “filling all things and inexpressible.”
That is, not only can the Eucharist not be described, it cannot even be
uttered, for it is unlimited, unattainable, and boundless. And this is
precisely how it is represented to us as a Holy Mystery.
The Liturgy, moreover, is not just one of a number of the Church’s
Mysteries. Baptism is one of the most important Mysteries; it is the
Mystery of existence by which, in the words of Nicholas Cabasilas, we
become of Christ; or, to put it better, after Baptism we already belong
to Christ. In the Mystery of Unction we acquire the life-giving gifts of
the Holy Spirit. However, the spiritual food that we eat, the
Eucharist, is a synthesis of all the other Holy Mysteries.
This is precisely the same attitude that should exist towards the
Church’s other sacred rites. For example, the funeral service should be
performed with the Liturgy; that is, it should “see off” the reposed
person. Not as it is done in contemporary practice: first the Liturgy,
and then the funeral. We should see off the reposed to the Heavenly
Kingdom with the Liturgy, for in the prayers we express the wish that
they be with God. If the Holy Eucharist is a reflection of the Heavenly
Kingdom, the point at which eternal life begins, then the funeral rite
should stand in close relation to the Liturgy. Following from this, it
should be said that the Eucharist is the shared and uniting reality for
the entire Church.
When the Liturgy is called an icon, this indicates that it is not yet
the fullness of the Heavenly Kingdom, as the presence of a complete
reality. It becomes analogous to an icon, that is, to an icon leading us
to the Heavenly Kingdom. Therefore the Eucharist, as icon, has an
analogical-mysteriological character.
During the period of iconoclasm, this term was highly abused. For the
iconoclasts, the only authentic icon of Christ was His Body (the
Eucharist). The Holy Fathers did not accept such an understanding of the
icon. Therefore, in the acts of the Seventh Ecumenical Council we find
this precise formulation: “None of the Holy Apostles or Holy Fathers has
ever called the Bloodless Sacrifice, made in remembrance of the
suffering of Christ and of His whole Economy, an icon of His body.” [1]
Christ Himself did not say: “Take, this is an icon of My Body”;
rather, He said: “Take, this is My Body and this is My Blood.”
Therefore, in contrast to the iconoclastic conception of the meaning of
the Liturgy as icon, in Orthodoxy it has the opposite meaning. By no
means does it lose the iconicity and analogicity that lead us to
fullness. The Greek word “typos” is very similar to icon: it is a
model or imprint. Therefore, in the Eucharistic prayers we ask that we
would more genuinely and fully commune with Him in the Heavenly Kingdom.
This is the truth, reality, and fullness to which we aspire, as the
Apostle Paul says: For now we see through a glass, darkly [1 Corinthians 13:12].
However, this does not discount the real existence of that which we
receive in the Mystery of the Holy Eucharist, but simply lifts us to a
higher fullness. It is only in this sense that the Liturgy can be said
to be an icon.
A similar situation took place with the term “consubstantial.” It had
one meaning in the teachings of Paul of Samosata, and another in the
decrees of the Council of Nicaea, that is, in the Nicene Creed. It is
within this context that one can examine the understanding of the word
“symbol.” In Christianity it has a much more profound meaning than in
the Old Testament or in the philosophy of Plato. The word itself derives
from a Greek verb that indicates the co-presence of one thing in
another. Such an understanding of symbols is expressed very clearly in
the works of Dionysius the Areopagite. It is this mystical, analogical,
and mysteriological meaning and interpretation of symbolism that is
acceptable for the Orthodox.
The Church, as the Body of Christ, is present in the Holy Eucharist.
The body is present in its members, as St. Nilus Cabasilas puts it
beautifully: “The entire vine is fed from the roots.” Therefore, in the
Mystery of Communion we receive the Body of Christ, which gathers and
unites everyone who receives Communion. We are seeking to draw salvation
from this life-giving Source. It is not we who turn Him into our body,
but He Who turns us into His Body. When we receive the Divine Gifts, the
Lord includes us into the Body of Christ; it is not we who include Him
as an integral part of our bodies.
In speaking of the Mystery of the Eucharist, I would also like to
draw attention to a few questions of contemporary liturgical practice.
Many even today, after Christianity’s two thousand years of existence,
still do not have a clear understanding of Communion. For the reception
of the Eucharist it is very important to prepare worthily. Given the
importance of the Liturgy, one must worthily prepare oneself by fasting,
prayer, and ascetic struggle. But a much deeper meaning lies in the
fact that Communion is not simply the reception of the Sacred into
oneself: it is an event thanks to which one is included into the unity
of the Body of Christ.
The expression of St. Athanasius that “the Eucharist is the medicine
of immortality” means that in the Liturgy we belong to the single Body
of Christ and that among us death is no more. He therefore said:
“Whoever does not participate in the Eucharist, and whoever is not in
prayerful communion with the bishop, does not belong to the Church.”
According to the canons of the Orthodox Church, whoever does not
receive Communion for two or three weeks is subject to penance and
ecclesiastical discipline. Unfortunately, many today do not understand
this. The meaning of the Liturgy has acquired a sense widespread in the
Roman Catholic Church. Therefore, one very often hears questions such
as: How many times should one receive Communion? How many days does one
need to fast? How does one need to prepare? It is as if the importance
lay in quantity.
Of course, this does not mean that one does not need to prepare
worthily for the Liturgy. As I have already remarked, this profound
mystery, which opens to us the doors of the Heavenly Kingdom, requires
conscientious and worthy preparation. But who is worthy? Who can in fact
say that he worthily dares to approach the Savior’s Body and Blood?
Therefore, in the prayers before Holy Communion we read: “grant me to
receive communion of Thy holy things without condemnation… neither to my
judgment, nor to my condemnation.” How can a priest say that he is
worthy and that we are unworthy? A priest, as a bearer of the mystery of
the priesthood, undoubtedly has the grace and energy of God given by
the Holy Spirit for the performance of sacred actions; but this does not
prevent him from sinning, inasmuch as he has also been given the free
will – that is, freedom of reason – that grants him the ability to
choose between right and wrong actions.
Gregory the Theologian said that he offers himself, too, as a
sacrifice. He who liturgizes is the sacrifice that is being offered and
its result; that is, he thereby consecrates himself as well. He is fully
included in this event, and through him God the Holy Spirit acts in
man. From this it becomes clear that the division between laity and
clergy in the Mystery of the Eucharist is incorrect.
This division contributed most of all to the emergence of the tall
iconostas. This simply obscured and hid everything that should be
offered “on behalf of all and for all.” The people in church hear only
the exclamations and the ends of the prayers. Everyone taking part in
the Liturgy should pray completely. That is why in the prayers we find:
“O Lord, we pray Thee for our sins and our ignorance.”
The Holy Eucharist is wholeness, catholicity, and universality.
Khomiakov said: “Whoever knows the Liturgy knows what the Church is.” It
is not simply one of the Mysteries or one step towards the Heavenly
Kingdom; it is a conciliar act, at the head of which are the bishops,
which has been passed down over many centuries of history and been
preserved in our own day. The appearance of parishes at the end of the
third century was accompanied by the establishment of very close ties
with episcopal administration. The bishop, standing at the head of the
parish or community and performing the Liturgy, played and continues to
play an important role. If a priest were to serve the Liturgy without
commemorating the bishop, then regardless of whether all appearances
were carried out and all the prayers pronounced, it would not be the
Liturgy. The Holy Eucharist includes ecclesiological dimensions, and
therefore only the Church has the right to celebrate the Holy Eucharist.
One of the most important names of the Liturgy, one that allows for a
correct understanding of its meaning as a life-giving Mystery, is
participation. Christ is present by the Holy Spirit; and the very
action, participation, and pragmatia is the Eucharist. All
creation participates therein. The Eucharist is expressed primarily as
an act in which the whole people of God participate. Christ is a member
of this people: as deacon, priest, and bishop; as foundation and head of
the Church; and as leader of our salvation. Therefore, the
Christological mystery of the Church is identified with the mystery of
the Liturgy; the Liturgy is the identity of the Church.
A Russian bishop, who had travelled to the West for the first time
after the fall of Communism, was asked the following question by western
Christians (Protestants and Roman Catholics): “What is the Russian
Orthodox Church doing to address social issues?” The bishop humbly
replied: “We serve the Holy Liturgy.” Surprised by this answer, they did
not understand the bishop. They did not understand for one simple
reason: they do not understand the Church and do not know what it means
to serve the Divine Liturgy. This was the best possible answer, inasmuch
as the Liturgy is the entrance to the Heavenly Kingdom, the entrance to
the eternal reality that has no need whatsoever for social services.
The Heavenly Kingdom will be like an eternal meal consisting not only of
thanksgiving to God, but also of the active deeds of all: of praxis,
movement, and participation.
The Liturgy is a holistic act of both laypeople and clergy. It raises
us to the Heavenly Kingdom; Christ, the Incarnate God, Who will be
present with us until the end of the ages, is present therein. Without
this, we would just be an abstraction. God’s speech works through the
Mysteries. Therefore the Mysteries include the world in us, and the
representatives of the world are bread and wine. St. Irenaeus said:
“Therefore our faith is in agreement with the Eucharist, for the Holy
Eucharist confirms everything that we believe.”
The fact that today choirs exclude the possibility for laypeople to
participate actively in the divine services is also bad. That which is
basic and, in fact, already belongs to them, should be returned to the
people: “Amen,” “Lord, have mercy,” “To Thee, O Lord,” “And with thy
spirit.” In ancient liturgical texts we have instructions for what was
to be executed by the people, the choir, and the readers. The Lord
Himself expects us to participate actively in the Eucharist.
By way of conclusion, the divinely-wise words of Sts. John of
Damascus and Theodore the Studite can be cited: “The Holy Liturgy is the
repetition of the total human economy of salvation.” This is expressed
best of all at the end of the Liturgy of St. Basil the Great: “The
Mystery of Thy dispensation, O Christ our God, hath been accomplished
and perfected as far as it is within our power.”
Translator’s note:
[1] These words were spoken by Epiphanius, deacon and legate of
Archbishop Thomas of Sardinia, at the Council’s sixth session. This
passage was rendered by the Rev. John Mendham in his 1850 translation
of the full acts of the Council as follows: “For none of those trumpets
of the Spirit, the holy Apostles – none of our venerable Fathers ever
styled the unbloody sacrifice made in remembrance of the passion of our
God, and of His whole dispensation, ‘the image of His body’; for they
have not received of the Lord to speak or confess in this manner” (p.
355).
The Revd. Mendham adds this passage from the Rev. Henry Stebbing’s 1834 History of the Christian Church
in a footnote: “on arriving at that article in the definition which
stated that no other image of Christ was to be acknowledged but that
which He had left of Himself in the eucharist, the whole assembly
expressed its horror in murmurs of execration; and the doctrine of the
real presence being proclaimed it was triumphantly asked, ‘How there
should be an image of Christ in that which was Christ Himself?’” (Ibid., 344-345).
Translated from the Russian.
How Can We Learn to Love Our Neighbor?
How can we love our neighbor? Who is our neighbor? Can we
love our enemies? Bishop Panteleimon (Shatov) of Smolensk and Vyazma,
chairman of the Synodal Department for Church Charity and Social
Ministry of the Russian Orthodox Church, replies to these questions for
our readers.
This question troubles many people, myself included. Before
responding to it, we need to understand who our neighbor is. The Lord
explains in the Gospel that our neighbor is anyone who stands in need of
our help – even if he’s a complete stranger to us, of a different
nationality, or a member of another religion. This person might be
unpleasant in appearance and we might not feel anything positive towards
him, but anyone who needs help is our neighbor. It’s this very person
that the Lord commands us to love.
There’s another commandment in the Gospel: to love our enemies. Wise
people have said that this commandment is not about the enemies of our
country, but about personal enemies. If we are to love our enemies, then
shouldn’t it be easier to love our neighbor? But in actual fact, even
this is very difficult for us – to say nothing of loving our enemies,
which strikes us as impossible.
But if the Lord has given us this commandment, it means that He’s
placed the ability to love in us. We probably find it difficult to love
not because it’s beyond our strength, but because we’ve been corrupted
by sin and because we love ourselves too much. In order to love our
neighbor, we need to do something. But before we begin to do anything,
we need to understand why we don’t have the love that should be in us.
God placed loved in our nature. But why doesn’t a husband love his
wife, or parents love their children? Why don’t children love their
parents? Why do infidelity and betrayal take place? Why has natural love
for others become unnatural? If it’s difficult for us to love our own
families, then what can be said about people who are different from us:
the homeless, whom we contemptuously call bums, or guest workers and
migrants?
Love has been placed in our nature; we were created by God for love.
But for some reason this love isn’t in me! We might say that human
nature, having been corrupted by sin, has lost this ability. This is in
fact the case. We have been created in God’s likeness. God, in His
essence, is Love. We were created by God in His image and likeness, with
the ability to love placed in us. This is our nature, too. Just as the
divine nature is love, so too is human nature love.
Therefore it isn’t strange that we should love our neighbors, but
rather that we don’t love them. How has this happened? It’s because our
nature has been corrupted by sin and our love has turned into self-love.
We’ve turned in on ourselves, and therefore we’re unable to love.
But this raises another problem. The site “Orthodox and the World” is
addressed to Orthodox readers. But Orthodox people, apart from having
natural love, also have the gift of supernatural love. Every Orthodox
Christian has been baptized in the Name of the Father, and of the Son,
and of the Holy Spirit – in the name of the Trinity, Which in essence is
love. And every baptized person has been anointed with holy myrrh, and
the gift of the Holy Spirit – the gift of love, the gift of knowing the
will of God, of participating in the sacred rites – has been given to
him in this anointing. Why hasn’t this gift been realized in us?
Why do we think it’s difficult to love our neighbor? After all, this
should be natural and joyful for us. I think the answer is clear: it’s
because we’re sinful and because sin is active in us. Because we’ve
trampled on the gifts given to us in Baptism and Chrismation and are
unable to stir up this love in ourselves. We don’t live the way we
should, instead we live like everyone around us.
Christians are part a certain twenty-first century arrangement in
which there’s no room for love. In our lives we have career, money,
pleasure, certain contractual relationships, politics, art, psychology
(when things get bad, we can go to a psychologist), medicine to live
longer, and entertainment – but there’s no room for love. For us, love
comes in second place – or third, or fourth, or tenth. There’s no room
for God in this arrangement, either.
Therefore, in order to learn to love our neighbor, we need to leave
this world. This is what the Lord calls us to do: to leave this downward
course that can ultimately carry us to the depths of hell; to get off
this track upon which people are moving, people who look more like
streetcars than people.
In order to love our neighbor, we need first of all to fulfill the
first commandment. We need to love God with our whole heart, with our
whole soul, and with all our thoughts and feelings. Without this, we
can’t learn to love our neighbor, we can’t fix our nature that’s been
corrupted by sin, we can’t be transformed, and we can’t accept God’s
gifts in all their fullness.
A small seed of eternal life and heavenly joy has been planted in us,
but it hasn’t flowered or grown. But this very seed can become a tree
in which the birds of the air can lodge. But our lives get in the way of
this.
We need to remember God, to remember Him always. We need to seek God,
to seek unity with Christ. Through heartfelt and constant prayer,
through reading our prayer rules, but not limiting ourselves to them. We
need to seek Him by participating in the Mysteries of the Church,
repenting of our sins, and participating in the Mystery of Holy
Communion. Without this it’s impossible to learn to love God and
neighbor. We need to read the Gospel not just like an ordinary book, but
with faith that the Lord, through these words, can reveal His will to
us, letting each person know what he should be doing. Because love is
joy. If we don’t learn this joy, we’ll go through life for nothing.
After all, we can only fulfill the commandment to love our neighbor
here on earth. In the Heavenly Kingdom love will be granted to all.
There one won’t have to exert oneself or make an effort to love those
whom one finds unpleasant. This can only be done only here on earth.
It’s only here that we can deprive ourselves of something in order to
show love to another by giving it to him. In the Heavenly Kingdom
everybody will have enough of everything. There one won’t need to care
for the sick, look after the homeless, or give part of our money to a
widow with child – there the Lord will fill everything.
We can love our neighbor only here on earth. If we don’t do this, it
means that we’re not alive, because we’re not fulfilling the purpose
that God has placed before us; it means that we’ve deviated from the
right path. I think that by thinking about all this, we can learn how to
love.
Transcribed by Alisa Orlova.
Translated from the Russian
Tuesday, 29 January 2013
π. Α.Κονάνος -Μην αφήνεις τις τύψεις να σε πνίγουν
Απόσπασμα ομιλίας πατρός Ανδρέα Κονάνου στο Μεσολόγγι
Θέμα: «Μην αφήνεις τις τύψεις να σε πνίγουν»
Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013
Μεσολόγγι, αίθουσα εκδηλώσεων του Νομαρχιακού Μεγάρου Αιτωλοακαρνανίας
Οργάνωση: Σχολή Γονέων Ιεράς Μητρόπολεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας
Τα Χαρίσματα της Γυναίκας...
Ένα μικρό αγόρι ρώτησε τη μαμά του: “Γιατί κλαις μαμά;”
-”Γιατί είμαι γυναίκα” του είπε.
-”Δεν καταλαβαίνω” είπε το μικρό.
Η μαμά του απλά το αγκάλιασε και είπε “και ούτε ποτέ θα καταλάβεις….”
Αργότερα το μικρό αγόρι ρώτησε τον μπαμπά του: “Γιατί η μαμά κλαίει χωρίς λόγο;”
-”Όλες οι γυναίκες κλαίνε χωρίς λόγο!” ήταν το μόνο που μπορούσε να πει ο μπαμπάς του.
Το αγοράκι μεγάλωσε και έγινε άντρας, έχοντας ακόμα την απορία για ποιό λόγο κλαίνε οι γυναίκες.
Κάποια στιγμή είχε μια συζήτηση με τον Θεό.
Τότε Τον ρώτησε:
“Θεέ μου, γιατί οι γυναίκες κλαίνε τόσο εύκολα;”
Και τότε ο Θεός του είπε:
-
“Όταν δημιούργησα την γυναίκα έπρεπε να είναι ξεχωριστή. Έφτιαξα τους
ώμους της δυνατούς αρκετά ώστε να σηκώνουν τα βάρη του κόσμου και απαλά
για να προσφέρουν ανακούφιση.
Της
έδωσα εσωτερική δύναμη για να μπορεί να υπομένει τις γεννήσεις και την
απόρριψη που καμιά φορά προέρχεται από τα παιδιά της. Της έδωσα σκληράδα
που της επιτρέπει να συνεχίζει όταν οι υπόλοιποι τα έχουν παρατήσει,
και να φροντίζει την οικογένεια της μέσω αρρώστιας και κούρασης χωρίς να
παραπονιέται.
Της
έδωσα ευαισθησία ώστε να αγαπάει τα παιδιά της κάτω από οποιεσδήποτε
συνθήκες, ακόμα και όταν αυτά την πληγώνουν. Της έδωσα δύναμη ώστε να
αντέχει τον άντρα της με τα ελαττώματα του και την έπλασα από το πλευρό
του για να προστατεύσω την καρδιά του.
Της
έδωσα σοφία να γνωρίζει ότι ένας σύζυγος ποτέ δεν πληγώνει την γυναίκα
του, απλά ελέγχει τις δυνάμεις της και την αποφασιστικότητα της να
παραμείνει δίπλα του χωρίς αμφιβολίες.
Βλέπεις
γιέ μου ’είπε ο Θεός‘, η ομορφιά της γυναίκας δεν είναι στα ρούχα που
φοράει, στη μορφή που έχει ,ούτε στον τρόπο που φτιάχνει τα μαλλιά της…
Η ομορφιά της γυναίκας είναι στα μάτια της… γιατί τα μάτια είναι οι πύλες της καρδιάς… το μέρος που η αγάπη κατοικεί”.
Πηγή: istologio
ΓΙΑΤΙ ΧΑΙΡΕΙ Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ;
Αγίου Νικολάου Καβάσιλα
Πριν
απ’ όλα σαν άνθρωπος, που συμμετέχει, όπως όλοι, στα κοινά αγαθά.
Χαίρει όμως και γιατί οι δωρεές δόθηκαν σ’ Αυτή και πριν και αφθονώτερα
από τους άλλους, κι’ ακόμη περισσότερο, γιατί Αυτή είναι η αιτία που οι
δωρεές αυτές δόθηκαν σ’ όλους. Ο πέμπτος όμως και μεγαλύτερος λόγος για
τον οποίο χαίρει η Παρθένος είναι ότι όχι απλώς δια μέσου αυτής ο Θεός,
αλλά και αυτή η ίδια, χάρις σ’ εκείνα που γνώρισε και προείδε, έφερε την
ανάσταση στους ανθρώπους.
Γιατί
η Παρθένος δεν είναι όπως η γη που συνετέλεσε μεν, αλλά δεν έκαμε όμως η
ίδια τίποτα στη δημιουργία του ανθρώπου, που χρησιμοποιήθηκε σαν απλή
ύλη από τον Δημιουργό και απλώς “έγινε” χωρίς να “πράξη” τίποτε. Η
Παρθένος πραγματοποίησε η ίδια μέσα της και πρόσφερε στο Θεό όλα εκείνα
που προσείλκυσαν τον Τεχνίτη στη γη, που παρακίνησαν το δημιουργικό
χέρι. Και ποιά είναι αυτά; Βίος πανάμωμος, ζωή πάναγνη, άρνηση κάθε
κακίας, άσκηση όλων των αρετών, ψυχή από το φως καθαρώτερη, σώμα εντελώς
πνευματικό, λαμπρότερο από τον ήλιο, από τον ουρανό καθαρώτερο, απο
τους χερουβικούς θρόνους ιερώτερο. Φτερούγισμα νου, που δεν δειλιάζει
μπρός σε κανένα ύψος, που ξεπερνά ακόμη και τα φτερά των Αγγέλων. Θείος
έρως, που απορρόφησε και αφομοίωσε κάθε άλλη επιθυμία της ψυχής. Κτήμα
του Θεού, ένωση με το Θεό που δεν χωράει σε καμία ανθρώπινη σκέψη. Έτσι,
έχοντας στολίσει με τέτοιο κάλλος και το σώμα και την ψυχή Της,
κατορθώνει να ελκύσει πάνω της το βλέμμα του Θεού.
Ανέδειξε,
χάρις στη δική Της ωραιότητα, ωραία την κοινή ανθρώπινη φύση. Και
κατέκτησε τον απαθή. Και έγινε άνθρωπος εξαιτίας της Παρθένου Εκείνος
που εξαιτίας της αμαρτίας ήταν στους ανθρώπους μισητός. Και το
“μεσότοιχον της έχθρας” και ο “φραγμός” δεν είχαν για τη Παρθένο καμμιά
ισχύ, αλλά κάθε τι που χώριζε το ανθρώπινο γένος από το Θεό σε ότι αφορά
την ίδια είχε καταργηθεί.
Έτσι
και πριν από την κοινή καταλλαγή είχε συναφθή ανάμεσα στο Θεό και την
Παρθένον μόνη ειρήνη. Ακόμη περισσότερο, δεν χρειάσθηκε ποτέ να
προσφέρει εκείνη σπονδές ειρήνης και συμφιλιώσεως, μια και στεκόταν από
την αρχή στη κορυφή του χορού των φίλων. Όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν για
τους άλλους. Και υπήρξε πριν απο τον Παράκλητο, “παράκλητος υπέρ υμών
προς τον Θεόν”, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Παύλου,
υψώνοντας προς Αυτόν για χάρη των ανθρώπων όχι τα χέρια της, αλλά, αντί
για άλλη ικεσία, την ίδια τη ζωή Της. Κι έφθασε η αρετή μιας ψυχής να
σταματήσει την κακία των ανθρώπων όλων των αιώνων. Όπως η κιβωτός που
έσωσε τον άνθρωπο κατά το κοινό ναυάγιο της οικουμένης δεν έλαβε η ίδια
μέρος στις συμφορές και διέσωσε στο γένος τη δυνατότητα να συνεχισθή, το
ίδιο συνέβηκε και με την Παρθένο. Διατήρησε πάντοτε τη σκέψη Της τόσο
άθικτη και ιερή, σαν να μην είχε αποτολμηθή ποτέ στη γη καμία αμαρτία,
σαν να ήταν όλοι συνεπείς σ’ αυτά που έπρεπε, σαν να έμενα όλοι ακόμα
στην εστία του Θεού. Ούτε καν αισθάνθηκε, πράγματι, την κακία που
ξεχύθηκα σ’ όλη την γη.
Και
ο κατακλυσμός της αμαρτίας που ξαπλώθηκε παντού κι έκλεισε τον ουρανό
και άνοιξε τον Άδη και έβαλε σε πόλεμο τους ανθρώπους με τον Θεό κι
έδιωξε από την γη τον Αγαθό, φέρνοντας στη θέση του τον Πονηρό, δεν
κατάφερε ούτε στο παραμικρό να θίξει την μακαρία Παρθένο. Αλλά ενώ
κυριάρχησε σε όλη την οικουμένη και έσεισε και συντάραξε και γκρέμισε τα
πάντα, νικήθηκε από ένα μόνο λογισμό, από μία ψυχή. Και δεν νικήθηκε
από την Παρθένο μόνο, αλλά χάρις σ’ αυτήν υποχώρησε η αμαρτία κι από ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.
Αυτή
ήταν η συμβολή της Παρθένου στο έργο της σωτηρίας, πριν φθάση η ημέρα
εκείνη, κατά την οποία έπρεπε ο Θεός, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο
Του, να κλίνη τους ουρανούς και να κατέβη στη γη: από τη στιγμή που
γεννήθηκε οικοδομούσε κατάλυμα για εκείνον, που μπορούσε να σώσει τον
άνθρωπο, αγωνιζόταν να καταστήσει ωραία την κατοικία του Θεού, τον εαυτό
Της, τέτοια που να μπορεί να είναι άξια γι’ Αυτόν. Έτσι τίποτα δεν
βρήκε να κατηγορήσει στα ανάκτορα ο βασιλιάς. Κι ακόμη περισσότερο, δεν
του πρόσφερε η Παρθένος μόνο βασιλική κατοικία άξια του μεγαλείου του,
αλλά του ετοίμασε από τον εαυτό της και τη βασιλική πορφύρα και τη ζώνη
και, όπως λέγει ο Δαβίδ, την “ευπρέπεια”, τη ¨δύναμη” και την ίδια τη
“βασιλεία”. Όπως μια λαμπρή πολιτεία, που ξεπερνά όλες τις άλλες στο
μέγεθος και την ωραιότητα, στο υψηλό ηθικό φρόνημα και στο πλήθος των
κατοίκων και στον πλούτο και σε κάθε είδους δύναμη, δεν περιορίζεται
μόνο στο να δεξιωθή και να φιλοξενήσει απλώς το βασιλιά, αλλά γίνεται το
κράτος του και αποτελεί την εξουσία του και την τιμή του και τη δύναμη
και τον οπλισμό του.
Έτσι,
και η Παρθένος, με το να δεχθεί μέσα της το Θεό, με το να του δώσει τη
σάρκα της, έκαμε να παρουσιασθεί ο Θεός μέσα στον κόσμο και να γίνει
στους μεν εχθρούς συμφορά ακαταμάχητη, στους δε φίλους σωτηρία και πηγή
όλων των αγαθών. Μ’ αυτόν τον τρόπο ωφέλησε το ανθρώπινο γένος πριν
ακόμη έρθει ο καίρος της σωτηρίας. Αλλά κι όταν ήρθε ο καιρός και
παρουσιάσθηκε ο ουράνιος αγγελιοφόρος, πάλι έλαβε ενεργητικό μέρος στη
σωτηρία με το γεγονός ότι πίστεψε σε ότι της είπε και δέχθηκε να
αναλάβει τη διακονία που της ζήτησε ο Θεός. Γιατί ήταν κ αυτά απαραίτητα
και χρειάζονταν οπωσδήποτε για τη σωτηρία μας. Αν η Παρθένος δεν
τηρούσε αυτή τη στάση, καμιά πια ελπίδα δεν θα απόμενε στους ανθρώπους.
Δεν ήταν βέβαια δυνατό, όπως είπα πιο πάνω, να προσβλέψει ο Θεός με
ευμένεια προς το ανθρώπινο γένος και να θελήσει να κατέβει στη γή, αν
δεν είχε προπαρασκευασθεί η Παρθένος, αν δεν υπήρχε δηλαδή εκείνος που
θα τον υποδεχόταν, και θα μπορούσε να διακονήσει στη σωτηρία. Κι ούτε
πάλι ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί το θέλημα του Θεού για τη σωτηρία
μας, αν δεν πίστευε σε αυτό η Παρθένος και δεν δεχόταν να διακονήσει.
Αυτό γίνεται φανερό από το ότι ο μεν Γαβριήλ με το “χαίρε” που είπε στην
Παρθένο και με το γεγονός ότι την ονόμασε “κεχαριτωμένη” τελείωσε την
αποστολή του, φανέρωσε ολόκληρο το μυστήριο.
Όση
όμως ώρα η Παρθένος ζητούσε να μάθει τον τρόπο, με τον οποίο θα γινόταν
η κύηση, ο Θεό δεν κατερχόταν. Ενώ τη στιγμή που πείσθηκε κι αποδέχτηκε
την πρόσκληση, ολόκληρο το έργο με μιας πραγματοποιήθηκε: Ο Θεός πήρε
επάνω Του σαν ενδυμασία τον άνθρωπο κι έγινε μητέρα του Κτιστού η
Παρθένος.
Αλλά
το ακόμη πιο θαυμαστό είναι το εξής: ο Θεός ουτε προειδοποίησε τον Αδάμ
ούτε τον έπεισε να του δώσει την πλευρά, από την οποία έπρεπε να
δημιουργηθεί η Εύα. Τον εκοίμισε κι έτσι, έχοντας του αφαιρέσει τις
αισθήσεις, του απέσπασε το μέλος. Ενώ για να προχωρήσει στη δημιουργία
του Νέου Αδάμ εδίδαξε προηγουμένως την Παρθένο και περίμενε την πίστη
και την παραδοχή της.
Για
τη δημιουργία του Αδάμ πάλι συσκέπτεται με τον μονογενή Υιό λέγοντας:
“ποιήσωμεν άνθρωπον”. Όταν όμως χρειάσθηκε να “εισαγάγη τον πρωτότοκον”-
αυτόν τον “θαυμαστόν Σύμβουλον”- εις την οικουμένην”, όπως λέγει ο
Παύλος , και να πλάσει τον δεύτερο Αδάμ, παίρνει στην απόφαση του αυτή
συνεργάτη την Παρθένο. Έτσι τη μεγάλη εκείνη “βουλή” του Θεού, για την
οποία ομιλεί ο Ησαΐας, την ανήγγειλε ο Θεός και την επεκύρωσε η
Παρθένος. Και με αυτόν τον τρόπο η σάρκωση του Λόγου ήταν έργο όχι μόνο
του Πάτρος, που “ευδόκησε”, και της Δυνάμεως του, που “επεσκίασε”, και
του Πνεύματος, που “επεδήμησε”, αλλά και της θελήσεως και της πίστεως
της Παρθένου. Γιατί, όπως χωρίς εκείνους δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει και
να προσφερθεί στους ανθρώπους η απόφαση για τη σάρκωση του Λόγου, έτσι
χωρίς την προσφορά της θελήσεως και της πίστεως της Πανάγνου ήταν
αδύνατη η πραγματοποίηση της θείας βουλής.
Πηγή:http://www.egolpion.com/xairei_parthenos.el.aspx
Το θείον Πυρ..
(Μνήμη Αγίου Ιγνατίου τον θεοφόρου)
γέροντος ιωσήφ του ησυχαστή
Το μοναδικό έπιπλο του αγίου!
Με την είσοδο των προεορτίων των Χριστουγέννων, έχομε και την μνήμη του
Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου, ενός εκ των
Αποστολικών Πατέρων. Και ενθυμήθηκα μία περικοπή από τους λόγους του
Κυρίου μας, πού αρμόζει στην αυριανή εορτή. Μη νομίσητε ότι ήλθον, είπε
κάποτε ο Ιησούς μας, βαλείν ειρήνην επί την γην ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην
αλλά μάχαιραν (Ματθ. 10, 34). Και αφού είπε τους τρόπους της διαιρέσεως
πού ήλθε να προκαλέση, όπως ερμηνεύονται φυσικά κατά την ιερά μας
παράδοσι, προσέθεσε. Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη
ανήφθη (Λουκ. 12,49). Περί αυτού του πυρός ακριβώς είναι ο λόγος, γιατί
πολύ απασχολεί τουλάχιστον εμάς τους μοναχούς.
Το
δοξαστικό του Αγίου Ιγνατίου αναφέρει τα εξής· «Ουκ εστίν εν εμοί πυρ
φιλόυλον, ύδωρ δε μάλλον ζών, και λαλούν εν εμοί, ένδοθέν μοι λέγον -
Δεύρο προς τον πατέρα.» Και γενικά η ακολουθία, όπως θα παρακολουθήσετε,
είναι μια έξαρσι θεουργικού έρωτος, πού πάλλει μέσα στην καρδία αυτού
του μεγάλου φωστήρος. Γιατί αναφέρει η παράδοσι, ότι αυτός ο Άγιος ήταν
ένα οπό τα παιδιά εκείνα, τα οποία εδέχθη ο Ιησούς μας στις αγκάλες Του.
Όταν κάποτε τον ερωτούσαν οι μαθηταί Του για τα πρωτεία και ποιες είναι
οι αξίες τους στο μέλλον, κατά τον τρόπο πού ημορούσαν να συλλάβουν
τότε το νόημα, επηρεασμένοι από τις ιουδαϊκές παραδόσεις, τότε,
προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον έστησε αυτό εν μέσω αυτών και είπεν ος
αν δέξηται παιδίον τοιούτον εν επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται (Ματθ.
18,2,5). Και πάλιν άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με
(Ματθ. 19,14). Ένα λοιπόν από τα παιδιά ήτο αυτός ο Άγιος, ο μετέπειτα
Θεοφόρος.
Γι᾽
αυτό και ωνομάσθη Θεοφόρος, επειδή έφερε τον Θεό. Αλλά και πάντες οι
Άγιοι Θεοφόροι είναι, διότι ο αγιασμός τούτο σημαίνει Θεοφόρος και
Θεολόγος. Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενοικεί μέσα στην ψυχή του
ανθρώπου και τον καταξιώνει να ονομάζεται έτσι, διότι φέρει εντός του
τον Θεό. Και αυτή η Χάρις, πού ενοικεί μέσα του, τον διδάσκει τα
μυστήρια της Θεολογίας γενικά, αυτά πού είναι δόγματα της πίστεως.
Ειδικά
όμως, εμάς τους μοναχούς μας απασχολεί αυτό. Πότε και εμείς θα ιδούμε
μέσα μας εάν άναψε αυτό το πυρ; Άλλοτε ο Κύριος το ονομάζει ύδωρ
αλλόμενον, όπως ερμήνευσε στην Σαμαρείτιδα. Όπου αναβλύση αυτό, ποτέ δεν
τελειώνει και αυτό ακριβώς είναι η Θεία Χάρις. Και ειδικά εκείνη, η
οποία συνδέει εμάς με την απόλυτο - ανθρωπίνως ερμηνεύομε - αγάπη του
Ιησού μας, του κέντρου της αγάπης και όλου του ενδιαφέροντός μας.
Γι᾽
αυτό στενάζομε και εμείς, περιφερόμενοι εις αυτούς τους τόπους, στους
οποίους μας οδήγησε Αυτός. Διότι όταν εξυπνήσαμε και εγνωρίσαμε περί
τίνος πρόκειται, έγινε και σε μας αυτό πού λέει ο Απόστολος Ιωάννης.
Ημείς αγαπώμεν Αυτόν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησε ημάς (Α᾽ Ιωάν. 4,19). Και
πραγματικά, πρώτος Αυτός ηγάπησε και γι᾽ αυτό μας εκάλεσε, όπως σας
ερμήνευσα και άλλοτε. Δεν είναι απλή η κλήσι μέσα στην ψυχή, αλλά είναι
προσωπική επέμβασι της μακαριάς Θεότητος.
Τώρα μας απασχολεί το πώς πρακτικά και εμείς θα μπορέσωμε να συμβάλωμε. Διότι από μέρους της Χάριτος αυτό υπάρχει. Το ότι έγινε η κλήσι μας και ότι ημπορούμε και ευρισκόμεθα εδώ και συνεχίζομε παρά τις ασθενείς δυνάμεις μας, αυτό είναι εγγύησι και η απόδειξι μάλλον της πλήρους από μέρους της Χάριτος λειτουργίας. Ο,τι εξαρτάται από τον Θεό, γίνεται απολύτως προς εμάς.
Τώρα μας απασχολεί το πώς πρακτικά και εμείς θα μπορέσωμε να συμβάλωμε. Διότι από μέρους της Χάριτος αυτό υπάρχει. Το ότι έγινε η κλήσι μας και ότι ημπορούμε και ευρισκόμεθα εδώ και συνεχίζομε παρά τις ασθενείς δυνάμεις μας, αυτό είναι εγγύησι και η απόδειξι μάλλον της πλήρους από μέρους της Χάριτος λειτουργίας. Ο,τι εξαρτάται από τον Θεό, γίνεται απολύτως προς εμάς.
Τώρα μένει το δεύτερο σκέλος, πού είναι το εξ ημών ή *, κατά την γνώμην
των Πατέρων. Αυτό είναι πού πρέπει να καταβάλωμε εμείς, ούτως ώστε να
συνεργαστούν αυτοί οι δύο παράγοντες, η ενέργεια της Θείας Χάριτος, πού
γίνεται κατ᾽ ευδοκία και αγάπη του Θεού, και η προαίρεσι η σωστή από
μέρους του ανθρώπου, πού αποδέχεται την κλήσι και υποτάσσεται στο Θείο
θέλημα. Όταν αυτά τα δύο συναντηθούν καταλλήλως όπως ο Θεός ξέρει, τότε
επιτυγχάνεται ακριβώς στην ψυχή του ανθρώπου η ενοίκησι της Θείας
Χάριτος και τον επαναφέρει στην πρώτη του κατάστασι. Καταργείται τότε το
θνητόν υπό της ζωής και η καινή κτίσις, ο Ιησούς μας ζη και λαλεί μέσα
στον άνθρωπο. Και τότε γίνεται η ανάστασι. Αυτός πλέον ο άνθρωπος, είναι
αυτός πού έλαβε Αυτόν (Ιωάν. 1,12) και ο Ιησούς του έδωσε εξουσίαν
τέκνον Θεού γενέσθαι. Και ερμηνεύει. «Ουκ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ
θελήματος ανδρός, άλλ᾽ εκ Θεού» (Ιωάν. 1,13) έγινε αύτη η γέννησι. Και
γίνεται ο άνθρωπος πράγματι τέκνο και φίλος Θεού.
Αυτός
είναι και ο στόχος μας. Και δεν θα παύσω να σας ενθυμίζω, ότι δεν
πρέπει να σταματήσωμε όσο ζούμε να προσπαθούμε στο πώς θα επιτύχωμεν
αυτό.
Και τότε είμεθα μοναχοί. Αυτή είναι η ερμηνεία του πραγματικού μονάχου. Αν και ζη στον κόσμο αυτό, είναι εκτός κόσμου, γιατί αντιστρατεύεται τις επιθυμίες του παλαιού ανθρώπου και προσπαθεί να εκδυθή, κατά το δυνατό, όλα τα συστήματα και τις ενέργειες του και να ενδυθή τον καινό άνθρωπο τον κατά Θεόν κτισθέντα (Εφεσ. 4,42). Τα δείγματα της παρουσίας του καινού ανθρώπου, είναι ακριβώς το πυρ αυτό το οποίο άναψε ο Ιησούς μας με την παρουσία Του εδώ, και όπως μας ερμήνευσε ο ίδιος, επιθυμούσε αυτή την ώρα πού το έλεγε, να το έβλεπε αναμμένο στην τετραπέρατο κτίσι και να πυρπολή όλων των ανθρώπων τις καρδιές. Δυστυχώς όμως η πλειονότης των ανθρώπων δεν έδειξε ενδιαφέρο.
Και τότε είμεθα μοναχοί. Αυτή είναι η ερμηνεία του πραγματικού μονάχου. Αν και ζη στον κόσμο αυτό, είναι εκτός κόσμου, γιατί αντιστρατεύεται τις επιθυμίες του παλαιού ανθρώπου και προσπαθεί να εκδυθή, κατά το δυνατό, όλα τα συστήματα και τις ενέργειες του και να ενδυθή τον καινό άνθρωπο τον κατά Θεόν κτισθέντα (Εφεσ. 4,42). Τα δείγματα της παρουσίας του καινού ανθρώπου, είναι ακριβώς το πυρ αυτό το οποίο άναψε ο Ιησούς μας με την παρουσία Του εδώ, και όπως μας ερμήνευσε ο ίδιος, επιθυμούσε αυτή την ώρα πού το έλεγε, να το έβλεπε αναμμένο στην τετραπέρατο κτίσι και να πυρπολή όλων των ανθρώπων τις καρδιές. Δυστυχώς όμως η πλειονότης των ανθρώπων δεν έδειξε ενδιαφέρο.
Σε
μας όμως, εδόθη ο κλήρος αυτός. Και έτσι με όλες μας τις δυνάμεις θα
προσπαθούμε όσο υπάρχομε, να το ιδούμε και σε μας αναμμένο. Γιατί αν
αυτό ανάψη, όπως λέει ο Άγιος Ιγνάτιος, θα μας αναβίβαση προς τον
Πατέρα. Εφ᾽ όσο εκ μέρους του Θεού, εκ μέρους της Χάριτος, όλα ορθά
λειτουργούν και δεν υπάρχει λάθος, τότε εάν δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός,
το σφάλμα είναι ιδικό μας. Κάτι σε μας δεν πάει καλά και επομένως εδώ
πρέπει να συγκεντρωθή όλο μας το ενδιαφέρο, όλη μας η έννοια, όλη μας η
σπουδή, όλη μας η προσοχή. Γιατί να μην ανάβη το πυρ αυτό; Φαίνεται
υπάρχει μέσα μας υγρασία, δηλαδή φιλαυτία, φιληδονία, εγωισμός.
Συμβαίνει όπως με την αισθητή φωτιά. Δεν ανάβουν τα ξύλα όταν η
εμπρηστική ύλη είναι υγρή. Πρέπει να στέγνωση.
Και εμείς ακριβώς τώρα πρέπει να προσέξωμε, διότι κάποια υγρασία
υπάρχει και δεν ανάβει αυτή η πυρά. Διότι αν δεν αγαπήσωμε τον Θεό εξ
ολοκλήρου, όπως μας παρεδόθη από την Εκκλησία μας, εξ όλης ψυχής, εξ
όλης ισχύος, εξ όλης καρδίας, εξ όλης διανοίας και άρα και τον πλησίο
μας όπως και τον εαυτό μας, δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός είναι άστοχη η
προσπάθεια μας. Γι᾽ αυτό βλέπετε, ότι από μέρους της Χάριτος τα πάντα
είναι τέλεια. Ο Θεός με όλη την Θεοπρεπή του αγάπη και συμπάθεια,
αγκαλιάζει τον άνθρωπο και από μέρους Του δεν υπάρχει τίποτε ελλιπές.
Πρέπει όμως και από μέρους μας να συμβαίνει το ίδιο.
Παρούσης της φιλαυτίας, η οποία γεννά την περιεκτική φιληδονία του Εγώ, πού εκπροσωπεί τον παλαιό άνθρωπο, πού είναι τα πάθη και οι επιθυμίες, δεν ανάβει το Θείο πυρ. Όλη μας η σπουδή είναι να αποβάλωμε αυτές τις υγρασίες. Κάτω το εγώ, κάτω η φιλαυτία και η φιληδονία, πού είναι οι πόρτες πού εισήγαγαν την παρανομία και εδημιούργησαν την πτώσι και την φθορά. Κάτω τα αίτια του θανάτου και τα αίτια της φθοράς, για να ανάψη μέσα μας αυτό το πυρ.
Παρούσης της φιλαυτίας, η οποία γεννά την περιεκτική φιληδονία του Εγώ, πού εκπροσωπεί τον παλαιό άνθρωπο, πού είναι τα πάθη και οι επιθυμίες, δεν ανάβει το Θείο πυρ. Όλη μας η σπουδή είναι να αποβάλωμε αυτές τις υγρασίες. Κάτω το εγώ, κάτω η φιλαυτία και η φιληδονία, πού είναι οι πόρτες πού εισήγαγαν την παρανομία και εδημιούργησαν την πτώσι και την φθορά. Κάτω τα αίτια του θανάτου και τα αίτια της φθοράς, για να ανάψη μέσα μας αυτό το πυρ.
Κάθε
μέρα και κάθε νύκτα εξετάζετε τον εαυτό σας. Και όσο ζη μέσα αυτός ο
εγωισμός, να μην δειλιάτε, αλλά συνεχώς να τον αποξέετε με οποιονδήποτε
τρόπο μπορείτε, έως ότου, χάριτι Θεού, να τον κρημνίσωμε. Γιατί αν δεν
πέσουν αυτές οι ρευστότητες, δεν θα ιδούμε μέσα μας αυτό το πυρ και τότε
φυσικά σαν να αποδιώξαμε, δηλαδή δεν απεδέχθημεν την κλήσι του Θεού, αν
και Αυτός την έχει δώσει κατ᾽ επανάληψι. Αυτή είναι η σπουδή μας.
Πώς
είναι δυνατό να πιστέψωμε ότι αγαπάμε τον Θεό με όλες μας τις δυνάμεις,
εφ᾽ όσο δεν παραμερίζομε τις ιδιοτέλειες; Όταν υπάρχει ιδιοτέλεια, τότε
ο άνθρωπος ζη για το άτομο του και όχι για την αγάπη του Θεού και
προτιμά κάτι, πού αρέσει πρώτα εις αυτόν και μετά εκείνο πού αρέσει στον
Θεό. Οπόταν, εκείνος ο οποίος πηγαίνει με πλάγια μέσα προς Εμέ, θα πάω
και Εγώ με πλάγια μέσα προς αυτόν, λέει ο Θεός και μόνο τους δοξάζοντάς
με δοξάσω. Οι υπόλοιποι πού φαίνονται ότι με εξουθενούν, ατιμασθήσονται.
Όλη
μας λοιπόν η σπουδή να είναι εδώ κάθε τι πού είναι θέλημα του Θεού,
προηγείται. Εδώ δεν χωράει καμμιά συγκατάβασι. Αυτό ορκίσθημεν, αυτό
ετάξαμε από την αρχή. Εάν παρασυρθήκαμε, δεν είναι παράδοξο. Δεν είναι
εύκολο ο άνθρωπος με μια προαίρεσι να μεταφερθή στην απάθεια. Είναι
δύσκολο πράγμα. Βλέπετε μεγαλώσαμε μέσα στα συστήματα του παλαιού
ανθρώπου, και εσκληρύνθησαν μέσα μας οι παμπόνηρες έξεις και οι
συνήθειες. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό
είναι και η δύναμι της αμαρτίας, πού εμφωλεύει μέσα στα μέλη μας. Η τραγική αυτή ανταρσία, πού εφυτεύθη μεταπτωτικά μέσα στον άνθρωπο και του δημιουργεί συνεχή πάλη. Επομένως θα έχωμε το νου μας εις αυτούς τους τρόπους της ανταρσίας, του αντιστρατευομένου νόμου, πού βρίσκεται μέσα στα μέλη μας και μας πιέζει να μην πειθαρχήσωμε στον Θεό. Εδώ είναι όλη η τιτανομαχία, όλη μας η πάλη, η μάχη, όλη μας η προσοχή. Δεν θα παρασυρθούμε «ει και πάντα ημίν έξεστιν άλλ᾽ ουκ εξουσιασθησόμεθα υπό τίνος».
είναι και η δύναμι της αμαρτίας, πού εμφωλεύει μέσα στα μέλη μας. Η τραγική αυτή ανταρσία, πού εφυτεύθη μεταπτωτικά μέσα στον άνθρωπο και του δημιουργεί συνεχή πάλη. Επομένως θα έχωμε το νου μας εις αυτούς τους τρόπους της ανταρσίας, του αντιστρατευομένου νόμου, πού βρίσκεται μέσα στα μέλη μας και μας πιέζει να μην πειθαρχήσωμε στον Θεό. Εδώ είναι όλη η τιτανομαχία, όλη μας η πάλη, η μάχη, όλη μας η προσοχή. Δεν θα παρασυρθούμε «ει και πάντα ημίν έξεστιν άλλ᾽ ουκ εξουσιασθησόμεθα υπό τίνος».
Αυτό είναι το σύνθημα των Πατέρων μας, το οποίο κάθε μέρα αναγινώσκομε.
Θα συνεχίσωμε την πορεία μας αυτή με εστραμμένη την ελπίδα μας στον
Πανάγαθο Δεσπότη, ο οποίος όχι μόνο τώρα πρακτικά, πού τον βλέπομε, αλλά
και πριν ξυπνήσωμε να τον ιδούμε, εγνώριζε με την Θεοπρεπή Του
μεγαλωσύνη, ότι είμεθα ευτελείς και ουτιδανοί και όμως δεν μας
απεστράφη. Αυτός είναι ο θρίαμβος του καυχήματος μας και η μεγάλη μας
ελπίδα. Ότι, παρ᾽ όλο πού ήξερε ότι είμαστε τόσο ευτελείς και αδύνατοι,
δεν μας εβδελύχθη, αλλά μας έδωσε τον κλήρο της κλήσεως Του, όπως τον
έδωσε στους εκλεκτούς. Και αυτό μας γεννάει, εν μέρει, την μακαριά
ελπίδα ότι οπωσδήποτε θα πετύχωμε, εφ᾽ όσον Αυτός μένει μαζί μας και μας
δικαιώνει.
Βλέποντας
την μικρή μας πρόθεσι, Αυτός θα συνέχιση μέχρι τέλους και στο μέλλο θα
μας δοξάση, όπως υπόσχεται με την αγαθότητα Του.
* αυτό πού, βέβαια, προέρχεται από μαςή, δηλαδή τη θέληση, την προαίρεση μας
St. John Maximovitch-Stand Fast and Watch
Stand
fast on spiritual watch, because you don’t know
when the Lord will call you to Himself. In your earthly
life be ready at any moment to give Him an account.
Beware that the enemy does not catch you in his nets,
that he not deceive you causing you to fall into
temptation. Daily examine your conscience; try the
purity of your thoughts, your intentions.
There was a king who had a wicked son. Having no hope that
he would change for the better, the father condemned the
son to death. He gave him a month to prepare.
The month went by, and the father summoned the son. To his
surprise he saw that the young man was noticeably changed:
his face was thin and drawn, and his whole body looked as
if it had suffered.
“How is it that such a transformation has come over you, my son?” the father asked.
“My father and my lord,” replied the son, “how could I not change when each passing day brought me closer to death?”
“Good, my son,” remarked the king. “Since you have evidently come to your senses, I shall pardon you. However, you must maintain this vigilant disposition of soul for the rest of your life.”
“Father,” replied the son, “that’s impossible. How can I withstand the countless seductions and temptations?”
Then the king ordered that a vessel be brought, full of
oil, and he told his son:
“Take this vessel and carry it along all the streets of the city. Following you will be two soldiers with sharp swords. If you spill so much as a single drop they will cut off your head.”
The son obeyed. With light, careful steps, he walked along
all the streets, the soldiers accompanying him, and he did
not spill a drop.
When he returned to the castle, the father asked,
“My son, what did you see as you were walking through the city?”
“I saw nothing.”
“What do you mean, ‘nothing’?” said the king.
“Today is a holiday; you must have seen the booths with all kinds of trinkets, many carriages, people animals…”
“I didn’t notice any of that,” said the son. “All my attention was focussed on the oil in the vessel. I was afraid to spill a drop and thereby lose my life.”
“Quite right, my son,” said the king. “Keep this lesson in mind for the rest of you life. Be as vigilant over your soul as you were today over the oil in the vessel. Turn your thoughts away from what will soon pass away, and keep them focused on what is eternal. You will be followed not by armed soldiers but by death to which we are brought closer by every day. Be very careful to guard your soul from all ruinous temptations.”
The son obeyed his father, and lived happily.
Watch, stand fast in the faith, quit you like men, be strong. (I Cor. 16:13).
The Apostle gives Christians this important counsel to
bring their attention to the danger of this world, to
summon them to frequent examination of their hearts,
because without this one can easily bring to ruin the
purity and ardor of one’s faith and unnoticeably
cross over to the side of evil and faithlessness.
Just as a basic concern is to be careful of anything that
might be harmful to our physical health, so our spiritual
concern should watch out for anything that might harm our
spiritual life and the work of faith and salvation.
Therefore, carefully and attentively assess your inner
impulses: are they from God or from the spirit of evil?
Beware of temptations from this world and from worldly
people; beware of hidden inner temptations which come from
the spirit of indifference and carelessness in prayer,
from the waning of Christian love.
If we turn our attention to our mind, we notice a torrent
of successive thoughts and ideas. This torrent is
uninterrupted; it is racing everywhere and at all times:
at home, in church, at work, when we read, when we
converse. It is usually called thinking, writes Bishop
Theophan the Recluse, but in fact it is a disturbance of
the mind, a scattering, a lack of concentration and
attention. The same happens with the heart. Have you ever
observed the life of the heart? Try it even for a short
time and see what you find.
Something unpleasant happens, and you get irritated; some
misfortune occurs, and you pity yourself; you see someone
whom you dislike, and animosity wells up within you; you
meet one of your equals who has now outdistanced you on
the social scale, and you begin to envy him; you think of
your talents and capabilities, and you begin to grow
proud… All this is rottenness: vainglory, carnal
desire, gluttony, laziness, malice-one on top of the
other, they destroy the heart.
And all of this can pass through the heart in a matter of
minutes. For this reason one ascetic, who was extremely
attentive to himself, was quite right in saying that
“man’s heart is filled with poisonous
serpents. Only the hearts of saints are free from these
serpents, the passions.”
But such freedom is attained only through a long and
difficult process of self-knowledge, working on oneself
and being vigilant towards one’s inner life, i.e.,
the soul.
Be careful. Watch out for your soul! Turn your thoughts
away from what will soon pass away and turn them towards
what is eternal. Here you will find the happiness that
your soul seeks, that your heart thirsts for.
(Translated from Pravoslavnaya Rus) and taken
from
ORTHODOX AMERICA, Vol. XIV, No. 2-3,
September-October, 1993