Friday, 28 December 2012

Γέροντας Παίσιος-Να εύχεστε χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό..


 

Η αξία και η σημασία των ευχών


«'Οταν ευχεσθε σε κάποιον για την ονομαστική τον γιορτή (ή καί για οτιδήποτε άλλο, συμπληρώνου­με), να του λέτε: Σον ευχόμαστε χρόνια πολλά καί εόάρεστα στο Θεό».(Ίερομ. Χριστοδούλου, Ό Γέρων Παΐσιος, σελ. 237).
Ή αξία καί σημασία των ευχών.
 Κατά πρώτον, αξίζει να σημειώσουμε το πόσο σημαντι­κό είναι να ευχόμαστε καλά πράγματα για τους συνανθρώ­πους μας.'Αν ή κατάρα «πιάνει» πολλές φορές, πού σημαί­νει ότι το πονηρό περιεχόμενο της καρδίας μας μπορεί να επιδράσει αρνητικά στους άλλους, το ίδιο κι ακόμη περισ­σότερο μπορεί να επιδράσει ή ευχή μας καί ό καλός μας  λόγος. Καί τούτο γιατί το καλό, ως προερχόμενο από τον παντοδύναμο Θεό, είναι ισχυρότερο από το κακό καί ή θε-τική στάση μας απέναντι στους άλλους, όπως φανερώνεται από τίς ευχές μας, μπορεί να λειτουργήσει ως χάδι καί βάλ­σαμο στις ψυχές τους.
 Προϋπόθεση βεβαίως γι' αυτό είναι ότι οί ευχές μας αν­ταποκρίνονται στίς προθέσεις μας, δηλ. ευχόμαστε στους άλλους, γιατί πραγματικά καί αληθινά τους αγαπάμε ή τέ­λος πάντων τους συμπαθούμε. Διαφορετικά οι ευχές μας εί­ναι υποκριτικές, γεγονός πού εύκολα το επισημαίνει ό πλη­σίον μας πού τίς δέχεται.
  Χαρακτηριστικό παράδειγμα αρνητικής καί θετικής αν­τίδρασης σε κατάρα καί ευλογία αντίστοιχα είναι το γνω­στό περιστατικό, πού καταγράφεται στο Γεροντικό, από τη ζωή του οσίου Μακαρίου.Κάποτε, λέγει ή ιστορία, ό υπο­τακτικός του οσίου συνάντησε στο δρόμο του έναν ειδωλο­λάτρη ιερέα, τον όποιον απερίσκεπτα έβρισε, χαρακτηρί­ζοντας τον σατανά. Εκείνος τόσο θύμωσε από την άνεπάντεχη προσβολή, πού έσπασε το ραβδί του στίς πλάτες του καλόγερου, αφήνοντας τον μισοπεθαμένο. Σέ λίγο φάνηκε κι ό όσιος Μακάριος, ό όποιος συναντώντας τον ειδωλολά­τρη ιερέα έσπευσε να τον χαιρετίσει καί να του ευχηθεί. Ε­κείνος κοντοστάθηκε σαστισμένος καί ρώτησε: – Τι καλό είδες σε μένα, άββα, καί μου μιλάς έτσι; -Σέ βλέπω πού τρέ­χεις, του είπε ό όσιος, καί λυπάμαι πού δεν έχεις ακόμη κα­ταλάβει πώς μάταια κοπιάζεις.
 Κατανύχτηκε ή ψυχή του ειδωλολάτρη από τα γεμάτα αγάπη λόγια του οσίου καί γι' αυτό τον χαρακτήρισε άν­θρωπο του Θεού, εν αντιθέσει με τον άλλο κακόγερο, όπως του είπε, πού του κακομίλησε. Τελικά, το συναπάντημα αυ­τό ήταν ή αφορμή για τη μεταστροφή του ειδωλολάτρη στο Χριστιανισμό, άφού προηγουμένως ζήτησε καί τη συγγνώ­μη του οσίου για την κακομεταχείριση του μαθητή καί υπο­τακτικού του."Ωστε ό λόγος ό καλός, όπως καί οί ευχές πού ανταλ­λάσσουμε τίς ημέρες των μεγάλων εορτών, κάνει τον κακό καλό, ενώ ό κακός λόγος καί τον καλόν ακόμη τον ερεθί­ζει. Τα «χρόνια πολλά καί ή καλή χρονιά» λοιπόν έχουν ά-ξία και σημασία, έστω κι αν ίσως δεν το καταλαβαίνουμε ό­σο πρέπει.
2.  Ή χριστιανική κατανόηση των ευχών.
 Χρειάζεται όμως να προχωρήσουμε σ' αυτό πού επιση­μαίνει ό γέρων Παΐσιος: ή ευχή μας για χρόνια πολλά σε κάποιον να συμπληρώνεται καί με το «εύάρεστα στο Θεό». Γιατί άραγε έκανε την παρατήρηση αυτή ό άγιος Γέροντας; Μα ασφαλώς, γιατί ήξερε ότι το καλό τότε μόνον είναι πράγματι καλό, όταν σχετίζεται με το Θεό. Εκείνος είναι ή απόλυτη και μοναδική πηγή του, όπως το βεβαίωσε καί το άψευδές στόμα του Κυρίου: «Ουδείς αγαθός, ειμή εις, ό Θε­ός» (Ματθ. 19,18)!Χωρίς συσχέτιση του άγαθού καί κάλου με το Θεό, παίρνει αυτό τέτοιο περιεχόμενο, ανάλογο με το υλικό πού έχει κανείς στη ψυχή καί την καρδιά του. Κι ό­ταν λείπει ό Θεός από την ψυχή του ανθρώπου, τότε είναι γεμάτη αυτή από κακίες καί πάθη και δαιμονικές ενέργειες, άρα και το θεωρούμενο καλό από το συγκεκριμένο αυτό άν­θρωπο, σταματά να είναι καί γνησίως καί αληθινά καλό.
  'Ετσι ή ευχή «καλή χρονιά» πράγματι έχει νόημα καί είναι αληθινή, όταν κατανοείται ως εύάρεστη στο Θεό. Καί εύάρεστο στο Θεό γίνεται εκείνο πού τελεί εν υπακοή προς το θέλημα Του, άρα καλή θα είναι ή χρονιά για τον καθένα μας, όταν την κάθε στιγμή μας τη ζούμε έτσι, ώστε να τηρούμε το θέλημα Εκείνου. Ποιο είναι το θέλημα του Θεού, τώρα, με το όποιο πρέπει να γεμίζουμε το χρόνο μας; Ή πί­στη μας σ' Αυτόν καί ή αγάπη μας στον κάθε συνάνθρωπο μας. «Αυτή εστίν ή εντολή τον Θεού' ίνα πιστεύσωμεν τω ονόματι τον υιου Αυτού καί άγαπώμεν αλλήλους» (Α' Ίω.3,  23). 
 Στή διπλή αυτή εντολή συμπυκνώνεται κάθε επιμέ­ρους εντολή του Θεού, κι αυτό θα πει ότι, όταν ό Χριστια­νός εύχεται εκ καρδίας «Χρόνια πολλά καί καλή χρονιά»,είναι σαν να λέει: «Είθε να ζήσεις πολλά χρόνια, με εναπό­θεση της ζωής σου στα χέρια του Θεού, μακριά από άγχη,στενοχώριες, μελαγχολίες, καταθλίψεις, φοβίες, γιατί όλααυτά δείχνουν όλιγοπιστία ή απιστία στο Θεό. Καί παράλληλα να διαθέσεις τη ζωή σου στην εξυπηρέτηση του συν­ανθρώπου σου, γενόμενος αρωγός στην κάθε δύσκολη στιγ­μή του, κλαίγοντας στο κλάμα του καί χαίροντας στη χαρά του, γιατί αυτό θα πει αγάπη».
Με τα δεδομένα αυτά οί ευχές πού λέγονται στην αρχή της κάθε χρονιάς, αφενός αποκαλύπτουν την ποιότητα της χριστιανικής μας συνειδήσεως, αφετέρου μπορούν να γί­νουν το ερέθισμα για ένα δικό μας βαθύτερο προβληματι­σμό, πού θα πρέπει να μας οδηγεί σε μεγαλύτερη συναίσθη­ση του εαυτού μας, αλλά καί της θέσης καί του ρόλου μας μέσα στον κόσμο πού βρεθήκαμε. Κι ή θέση μας και ό ρό­λος μας δεν είναι να είμαστε ανεύθυνοι καί χωρίς σκοπό, μα πλήρως εξαρτημένοι από το Θεό, παραθέτοντας συνε­χώς «εαυτούς καί αλλήλους καί πασαν την ζωήν ημών Χριστω τω Θεώ». 3. Ό χρόνος δόθηκε προς μετάνοια.
 Τα παραπάνω είναι απόρροια της χριστιανικής θεωρή­σεως του χρόνου. Κατανοούμε το χρόνια πολλά ως εύάρεστα στο Θεό, γιατί ό χρόνος δεν είναι μια άσκοπη ροή γε­γονότων καί καταστάσεων. Μια τέτοια αντίληψη είναι καρ­πός απιστίας προς τον παντοδύναμο καί αιώνιο προσωπικό Θεό. Ό χρόνος, σύμφωνα με την πίστη μας, δόθηκε και δί­νεται ως δωρεά από το Θεό στον άνθρωπο, προκειμένου να τον αξιοποιεί αυτός για τη σωτηρία του. «Εξαγοραζόμενοι τον καιρόν - κατά τον απόστολο - ότι αί ήμέραι πονηραί εισί(Έφ. 5,16).Με άλλα λόγια ό Θεός επιτρέπει να ζούμε, να παρατεί­νεται δηλ. μέσα στο χρόνο ή ζωή μας, για να μετανοούμε: να μεταστρεφόμαστε προς ό,τι ζήτα το πανάγιο θέλημα Του «άποστυγουντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω άγαθώ» (Ρωμ. 12,9). Ό λόγος του Πνεύματος του Θεού δια στόμα­τος Ιωάννη του Θεολόγου είναι σαφής: «"Εδωκα χρόνον, ίνα μετανοήση» (Άποκ. 2,21). Κι ό απόστολος Παύλος ερ­μηνεύοντας τη μακροθυμία του Θεού προς τον άμαρτάνοντα άνθρωπο σημειώνει: «Το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν σε άγει» (Ρωμ. 2,4).Κατά συνέπεια, ζούμε για ν' αυ­ξάνουμε τη σχέση μας με το Χριστό. Κάθε άλλη επιλογή του ανθρώπου αποτελεί προσβολή του Θεού και βλασφημία προς το άγιο θέλημα Του.
4. Ή χαρά για τον καινούργιο χρόνο.
  'Ετσι ό μόνος πού μπορεί να χαίρεται για τον ερχομό κάθε φορά του νέου χρόνου, είναι ό πιστός Χριστιανός. Μόνον ό Χριστιανός μπορεί να βλέπει το χρόνο όχι ως πο­ρεία προς το θάνατο, άλλ' ως πορεία, όπως είπαμε, προς με­γαλύτερη σχέση με τον κατεξοχήν αγαπημένο του, το Χρι­στό.
  Και φτάνει μάλιστα ό καθόλα συνεπής πιστός, ό ά­γιος, να επιθυμεί για το λόγο αυτό καί τον ίδιο θάνατο.
Ό απόστολος Παύλος καί πάλι σημειώνει στους Φιλιππησίους: «'Εχω την έπιθυμίαν εις το άναλύσαι καί συν Χρι­στώ είναι» (1,23). 'Ηθελε να φύγει από τη ζωή αύτη, όχι γιατί μισούσε τον κόσμο καί τη ζωή, αλλά γιατί αγαπούσε περισσότερο την πηγή της ζωής, το Χριστό και τη Βασι­λεία Του. Κι ό άγιος Ιωάννης της Κλίμακος επισημαίνει; «Ό άγιος επιθυμεί κάθε ώρα το θάνατο». Για το Χριστιανό λοιπόν υπάρχουν λόγοι χαράς για τον ερχομό του νέου χρόνου: τον φέρνει πιο κοντά στον αρχηγό της πίστης Του!
 Είναι ακατανόητη όμως η χαρά του απίστου και εκτός της Εκκλησίας ανθρώπου για τον καινούργιο χρόνο. Γιατί γιορτάζει αυτός; Επειδή θα έλθει μια ώρα γρηγορότερα στο θάνατο; Διότι στην πραγματικότητα ό κάθε νέος χρό­νος είναι καί μια μείωση της επί γης ζωής του' μια ανάσα πιο κοντά στη φθορά. 'Ισως λοιπόν για το λόγο αυτό να ξε­νυχτάνε πολλοί γλεντώντας την παραμονή της Πρωτοχρο­νιάς; επειδή επιθυμούν να διασκεδάσουν τον υποσυνείδητο φόβο τους με τον επερχόμενο θάνατο.'Ετσι κι αλλιώς όμως! Για τους Χριστιανούς ό χρόνος έχει νόημα και σκοπό. Κι είμαστε ευτυχείς πού ό Θεός εν Χριστώ μας έχει δώσει τη χάρη να κατανοούμε την αλήθεια αυτή. Απομένει καί να την ενεργοποιούμε στη ζωή μας!

Πηγή:Προσκυνητής
 
 

Άγιος Λουκάς ο ιατρός-Επιστήμη και Θρησκεία

 
 Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κρημαίας
«Όταν εξετάζουμε τη σύγχρονη επιστήμη όπως αυτή δημιουργήθηκε από επιστήμονες σαν τον Λαμάρκ και τον Δαρβίνο, βλέπουμε την αντίθεση και θα έλεγα την απόλυτη ασυμφωνία που υπάρχει μεταξύ επιστήμης και θρησκείας σε θέματα που αφορούν τα βασικότερα προβλήματα της ύπαρξης και της γνώσης. Γι' αυτό, νους φωτισμένος και λογικός δεν μπορεί να δέχεται ταυτόχρονα και το ένα και το άλλο και πρέπει να επιλέξει μεταξύ θρησκείας και επιστήμης».
Τα λόγια αυτά τα έγραψε 65 χρόνια πριν ένας γνωστός Γερμανός ζωολόγος, θερμός οπαδός του Δαρβίνου, ο Γέκκελ στο βιβλίο του «Τα μυστικά του κόσμου» που γνώρισε μεγάλη επιτυχία και όπως φαινόταν απέδειξε ότι η πίστη είναι ένας παραλογισμός. Λέει, λοιπόν, ο Γέκκελ ότι κάθε άνθρωπος με φωτισμένη διάνοια πρέπει να διαλέξει μεταξύ επιστήμης και θρησκείας και να ακολουθήσει είτε το ένα είτε το άλλο. Και θεωρεί απαραίτητο να αρνηθούν αυτοί οι άνθρωποι την θρησκεία διότι ένας άνθρωπος λογικός δεν μπορεί να αρνηθεί την επιστήμη.
Πραγματικά αυτό είναι απαραίτητο; Όχι, καθόλου, διότι γνωρίζουμε ότι πολλοί και μεγάλοι επιστήμονες ήταν ταυτόχρονα και πολύ πιστοί άνθρωποι. Τέτοιος ήταν για παράδειγμα ο Πολωνός αστρονόμος Κοπέρνικος που έθεσε το θεμέλιο όλης της σύγχρονης αστρονομίας. Ο Κοπέρνικος δεν ήταν μόνο πιστός αλλά ήταν και κληρικός. Ένας άλλος μεγάλος επιστήμονας, ο Νεύτων, πάντα όταν έλεγε τη λέξη Θεός έβγαζε το καπέλο του. Ήταν πολύ πιστός άνθρωπος. Ένας μεγάλος βακτηριολόγος της εποχής μας και σχεδόν σύγχρονός μας, ο Παστέρ, που έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης βακτηριολογίας, όλα τα επιστημονικά του έργα άρχιζε με τη θερμή προσευχή στον Θεό. Πριν 10 χρόνια άφησε αυτή τη ζωή ένας μεγάλος επιστήμονας και συμπατριώτης μας, ο φυσιολόγος Παύλοβ, που ήταν δημιουργός της καινούριας φυσιολογίας του εγκεφάλου. Ήταν και αυτός πολύ πιστός άνθρωπος. Θα τολμούσε, λοιπόν, ο Γέκκελ να πει ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν φωτισμένη διάνοια επειδή πιστεύουν στον Θεό;
Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί και σήμερα υπάρχουν, και τους γνωρίζω προσωπικά, μερικοί επιστήμονες καθηγητές πανεπιστημίου που είναι πολύ πιστοί άνθρωποι; Γιατί την θρησκεία δεν την αρνούνται όλοι οι επιστήμονες αλλά μόνο ένα μέρος τους που έχουν τρόπο σκέψεως όμοιο μ' αυτόν που έχει ο Γέκκελ;
Γιατί αυτοί οι άνθρωποι πιστεύουν μόνο στην ύλη και αρνούνται τον πνευματικό κόσμο, δεν πιστεύουν στη μετά θάνατον ζωή, δεν δέχονται την αθανασία της ψυχής και βεβαίως δεν δέχονται την ανάσταση των νεκρών. Λένε ότι η επιστήμη τα καταφέρνει όλα, ότι δεν υπάρχει στην φύση μυστικό που η επιστήμη δεν μπορεί να ανακαλύψει. Εμείς τι μπορούμε να απαντήσουμε σ' αυτά;
Θα τους απαντήσουμε το εξής: Έχετε απόλυτο δίκαιο. Δεν μπορούμε να περιορίσουμε την ανθρώπινη διάνοια που ερευνά την φύση. Ξέρουμε ότι σήμερα η επιστήμη γνωρίζει μόνον ένα μέρος απ' αυτά που θα έπρεπε εμείς να ξέρουμε για την φύση. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι δυνατότητες της επιστήμης είναι μεγάλες. Σ' αυτό έχουν δίκαιο και δεν το αμφισβητούμε. Τι λοιπόν αμφισβητούμε εμείς; Γιατί δεν αρνούμαστε την θρησκεία όπως το κάνουν αυτοί και δεν την θεωρούμε αντίθετη προς την επιστημονική γνώση;
Μόνο γιατί με όλη την καρδιά μας πιστεύουμε πως υπάρχει ο πνευματικός κόσμος. Είμαστε σίγουροι πως εκτός από τον υλικό κόσμο υπάρχει άπειρος και ασύγκριτα υψηλότερος πνευματικός κόσμος. Πιστεύουμε στην ύπαρξη των πνευματικών όντων που έχουν διάνοια πολύ πιο υψηλή από ότι έχουμε εμείς οι άνθρωποι. Πιστεύουμε, με όλη την καρδιά μας, ότι πάνω απ' αυτό τον πνευματικό και τον υλικό κόσμο υπάρχει Μέγας και Παντοδύναμος Θεός.
Αυτό που εμείς αμφισβητούμε είναι το δικαίωμα της επιστήμης να ερευνά με τις μεθόδους της τον πνευματικό κόσμο. Διότι ο πνευματικός κόσμος δεν ερευνάται με τις μεθόδους που ερευνούμε τον υλικό κόσμο. Οι μέθοδοι αυτές είναι εντελώς ακατάλληλες για να ερευνούμε μ' αυτές τον πνευματικό κόσμο.
Από πού γνωρίζουμε ότι υπάρχει ο πνευματικός κόσμος; Ποιος μας είπε ότι υπάρχει; Αν μας το ρωτήσουν οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν στη θεία αποκάλυψη θα τους απαντήσουμε το εξής, «μας το είπε η καρδιά μας». Διότι υπάρχουν δύο τρόποι το να γνωρίσει κανείς κάτι, ο πρώτος είναι αυτός για τον οποίο μιλάει ο Γέκκελ και τον οποίο χρησιμοποιεί η επιστήμη για να γνωρίσει τον υλικό κόσμο. Υπάρχει όμως και ένας άλλος τρόπος που η επιστήμη δεν τον ξέρει και δεν θέλει να τον ξέρει. Είναι η γνώση μέσω καρδιάς. Η καρδιά μας δεν είναι μόνο το κεντρικό όργανο του κυκλοφοριακού συστήματος, είναι και όργανο με το οποίο γνωρίζουμε τον άλλο κόσμο και αποκτάμε την ανώτατη γνώση. Είναι το όργανο που μας δίνει την δυνατότητα να επικοινωνούμε με τον Θεό και τον άνω κόσμο. Σ' αυτό μόνο εμείς διαφωνούμε με την επιστήμη.
Εκτιμώντας τις μεγάλες επιτυχίες και τα κατορθώματα της επιστήμης, καθόλου δεν αμφισβητούμε την μεγάλη της σημασία και δεν περιορίζουμε την επιστημονική γνώση. Εμείς λέμε μόνο στους επιστήμονες, «δεν έχετε εσείς την δυνατότητα με τις μεθόδους σας να ερευνάτε τον πνευματικό κόσμο, εμείς όμως μπορούμε να το κάνουμε με την καρδιά μας».
Υπάρχουν πολλά ανεξήγητα φαινόμενα τα οποία όμως είναι αληθινά (όπως είναι αληθινό κάποιο φυσικό φαινόμενο) και που αφορούν τον πνευματικό κόσμο. Υπάρχουν λοιπόν φαινόμενα, τα οποία η επιστήμη ποτέ δεν θα μπορέσει να τα εξηγήσει γιατί δεν χρησιμοποιεί τις κατάλληλες μεθόδους.
Ας μας εξηγήσει η επιστήμη πως εμφανίστηκαν οι προφητείες για την έλευση του Μεσσία, οι οποίες όλες πραγματοποιήθηκαν. Μπορεί να μας πει πως ο μεγάλος προφήτης Ησαΐας, 700 χρόνια πριν την γέννηση του Χριστού προείπε τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής Του, και γι΄ αυτό ονομάστηκε ευαγγελιστής της Παλαιάς Διαθήκης; Να μας εξηγήσει την διορατική χάρη που έχουν οι άγιοι και να μας πει με ποιες φυσικές μεθόδους απέκτησαν οι άγιοι αυτή την χάρη και πως μπορούσαν μόλις έβλεπαν έναν άνθρωπο άγνωστο, αμέσως να καταλαβαίνουν την καρδιά του και να διαβάζουν τις σκέψεις του; Έβλεπαν τον άνθρωπο πρώτη φορά και τον καλούσαν με το όνομά του. Χωρίς να περιμένουν από τον επισκέπτη ερώτηση έδιναν απάντηση σ' αυτά που τον προβλημάτιζαν.
Αν μπορούν ας μας το εξηγήσουν αυτό. Ας εξηγήσουν με ποιόν τρόπο προέλεγαν οι άγιοι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα τα οποία με τον καιρό πραγματοποιούνταν ακριβώς όπως τα είχαν προφητέψει. Να μας εξηγήσουν τις επισκέψεις από τον άλλο κόσμο και τις εμφανίσεις των νεκρών στους ζωντανούς.
Δεν θα μας το εξηγήσουν ποτέ γιατί βρίσκονται μακριά απ' αυτό που είναι η βάση της θρησκείας - από την πίστη. Αν διαβάσετε τα βιβλία εκείνων από τους επιστήμονες που επιχειρούν να ανασκευάσουν τη θρησκεία θα δείτε πόσο επιφανειακά αυτοί βλέπουν τα πράγματα. Δεν καταλαβαίνουν την ουσία της θρησκείας και όμως την κρίνουν. Η κριτική τους δεν αγγίζει την ουσία της πίστεως, την οποία αδυνατούν να καταλάβουν αλλά τους τύπους, τις εκδηλώσεις δηλαδή του θρησκευτικού συναισθήματος. Την ουσία της θρησκείας και της πίστεως δεν την καταλαβαίνουν. Γιατί όμως; Γιατί ο Κύριος Ιησούς Χριστός λέει, «Ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν» (Ιω. 6, 44).
Πρέπει λοιπόν να μας ελκύσει ο επουράνιος Πατέρας, πρέπει η χάρη του Αγίου Πνεύματος να φωτίσει την καρδιά και το νου μας. Να κατοικήσει στην καρδιά και το νου μας, μέσω αυτής της φώτισης, το Άγιο Πνεύμα και πρέπει αυτός που αξιώθηκε να λάβει αυτό το δώρο να αποκτήσει την αγάπη του Χριστού τηρώντας τις εντολές του. Μόνο αυτοί που απέκτησαν το Άγιο Πνεύμα, αυτοί που στην καρδιά τους κατοικεί ο Χριστός μαζί με τον Πατέρα του, γνωρίζουν την ουσία της πίστεως. Οι άλλοι, οι έξω άνθρωποι, δεν την καταλαβαίνουν καθόλου.
Ας ακούσουμε την κριτική κατά του Γέκκελ ενός Γάλλου φιλοσόφου του Μπούτρου. Λέει λοιπόν το εξής ο Μπούτρου, «Η κριτική του Γέκκελ πιο πολύ αφορά τους τύπους παρά την ουσία και τους τύπους τους βλέπει από μια ματιά τόσο υλιστική και τόσο στενή που δεν μπορούν να τους παραδεχτούν ούτε οι άνθρωποι που θρησκεύουν. Έτσι η κριτική της θρησκείας από τον Γέκκελ δεν αναφέρεται ούτε σε μία από τις αρχές που πρεσβεύει η θρησκεία»,
Αυτή λοιπόν είναι η γνώμη μας σχετικά με το βιβλίο του Γέκκελ «Τα μυστικά του κόσμου», το οποίο και μέχρι σήμερα θεωρείται «ευαγγέλιο» για όλους αυτούς που ασκούν κριτική κατά της θρησκείας, που την αρνούνται και την βρίσκουν αντίθετη προς την επιστήμη. Βλέπετε πόσο φτωχά και ανούσια είναι τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν; Μην σκανδαλίζεστε όταν ακούτε αυτά που λένε κατά της θρησκείας, αφού αυτοί που τα λένε δεν καταλαβαίνουν την ουσία της. Εσείς οι απλοί άνθρωποι που δεν έχετε πολλή σχέση με την επιστήμη και δεν γνωρίζετε πολλά από την φιλοσοφία να θυμάστε πάντα την βασικότερη αρχή, την οποία πολύ καλά την γνώριζαν οι πρώτοι χριστιανοί. Αυτοί θεωρούσαν δυστυχισμένο τον άνθρωπο που γνωρίζει όλες τις επιστήμες, δεν γνωρίζει όμως τον Θεό. Και αντίθετα θεωρούσαν μακάριο αυτόν που γνωρίζει τον Θεό, έστω και να μην γνώριζε απολύτως τίποτα από τα ανθρώπινα.
Να φυλάγετε αυτή την αλήθεια σαν το μεγαλύτερο θησαυρό της καρδιάς σας, προχωράτε ευθεία και μην κοιτάζετε δεξιά και αριστερά. Ας μην μας κάνουν, αυτά που ακούμε κατά της θρησκείας, να χάνουμε τον προσανατολισμό μας. Να κρατάμε την πίστη μας που είναι αλήθεια αιώνια και αναμφισβήτητη. Αμήν.

Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας
Λόγοι και Ομιλίες
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη "  Θεσσαλονίκη

Saint Gregory of Nyssa-On The Faith


God commands us by His prophet not to esteem any new God to be God, and not to worship any strange God . Now it is clear that that is called new which is not from everlasting, and on the contrary, that is called everlasting which is not new. He, then, who does not believe that the Only-begotten God is from everlasting of the Father does not deny that He is new, for that which is not everlasting is confessedly new; and that which is new is not God, according to the saying of Scripture, "there shall not be in thee any new God ." Therefore he who says that the Son "once was not ," denies His Godhead. Again, He Who says "thou shalt never worship a strange God " forbids us to worship another God; and the strange God is so called in contradistinction to our own God. Who, then, is our own God? Clearly, the true God. And who is the strange God? Surely, he who is alien from the nature of the true God. If, therefore, our own God is the true God, and if, as the heretics say, the Only-begotten God is not of the nature of the true God, He is a strange God, and not our God. But the Gospel says, the sheep "will not follow a stranger ." He that says He is created will make Him alien from the nature of the true God. What then will they do, who say that He is created? Do they worship that same created being as God , or do they not? For if they do not worship Him, they follow the Jews in denying the worship of Christ: and if they do worship Him, they are idolaters, for they worship one alien from the true God. But surely it is equally impious not to worship the Son, and to worship the strange God. We must then say that the Son is the true Son of the true Father, that we may both worship Him, and avoid condemnation as worshipping a strange God. But to those who quote from the Proverbs the passage, "the Lord created me ," and think that they hereby produce a strong argument that the Creator and Maker of all things was created, we must answer that the Only-begotten God was made for us many things. For He was the Word, and was made flesh; and He was God, and was made man; and He was without body, and was made a body; and besides, He was made "sin," and "a curse," and "a stone," and "an axe," and "bread," and "a lamb," and "a way," and "a door," and "a rock," and many such things; not being by nature any of these, but being made these things for our sakes, by way of dispensation. As, therefore, being the Word, He was for our sakes made flesh, and as, being God, He was made man, so also, being the Creator, He was made for our sakes a creature; for the flesh is created. As, then, He said by the prophet, "Thus saith the Lord, He that formed me from the womb to be His servant ;" so He said also by Solomon, "The Lord created me as the beginning of His ways, for His works ." For all creation, as the Apostle says, is in servitude . Therefore both He Who was formed in the Virgin's womb, according to the word of the prophet, is the servant, and not the Lord (that is to say, the man according to the flesh, in whom God was manifested), and also, in the other passage, He Who was created as the beginning of His ways is not God, but the man in whom God was manifested to us for the renewing again of the ruined way of man's salvation. So that, since we recognize two things in Christ, one Divine, the other human (the Divine by nature, but the human in the Incarnation), we accordingly claim for the Godhead that which is eternal, and that which is created we ascribe to His human nature. For as, according to the prophet, He was formed in the womb as a servant, so also, according to Solomon, He was manifested in the flesh by means of this servile creation. But when they say, "if He was, He was not begotten, and if He was begotten He was not," let them learn that it is not fitting to ascribe to His Divine nature the attributes which belong to His fleshly origin . For bodies which do not exist, are generated, and God makes those things to be which are not, but does not Himself come into being from that which is not. And for this reason also Paul calls Him "the brightness of glory ," that we may learn that as the light from the lamp is of the nature of that which sheds the brightness, and is united with it (for as soon as the lamp appears the light that comes from it shines out simultaneously), so in this place the Apostle would have us consider both that the Son is of the Father, and that the Father is never without the Son; for it is impossible that glory should be without radiance, as it is impossible that the lamp should be without brightness. But it is clear that as His being brightness is a testimony to His being in relation with the glory (for if the glory did not exist, the brightness shed from it would not exist), so, to say that the brightness "once was not " is a declaration that the glory also was not, when the brightness was not; for it is impossible that the glory should be without the brightness. As therefore it is not possible to say in the case of the brightness, "If it was, it did not come into being, and if it came into being it was not," so it is in vain to say this of the Son, seeing that the Son is the brightness. Let those also who speak of "less" and "greater," in the case of the Father and the Son, learn from Paul not to measure things immeasurable. For the Apostle says that the Son is the express image of the Person of the Father . It is clear then that however great the Person of the Father is, so great also is the express image of that Person; for it is not possible that the express image should be less than the Person contemplated in it. And this the great John also teaches when he says, "In the beginning was the Word, and the Word was with God ." For in saying that he was "in the beginning" and not "after the beginning," he showed that the beginning was never without the Word; and in declaring that "the Word was with God," he signified the absence of defect in the Son in relation to the Father; for the Word is contemplated as a whole together with the whole being of God. For if the Word were deficient in His own greatness so as not to be capable of relation with the whole being of God, we are compelled to suppose that that part of God which extends beyond the Word is without the Word. But in fact the whole magnitude of the Word is contemplated together with the whole magnitude of God: and consequently in statements concerning the Divine nature, it is not admissible to speak of "greater" and "less."
As for those who say that the begotten is in its nature unlike the unbegotten, let them learn from the example of Adam and Abel not to talk nonsense. For Adam himself was not begotten according to the natural generation of men; but Abel was begotten of Adam. Now, surely, he who was never begotten is called unbegotten, and he who came into being by generation is called begotten ; yet the fact that he was not begotten did not hinder Adam from being a man, nor did the generation of Abel make him at all different from man's nature, but both the one and the other were men, although the one existed by being begotten, and the other without generation. So in the case of our statements as to the Divine nature, the fact of not being begotten, and that of being begotten, produce no diversity of nature, but, just as in the case of Adam and Abel the manhood is one, so is the Godhead one in the case of the Father and the Son.
Now touching the Holy Spirit also the blasphemers make the same statement as they do concerning the Lord, saying that He too is created. But the Church believes, as concerning the Son, so equally concerning the Holy Spirit, that He is uncreated, and that the whole creation becomes good by participation in the good which is above it, while the Holy Spirit needs not any to make Him good (seeing that He is good by virtue of His nature, as the Scripture testifies) ; that the creation is guided by the Spirit, while the Spirit gives guidance; that the creation is governed, while the Spirit governs; that the creation is comforted, while the Spirit comforts; that the creation is in bondage, while the Spirit gives freedom; that the creation is made wise, while the Spirit gives the grace of wisdom; that the creation partakes of the gifts, while the Spirit bestows them at His pleasure: "For all these worketh that one and the self-same Spirit, dividing to every man severally as He will ." And one may find multitudes of other proofs from the Scriptures that all the supreme and Divine attributes which are applied by the Scriptures to the Father and the Son are also to be contemplated in the Holy Spirit:-immortality, blessedness, goodness, wisdom, power, justice, holiness- every excellent attribute is predicated of the Holy Spirit just as it is predicated of the Father and of the Son, with the exception of those by which the Persons are clearly and distinctly divided from each other; I mean, that the Holy Spirit is not called the Father, or the Son; but all other names by which the Father and the Son are named are applied by Scripture to the Holy Spirit also. By this, then, we apprehend that the Holy Spirit is above creation. Thus, where the Father and the Son are understood to be, there the Holy Spirit also is understood to be; for the Father and the Son are above creation, and this attribute the drift of our argument claims for the Holy Spirit. So it follows, that one who places the Holy Spirit above the creation has received the right and sound doctrine: for he will confess that uncreated nature which we behold in the Father and the Son and the Holy Spirit to be one.
But since they bring forward as a proof,according to their ideas, of the created nature of the Holy Spirit, that utterance of the prophet, which says, "He that stablisheth the thunder and createth the spirit, and declareth unto man His Christs, ," we must consider this, that the prophet speaks of the creation of another Spirit, in the stablishing of the thunder, and not of the Holy Spirit. For the name of "thunder" is given in mystical language to the Gospel. Those, then, in whom arises firm and unshaken faith in the Gospel, pass from being flesh to become spirit, as the Lord says, "That which is born of the flesh is flesh, and that which is born of the Spirit is spirit ." It is God, then, Who by stablishing the voice of the Gospel makes the believer spirit: and he who is born of the Spirit and made spirit by such thunder, "declares" Christ; as the Apostle says, "No man can say that Jesus Christ is Lord but by the Holy Spirit ."