Sunday, 23 December 2012

Ο χάλκινος όφις και η Γέννηση του Χριστού. (Αγ. Λουκά, Αρχιεπ. Κριμαίας)


Πολλά, πάρα πολλά χρόνια περιπλανιόταν ο λαός του Ισραήλ στην έρημο μετά την έξοδό του από την γη της Αιγύπτου με επί κεφαλής τον θεόπτη προφήτη Μωυσή.
Κύριος ο Θεός έτρεφε τον λαό Του με το θεόσταλτο μάννα. Ήταν δύσκολος ο δρόμος αυτός μέσα στην έρημο. Με πολύ δυσκολία έβρισκαν νερό να πιούν. Και άρχισε ο λαός του Ισραήλ να γογγύζει στον Θεό και τον Μωυσή, γιατί τους ξεσήκωσε από την Αίγυπτο. Και άναψε η οργή του Θεού εναντίον του λαού του Ισραήλ εξ αιτίας του γογγυσμού τους και τους τιμώρησε σκληρά.
Με διαταγή Του ήλθε ένα μεγάλο πλήθος δηλητηριωδών φιδιών, τα οποία τους δάγκωναν με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να πεθαίνουν. Να το θυμόμαστε και εμείς αυτό, πόσο φοβερό και ολέθριο πράγμα είναι να γογγύζει κανείς στον Θεό.
Ο λαός, τρομοκρατημένος από τα φίδια, ικέτευε τον Μωυσή να προσευχηθεί στον Θεό να απαλλαγεί από την σκληρή αυτή τιμωρία. Ο Κύριος τους σπλαχνίστηκε και διέταξε τον Μωυσή να φτιάξει ένα μεγάλο χάλκινο φίδι και να το βάλει σ’ ένα κοντάρι που έμοιαζε με σταυρό, «Όποιος δαγκώνεται από κάποιο φίδι και κοιτάξει με ελπίδα αυτό το χάλκινο όφι δεν θα πεθάνει αλλά θα ζήσει», είπε ο Κύριος.
Ο Μωυσής κατασκεύασε από χαλκό ένα μεγάλο φίδι και το έβαλε πάνω σ’ ένα κοντάρι όμοιο με σταυρό. Αυτό αποτελούσε μία ολοκάθαρη προτύπωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο οποίος σώζει από το θάνατο της αμαρτίας όλους αυτούς, που με βαθειά πίστη στρέφονται σ’ Αυτόν και με δάκρυα προσκυνούν το σταυρό Του, με τον οποίο έσωσε τον κόσμο στον φοβερό Γολγοθά. Αυτός βάσταξε το υπερβολικά μεγάλο βάρος των αμαρτιών όλου του κόσμου επάνω στο σταυρό.
Σκεφθείτε ποιός, όχι μόνο από τους θνητούς ανθρώπους αλλά ακόμα και από τις επουράνιες ασώματες αγγελικές δυνάμεις, θα μπορούσε να βαστάξει τις αμαρτίες όλου του κόσμου και να μην ισοπεδωθεί από αυτές. Ποιός; παρά μόνος Εκείνος, τον οποίο ακαταπαύστως υμνούν όλες οι επουράνιες δυνάμεις, κράζοντας σ’ Αυτόν: Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος! Ποιός παρά μόνο εκείνος, τον οποίο στον πανηγυρικό εκείνο ύμνο «Μεθ’ ημών ο Θεός, γνώτε έθνη και ηττάσθε, ότι μεθ’ ημών ο Θεός», ονομάζει η Εκκλησία «Θεό ισχυρό, εξουσιαστή, άρχοντα ειρήνης». Ο όφις, τον οποίο έφτιαξε ο Μωυσής και έβαλε σε ξύλο όμοιο με σταυρό, κατασκευάστηκε από χαλκό, επειδή τα παλαιά εκείνα χρόνια ο χαλκός εθεωρείτο ο ισχυρότερος από όλα τα μέταλλα. Μήπως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο χάλκινος όφις υπήρξε η προτύπωση του κρεμασμένου επάνω στο σταυρό Σωτήρα του κόσμου;
Δεν ήταν μόνο μία η φορά που ο Θεός τιμώρησε τον λαό του Ισραήλ εξαιτίας του γογγυσμού. Και άλλες δύο φορές κατά την διάρκεια των σαράντα ετών, κατά την οποία ο λαός περιπλανιόταν στην έρημο, ξέσπασε ο Θεός οργισμένος εναντίον του σκληροτράχηλου και χοντροκέφαλου λαού. Ήταν τόσο μεγάλη η οργή του Θεού, ώστε ήθελε να εξολοθρέψει τελείως όλον αυτόν τον λαό και να δημιουργήσει από τον Μωυσή ένα άλλο πιστό λαό. Μόνο μετά τις ικεσίες του μεγάλου Μωυσή δεν πραγματοποίησε ο Θεός το σχέδιο Του.
Πρώτη φορά αυτό έγινε στο Όρος Σινά, όπου ο Μωυσής έλαβε από τον Θεό το θεόγραφο νόμο. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες βρισκόταν ο Μωυ­σής πάνω στο όρος. Ο λαός έχασε την υπομονή του και είπε στον Ααρών, τον αδελφό του Μωυσή, να κατασκευάσει ένα χρυσό μοσχάρι. Αυτό το μοσχάρι το ονόμασαν θεό, ο οποίος τους έβγαλε από την Αίγυπτο και τον αληθινό Θεό τον αρνήθηκαν.
Δεύτερη φορά αιτία της οργής του Θεού ήταν η ανταρσία των Κορέ, Δαθάν και Αβιρών και της ομάδας τους, που επαναστάτησαν εναντίον του προφήτη Μωυσή και του αδελφού του Ααρών. Αυτή η ανταρσία ήταν ανταρσία εναντίον του ίδιου του Θεού, ο οποίος επέλεξε τον Μωυσή να εκτελέσει το θέλημά Του στο λαό του Ισραήλ. Αυτό το αμάρτημα είχε σχεδόν ίδιο βάρος με την προσκύνηση του χρυσού μόσχου στο όρος Σινά, επειδή δεν υπάρχει αμαρτία μεγαλύτερη από την εξέγερση εναντίον του Θεού και των εντολών Του.
Αν ο Μέγας Θεός διά των πρεσβειών του προφήτη Μωυσή τρεις φορές λυπήθηκε τον σκληροτράχηλο και χοντροκέφαλο λαό του Ισραήλ, αυτό δεν σημαίνει ότι οι πρεσβείες των μεγάλων αγίων ενώπιον του Θεού μπορούν να μεταβάλλουν τα σχέδια και τις αποφάσεις Του. Αυτά είναι δυνατόν να αλλάζουν. Όμως ας μην τολμήσει κανένα τολμηρό και βλάσφημο στόμα να πει, ότι το θείο θέλημα είναι ασταθές.
Ο Θεός μας είναι η ζωντανή αγάπη, όπως μας το αποκάλυψε ο μέγας απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος στην πρώτη καθολική επιστολή του. Όμως Αυτός είναι και ο Ήλιος της Δικαιοσύνης. Και αυτό, που στους αναιδείς ανθρώπους μπορεί να φανεί αστάθεια της θείας βουλήσεως, στην πραγματικότητα είναι, είτε ταυτόχρονη, είτε διαδοχική φανέρωση των δύο αυτών μεγάλων γνωρισμάτων του Θεού, της απέραντης αγάπης του και της ακριβούς δικαιοσύνης Του. Και το καλύτερο παράδειγμα γι’ αυτήν την περίπτωση είναι η διήγηση για το χάλκινο φίδι.
Ο σκληροτράχηλος λαός, ο οποίος γόγγυσε ενώπιων του Θεού, τιμωρήθηκε σκληρά με τα φίδια, όπως το απαιτούσε η δικαιοσύνη του Θεού. Αμέσως όμως τον κάλυψε το τεράστιο κύμα της ασύλληπτης αγάπης Του, επειδή το χάλκινο φίδι αποτελούσε προτύπωση του ασύγκριτα μεγάλου γεγονότος, της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους από την εξουσία του διαβόλου και από τον αιώνιο θάνατο της αμαρτίας και της ανομίας, διά του Υιού του Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Ας αφήσουμε τώρα τον σκληροτράχηλο λαό του Ισραήλ σ’ αυτό τον φοβερό αλλά ταυτόχρονα και μακάριο τόπο, όπου υψώθηκε ο χάλκινος όφις. Για πολλά ακόμα χρόνια θα περιπλανάται αυτός ο λαός στην έρημο της Αραβίας. Ας τον αφήσουμε για άλλα χίλια χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ο λαός αυτός, αν και έφτασε στη Γη της Επαγγελίας, δεν έπαψε να παροργίζει τον Θεό, εγκαταλείποντάς Τον και λατρεύοντας θεούς των εθνών, τον Βάαλ και τήν Αστάρτη. Ας τον αφήσουμε και μέχρι την Βαβυλώνια αιχμαλωσία, και από την σκοτεινή ιστορία αυτού του απίστου λαού, ας πάμε στη γεμάτη χάρη νέα εποχή, αρχή της οποίας υπήρξε το μεγάλο γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού, το οποίο εορτάζουμε σήμερα.
Δεν λησμόνησε ο Θεός, ο οποίος ποτέ δεν ανακαλεί το λόγο Του, το χάλκινο φίδι, το οποίο ύψωσε μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και το οποίο αποτελούσε την προτύπωση της σωτηρίας της ανθρωπότητας από τον αιώνιο θάνατο διά της αμαρτίας.
Ας πάρουμε, αδελφοί μου, μία βαθιά ανάσα, διαβάζοντας στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο τα λόγια του ίδιου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού:     «Και καθώς Μωυσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον. Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον. Ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Ιω. 3, 14-17).
Μετά απ’ αυτή τη μεγάλη επαγγελία ας στρέψουμε το βλέμμα μας σ’ ένα άλλο σημείο, στην πρώτη καθολική επιστολή του αποστόλου Ιωάννου, όπου διαβάζουμε τον χαρμόσυνο ευαγγελικό λόγο του:
«Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού. Εν τού­τω εστίν η αγάπη, ουχ ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών» (Α’ Ιω. 4, 9-10).
Γι’ αυτή την μεγάλη και λαμπρότατη γιορτή των Χριστουγέννων προετοιμαστήκαμε με νηστεία σαράντα ημερών, κατά τη διάρκεια της οποίας ακούσαμε πολλές φορές τους ευλογημένους και χαρμόσυνους ειρμούς του κανόνα των Χριστουγέννων. Ας σταθούμε λίγο στον πρώτο και ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το νόημά του:
«Χριστός γεννάται, δοξάσατε· Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε».
Γεννιέται ο Θεάνθρωπος Χριστός και κατεβαίνει στη γη, δοξαζόμενος από τους αγγέλους. Είναι έτοιμος να πατήσει στη γη… Ας τρέξουμε να Τον συναντήσουμε.
«Χριστός επί γης, υψώθητε».
Τώρα το θείο βρέφος βρίσκεται ήδη στη φάτνη σ’ ένα σπήλαιο της Βηθλεέμ. Με μεγάλη χαρά και αγαλλίαση ας υψωθούμε με το πνεύμα και τον νου μας στους ουρανούς.
«Άσατε τω Κυρίω, πάσα η γη, και εν ευφροσύ­νη ανυμνήσατε, λαοί, ότι δεδόξασται».
Πιστεύουμε ότι τη χαρά της Γεννήσεως του Χριστού με ένα τρόπο ακατανόητο για μας, την αισθάνεται και όλη η κτήση. Μαζί με τους βοσκούς και τους μάγους ας προσκυνήσουμε και εμείς το θείο βρέφος και ας Του προσφέρουμε ως δώρο τις γεμάτες πίστη και σεβασμό καρδιές μας. Με τα ίδια μας τα χέρια ας Του προσφέρουμε μετά φόβου και αγάπης τις καρδιές μας για να μας δοξάσει και Αυτός στη ζωή την αιώνια, της οποίας δεν θα υπάρχει τέλος. Αμήν.

(Αγ. Λουκά, Αρχιεπ. Κριμαίας, «Λόγοι και ομιλίες», τ. Γ΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σ. 46-52)

Κυριακὴ Πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως..


Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ ἀποτελεῖ τὴν προετοιμασία, τὸ προοίμιο τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ἔρχεται στὸν κόσμο, γιὰ νὰ γεννηθῇ ἀπὸ τὴν Θεοτόκο καὶ νὰ σώσῃ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Λαμβάνει σάρκα καὶ ὀστᾶ ὀ Ἄσαρκος Λόγος καὶ ἀναδημιουργεῖ τὸν κόσμο ποὺ ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὶς καταστροφικὲς δυνάμεις τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ μίσους. Ἀλλά, γιὰ νὰ κάνῃ κάποιος λόγο γιὰ τὴν σημασία τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, χρειάζεται νὰ ἀναφερθῇ στὴν προϊστορία τοῦ πράγματος. Γιὰ νὰ μιλήσῃ δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀναδημιουργία, πρέπει νὰ μιλήσῃ πρωτίστως γιὰ τὴν δημιουργία καὶ γιὰ ὅσα σχετίζονται μὲ αὐτήν.
Ὡς γνωστὸν ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ. Τὸ κατ’ εἰκόνα ἀναφέρεται στὴν πρώτη δωρεά, στὸ αὐτεξούσιο, στὴν ἐλευθερία δηλαδὴ καὶ στὸ λογικὸ τοῦ ἀνθρώπου. Λόγῳ τῆς κακῆς χρήσης τοῦ λογικοῦ ἐκ τῆς παρακοῆς χάθηκε ἡ ἐλευθερία του, ἐνῷ ὐποδουλώθηκε στὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Κι ἔτσι ἀμαυρώθηκε, λερώθηκε, τὸ κατ’ εἰκόνα. Τὸ καθ’ ὁμοίωσιν ἀναφέρεται σὲ μία δεύτερη δωρεά, ὄχι σὲ αὐτὸ ποὺ ἤδη ἔχει, ἀλλὰ σὲ αὐτὸ ποῦ καλεῖται νὰ γίνῃ, δηλαδὴ ὅμοιος μὲ τὸν Θεό. Ἐκεῖνος ἀπὸ εὐγένεια, φιλοτιμία καὶ διακριτικότητα, ἔδωσε κάτι, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νὰ ἀξιοποιήσῃ. Δὲν τοῦ ἔδωσε ὅμως ἐξαρχῆς τὸ καθ’ ὁμοίωσιν, γιὰ νὰ μὴν τοῦ παραβιάσῃ τὴν ἐλευθερία. Τὸν ἄφησε ἐλεύθερο νὰ ἀποφασίσῃ, ἐὰν καὶ κατὰ πόσον ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸ κατακτήσῃ. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος θέλησε νὰ γίνῃ ὅμοιος μὲ τὸν Θεὸ χωρὶς τὴν βοήθειά Του. Ἔφαγε ἀπὸ τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, γιατὶ νόμιζε πὼς θὰ αὐτονομεῖτο ἀπὸ Ἐκεῖνον. Εἶχε τὴν λανθασμένη ἐντύπωση πὼς θὰ ζοῦσε, χωρὶς νὰ χρειάζεται νὰ τρέφεται ἀπὸ τὸν τροφοδότη τῶν ἀγαθῶν καὶ χορηγὸ τῆς ζωῆς. Τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ζωή του καὶ ἡ ἀπομάκρυνσή του αὐτὴ τὸν ὁδήγησε στὴν ταλαιπωρία, στὴν ὀδυνηρὴ κατάσταση, ἀπὸ τὴν ὁποία πλέον δὲν μποροῦσε νὰ ξεφύγῃ. Ἀμαυρώθηκε τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ κατὰ συνέπειαν τὸ καθ’ ὁμοίωσιν ἦταν ἀνέφικτο.
Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν δυνατότητα νὰ γίνῃ ὅμοιος μὲ τὸν Θεό, ἀναλαμβάνει ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ ὅμοιος μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου εἶναι τὸ φοβερό, τὸ φρικτὸ καὶ συγκλονιστικὸ γεγονὸς ποὺ ἄλλαξε τὴ ῥοὴ τῆς ἱστορίας, τὸ γεγονὸς ποὺ ὁ νοῦς μας ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβῃ καὶ ἡ γλώσσα νὰ ἐξυμνήσῃ. Μπροστὰ στὸ μυστήριο αὐτὸ τὸ σύμπαν παραμένει ἐκστατικό. Ποιός μπορεῖ νὰ μὴν θαυμάσῃ τὴν ταπείνωση τοῦ ὑψηλοῦ Θεοῦ, ποὺ καταδέχεται νὰ γεννηθῆ σὲ μία φάτνη; Ὁ ἀπαθὴς Κύριος τοῦ παντὸς γίνεται Πάσχων Δοῦλος ὑπὲρ πάντων. Αὐτὸς ποὺ γεννᾶται ἀχρόνως ἀπὸ τὴν ἄκτιστο Πατέρα καταδέχεται νὰ γεννηθῇ ἐν χρόνῳ ἀπὸ κτιστὴ Μητέρα. Ἔρχεται πτωχὸς καὶ ταπεινός, γιὰ νὰ πλουτίσῃ καὶ νὰ ἐξυψώσῃ τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο. Ὁ οὐρανὸς κατεβαίνει στὴ γῆ, γιὰ νὰ ἀνεβῇ ἡ γῆ στὸν οὐρανό. Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ἑνώνονται καὶ συμφιλιώνονται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἡ ἀνθρώπινη φύση λαμπρύνεται, ἁγιάζεται, ἀφθαρτοποιεῖται, ὀλοκληρώνεται, θεώνεται. Ὡστόσο οἱ ἄνθρωποι συνεχίζουν νὰ παραμένουν στὴν ἴδια κατάσταση τῆς φθορᾶς. Μόνο μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ παρέχεται σὲ ὅλους ἡ δυνατότητα νὰ θεωθοῦν, συμμετέχοντας μὲ τὴν σειρά τους στὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ἡ σάρκωση ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο μέρος τοῦ θεϊκοῦ σχεδίου, ἡ Ἀνάσταση τὸ δεύτερο καὶ ἡ Ἀνάληψη τὸ ἔσχατο. Ἀπομένει ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ ὡς Σωτῆρος ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ ἡ Γέννησή Του ἔχει μεγάλη ἀξία, ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ ὀ θάνατος καὶ ἡ Ἀνάστασή Του.
Ὁ δεύτερος Ἀδὰμ βγαίνει ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς δεύτερης Εὔας, ὅπως ἡ πρώτη Εὔα βγῆκε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδάμ, δίχως ἀνθρώπινη ἐπέμβαση, δίχως σπορά. Ἡ ἐλπίδα γεννᾶται· ὀ καινούριος ἄνθρωπος εἶναι παρών· ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης ἐπισκέπτεται τὸν λαό Του καὶ τὸν κάνει κληρονόμο τῆς Βασιλείας Του· παίρνει ἐπάνω Του τὸν πόνο, τὸ δάκρυ, καὶ δίνει χαρά· περιορίζεται μέσα σὲ γεωμετρικὲς διαστάσεις ὁ ἀδιάστατος καὶ ἀπεριόριστος καὶ ἀνοίγει νέους ὁρίζοντες ἐλευθερίας· γεννᾶται «ἐν φάτνῃ ἀλόγων», γιὰ νὰ ὑποδείξῃ τὸ παράλογον τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸ ὑπέρλογον τῆς σωτηρίας· ντύνεται τὴν νηπιότητα, γιὰ νὰ μᾶς ἐπενδύσῃ μὲ τὴν τελειότητα τοῦ μέτρου τῆς ἡλικίας Του· ἀναπνέει τὸν ἀέρα μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐμπνεύσῃ τὴν πνοὴ τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Αὐτὴν τὴν μεγάλη χαρὰ τῶν Χριστουγέννων δὲν πρόκειται νὰ τὴν ἀνακόψῃ κανένας σύγχρονος Ἡρῴδης. Ὅσοι φέρουμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς προσδιοριστικὸ τῆς ταυτότητάς μας χαιρόμαστε καὶ πανηγυρίζουμε μὲ τὸν σωστὸ τρόπο, μὲ τὴν κατάλληλη πνευματικὴ προετοιμασία. Ἐξομολογούμαστε, νηστεύουμε, ἐλεοῦμε, μεταλαμβάνουμε, δοξολογοῦμε· καὶ ἔτσι πορευόμαστε τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν φάτνη τῆς προσωπικῆς μας ἀναγεννήσεως, τῆς ἀναδημιουργίας μας, τῆς ἐν Χριστῷ τεχθέντι σωτηρίας μας. 


π. Στυλιανός Μακρής
Πηγή: Με παρρησία