Tuesday, 18 December 2012

Η ομολογία της αμαρτίας αποτελεί την απαλλαγή από αυτήν



Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος 

«Αυτή προ πάντων είναι η οδός της απωλείας, όταν η ίδια η αμαρτάνουσα ψυχή διώξει το φόβο και επινοεί ορισμένες δικαιολογίες που προέρχονται από αδιαφορία, ή όταν διαπράττοντας κάποιος μοιχεία θέλοντας άλλος να τον απαλλάξει από την συντριβή της καρδίας του, του λέγει· μα μήπως συ είσαι αίτιος; Η επιθυμία είναι αιτία. Είναι κακό βέβαια το αν αμαρτάνει κάποιος, φοβερότερο όμως είναι αυτό, το να αρνείται αυτός να μετανοήσει μετά την διάπραξη της αμαρτίας. Αυτό προ πάντων είναι το όπλο του διαβόλου.

Αυτό συνέβηκε και στην περίπτωση των πρωτοπλάστων. Διότι ενώ έπρεπε ο Αδάμ να ομολογήσει τα πλημμελήματά του, εκείνος όμως μεταφέρει την αιτία στην Εύα και η Εύα πάλι στο διάβολο. Ενώ έπρεπε να πουν «αμαρτήσαμε, παρανομήσαμε», εκείνοι όμως όχι μόνο δεν ομολογούν, αλλά και μηχανεύονται δικαιολογία.

Διότι ο διάβολος γνωρίζοντας ότι η ομολογία της αμαρτίας αποτελεί απαλλαγή από την αμαρτία, πείθει την ψυχή να γίνει αδιάντροπη. Αλλά εσύ, αγαπητέ, όταν αμαρτήσεις, πες ότι αμάρτησα, δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να δικαιώνει περισσότερο από αυτήν την απολογία.

Έτσι κάμνεις το Θεό ευσπλαχνικό, έτσι κάμνεις και τον εαυτό σου πιο απρόθυμο στο να υποπέσει στα ίδια αμαρτήματα. Όταν όμως φροντίζεις να βρεις δικαιολογίες ανύπαρκτες και να απαλλάξεις την ψυχή σου από το φόβο, θα την κάνεις προθυμότερη προς το να υποπέσει πάλι στα ίδια αμαρτήματα και θα παροργίσεις περισσότερο το θεό. Διότι από κανέναν αμαρτωλό δεν λείπει η αδιάντροπη δικαιολογία.

Καθόσον ο ανθρωποκτόνος έχει να κατηγορήσει το θύμα, ο κλέφτης τη φτώχεια, ο μοιχός την επιθυμία, και άλλος την εξουσία, αλλά όλα αυτά είναι δικαιολογίες παράλογες, που δεν έχουν καμία λογική δικαιολογία.

Διότι δεν κάμνουν εκείνα τις αμαρτίες, αλλά οι γνώμες εκείνων που αμαρτάνουν. Πρόσεχε τον Δαβίδ που δεν δικαιολογείται όταν αμάρτησε αλλά λέγει «Αμάρτησα απέναντι στον Κύριο».

Αν και βέβαια μπορούσε να πει «Γιατί γυμνώνονταν η γυναίκα; Γιατί λουζόταν μπροστά στα μάτια μου;». Αλλά γνώριζε ότι όλα αυτά ήταν παράλογη δικαιολογία, και για αυτό προχώρησε στην ολοκάθαρη απολογία με το να πει «αμάρτησα»….».

(Πνευματικά Μαργαριτάρια, σελ 56-57, Ιωάννης ο Χρυσόστομος).

”Ασθενής και ωδιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει”

Η πιο παρεξηγημένη Ιερή Παροιμία: «Ασθενής και ωδιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει» και όχι «Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει».

“Σε ποιες περιπτώσεις μπορούμε θεμιτά και νόμιμα να καταλύσουμε την νηστεία;”
είναι ένα σύνηθες ερώτημα πιστών προς τους ιερείς και ιδιαίτερα προς τους πνευματικούς – εξομολόγους. “Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει”, είναι μια εξίσου συνηθισμένη απάντηση. Πρόκειται όμως για μια παρεξήγηση.


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι παροιμίες αποτελούν καταστάλαγμα της μακρόχρονης εμπειρίας των ανθρώπων. Και για τον λόγο αυτό αναγνωρίστηκαν παντού και πάντοτε ως αναμφισβήτητες αλήθειες. Μία από τις παροιμίες αυτές είναι και η “ασθενής και ωδιπόρος (ή ωδειπόρος) αμαρτίαν ουκ έχει”. Με απλούστερα λόγια: “Ο άρρωστος και η έγκυος γυναίκα δεν αμαρτάνει εάν δεν νηστέψει”. Σήμερα όμως, οι περισσότεροι παρανοούν την έννοια της παραπάνω ρήσης, είτε από άγνοια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, είτε από την ανορθόγραφη καταγραφή της λέξης ωδιπόρος (και όχι οδοιπόρος = ταξιδιώτης). Έτσι, η ρήση μετατράπηκε σε “ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει” δηλαδή:

“Ο άρρωστος και ο ταξιδιώτης δεν έχει αμαρτάνει εάν δεν νηστέψει”. Σύμφωνα με την παραπάνω λανθασμένη γραφή, ανάγνωση ή ερμηνεία, ο κάθε ταξιδιώτης (άσχετα εάν έχει ταξιδέψει με αεροπλάνο, πλοίο, τρένο ή αυτοκίνητο) μπορεί να καταλύσει κάθε νηστεία, χωρίς να αμαρτήσει.

Βέβαια εάν κάποιος δεν θέλει να νηστέψει, ας φάει, ό,τι θέλει. Δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Το θέμα είναι να μην εφευρίσκουμε δικαιολογίες, για να δικαιολογήσουμε την αδυναμία μας. Ακόμη και εάν το κείμενο εννοούσε “οδοιπόρο” και όχι “ωδιπόρο”, θα δικαιολογούνταν η κατάλυση μόνον στην περίπτωση που αυτός ο (τέλος πάντων) “οδοιπόρος” ήταν κάποιος που περπάτησε επί πολλές ώρες, κατάκοπος και εξαντλημένος από τις κακουχίες του ταξιδιού. Φτάνουμε όμως στο σημείο να απαλλάσσονται από τη νηστεία και όσοι πηγαίνουν μία εκδρομή. Δεν νηστεύουν με τη δικαιολογία ότι ταξίδεψαν.


Αλλά ας εξηγήσουμε τι σημαίνει το ορθό “ωδιπόρος”. Πρόκειται για λέξη σύνθετη από την “ωδι” και “πόρος”. Για τη λέξη “πόρος” λίγο – πολύ ξέρουμε ότι έχει διάφορες σημασίες, όπως στις λέξεις εύπορος, άπορος, οι πόροι του σώματος. Ακόμη έχουμε το μοναδικό νησί αρσενικού γένους, τον Πόρο. Πολλά χωριά με το όνομα Πόρος, διάφοροι οικισμοί, κάποιο βουνό στη Λευκάδα και μία νησίδα στον Πατραϊκό κόλπο, κοντά στο Αιτωλικό. H λέξη όμως “ωδι” προέρχεται από το ρήμα “ωδίνω”, που έχει αρκετές σημασίες (κυριολεκτικά): Έχω ωδίνες, κοιλοπονώ, τίκτω, γεννώ, αλλά και (μεταφορικά) επιθυμώ πάρα πολύ να φάω, κάτι όπως η εγκυμονούσα, κάνω κάτι να τρέμει, σαν την ετοιμόγεννη γυναίκα (βλ. Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Νεοελληνικής Γλώσσης, εκδ. β’, Αθήναι 1990).

Πόσες φορές λοιπόν έχουμε ακούσει ότι η έγκυος γυναίκα ζητά να φάει κάτι, για να μην “ρίξει” το παιδί, να μην αποβάλλει.
Δικαιολογείται έτσι η έγκυος να μην νηστέψει, αν το ζητά ο οργανισμός της, γιατί κινδυνεύει να αποβάλλει το παιδί της. Άλλωστε το ορθό “ωδιπόρος” έχει και εννοιολογική συνάφεια με το “ασθενής”, καθώς και τα δύο αναφέρονται σε καταστάσεις σωματικής ανάγκης και αδυναμίας, που δικαιολογεί την κατάλυση της νηστείας. Γι’ αυτό και τίθεται μεταξύ των δύο λέξεων το συνδετικό “και”, που συνδέει παρεμφερείς έννοιες, αλλιώς στην περίπτωση του “οδοιπόρου” θα υπήρχε το διαζευκτικό “ή”, που συνδέει έννοιες εννοιολογικά διαφορετικές. Έτσι, ο ταξιδιώτης δεν δικαιολογείται. Ακόμη και αν ο σοφός που είπε την παροιμία εννοούσε τον πολύ κατάκοπο, τότε θα την έλεγε διαφορετικά. Θα χρησιμοποιούσε ενδεχόμενα λέξεις, όπως: Καταβεβλημένος, εξαντλημένος, καταπονημένος, καταπληγωμένος κ.α. Βέβαια οι δύσπιστοι πρέπει να έχουν πολύ καλή εγκυκλοπαίδεια, για να συμφωνήσουν μαζί μας.


Πάντως θα έχουν ακούσει για τις ωδίνες του τοκετού και ίσως το “ώδινεν όρος και έτεκε μυν”. Ίσως πάλι να έχουν αντίρρηση στο συντακτικό, γιατί το θέμα του ρήματος “ωδίνω” είναι “ωδιν” και συνεπώς «ωδιν + πόρος = ωδινπόρος». Αλλά το γράμμα “ν” πριν από το “π” εξαφανίζεται, γιατί δεν έχουμε λέξεις με συνεχόμενα τα γράμματα “ν” και “π”. Αντίθετα, έχουμε συνεχόμενα τα “π” και “ν”, όπως πνοή. Κάποιες φορές το “ν” μετατρέπεται σε “μ”, όπως «σύν + πνοια = σύμπνοια». Έπειτα από όλα αυτά, ιερείς, θεολόγοι, ιεροκήρυκες, εξομολόγοι και κάθε χριστιανός καλής θελήσεως, ας διαφωτίσουμε και τους υπόλοιπους ότι η σωστή παροιμία είναι: “Ασθενής και ωδιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει”. Πρόκειται για μια παροιμία πολύ χρήσιμη στην εποχή μας. Είναι πολλοί εκείνοι που νηστεύουν, αλλά δεν λείπουν και εκείνοι που θέλουν να βρίσκουν “νόμιμες” υπεκφυγές, να ζαχαρώνουν το χάπι και να κάνουν την αδυναμία τους ανάγκη.

Μπορεί να κοινωνήσει μία γυναίκα η οποία βρίσκεται σε ''αδιαθεσία'' ;


Κατ' αρχήν το θέμα αυτό είναι καθαρά πνευματικό, πού δεν έχει καμία σχέση με ενδοκοσμικές σκέψεις, φεμινιστικού είδους αντιλήψεις και λογικοκρατικές απόψεις. Το θέμα της γυναικείας αδιαθεσίας ή όπως διαφορετικά ονομάζεται το ακάθαρτον αυτής λόγω ρύσεως αίματος ή της εχούσης περίοδο, ή της γυναικός της ευρισκομένης εν αφέδρω, χρειάζεται αφ' ενός μεν θεολογικό λόγο, αφ' ετέρου δε θεολογική σιωπή.

Οφείλουμε να διατυπώσουμε τη θέση της Εκκλησίας, ότι δεν επιτρέπεται η προσέλευση στη Θεία Κοινωνία των γυναικών εκείνων πού βρίσκονται σε «περίοδο».

Αναφέρουμε τον 2ο κανόνα του αγίου Διονυσίου, Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, ο οποίος ορίζει τα εξής: «Περί δε των εν αφέδρω γυναικών, ει προσήκεν αυτάς ουτω διακειμένας, εις τον οίκον εισιέναι τον Θεού, περιττόν και το πυνθάνεσθαι νομίζω• ουδέ γαρ αυτάς οίμαι πιστάς ούσας και ευλαβείς, τολμήσει οντω διακειμένας ή τη τραπέζη τη αγία προσελθείν, ή του σώματος και του αίματος τον Χριστού προσάψασθαι... εις τα άγια και τα άγια των αγίων, ο μη πάντη καθαρός και ψυχή και σώματι, προσιέναι κωλυθήσεται».

Επίσης, αναφέρουμε και τον 7ο κανόνα του αγίου Τιμοθέου Αλεξανδρείας, ο οποίος λέγει να μην προσέρχεται η ακάθαρτος γυναίκα, ένεκα της ρύσεως αίματος, στη Θεία Μετάληψη κατ' εκείνες τις ημέρες. Επίσης, ο άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής στον 17ο κανόνα του γράφει ότι «τάς εν αφέδρω γυναίκας μηδενός των Άγιων άπτεσθαι». Το ίδιο λέγει και ο Πέτρος ο Χαρτοφύλαξ και διάκονος της του Θεού μεγάλης Εκκλησίας στην 18η απόκριση του, ότι δηλ. εάν συμβούν τα συνήθη στη γυναίκα, τότε αυτή οφείλει να περιμένει την κάθαρση και δεν πρέπει να προσέρχεται στη Θεία μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων. Τέλος, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει ότι πρέπει να δεχθούμε τους παραπάνω κανόνες, να υπακούσουμε σ' αυτούς και να μη φερόμεθα «ως κριταί και εξετασταί των υπό του Πνεύματος προστεταγμένων, ίνα μη υποπέσωμεν εις τα φρικωδέστατα επιτίμια των παραβαινόντων τους κανόνας».

Επειδή ίσως προβληθεί η αντίρρηση ότι αυτά πού συμβαίνουν στη γυναίκα ανήκουν στη φυσική λειτουργία του γυναικείου οργανισμού, ο ιερός Χρυσόστομος γράφει εν προκειμένω: «Αληθινά, αυτά δεν ήσαν αμαρτία, ούτε συνιστούσαν ακαθαρσίαν. Επειδή όμως είμεθα ελλιπείς στην πνευματική μας ανάπτυξη, ο Θεός, με τη Θεία του Πρόνοια, κάνοντας μας πιο προσεκτικούς, με τις διατάξεις αυτές μας καθιστούσε πιο προσεκτικούς στη θεωρία και την τήρηση πραγμάτων πιο σημαντικών». Όπως γράφει, πολύ ορθά, ο αείμνηστος γέροντας και αξιόλογος ερμηνευτής της Παλαίας Διαθήκης π. Ιωήλ Γιαννακόπουλος, «επειδή δια της γεννήσεως το προπατορικόν μεταδίδεται αμάρτημα, το γονορρυές ανδρός και γυναικός ως υπενθυμίζον την εκ του αμαρτήματος τούτου Αδαμιαίαν και ημών ενοχήν είναι ακάθαρτον, ίνα κρατύνηται (για να μένει ζωηρά) η συνείδησις της ενοχής και η ανάγκη του Λυτρωτού».

Με την απαγόρευση αυτή της Θείας Μεταλήψεως ο βαθύτερος σκοπός δεν είναι η καταδίκη της γυναίκας, όταν βρίσκεται σ' αυτή την αδιαθεσία, αλλά η έμπνευση και η προοπτική του σεβασμού έναντι του ιδίου σώματος, η υπόμνηση του χοϊκού στοιχείου του ανθρώπου και η τόνωση της ηθικής καθαρότητος. Είναι, τελικά, παιδαγωγία πνευματική.

Γέρων Παΐσιος-Προσφέρουμε στόν Θεό τό πιό καθαρό

- Γέροντα, οἱ ἀδελφὲς νὰ καῖνε στὰ κελλιὰ ὅσα κεριὰ θέλουν;

- Ἂς κάψουν, νὰ καῆ καὶ ὁ διάβολος. Ἐδῶ καίγεται ὁ κόσμος ὅλος. Μόνο νὰ ἔχη νόημα τὸ κεράκι ποὺ θὰ ἀνάψουν· νὰ συνοδεύεται μὲ προσευχή.

Ὅταν ἀφεθῆ κανεὶς στὸν Θεό, εἶναι μεγάλο πράγμα. Ἐμεῖς τρῶμε γλυκοὺς καρποὺς καὶ προσφέρουμε τὴν ρητίνη τῶν δένδρων στὸν Θεὸ μὲ τὸ θυμιατήρι. Τρῶμε τὸ μέλι καὶ προσφέρουμε στὸν Θεὸ τὸ κερί, καὶ αὐτὸ συχνὰ τὸ ἀνακατεύουμε μὲ παραφίνη. Ἕνα κερὶ προσφέρουμε στὸν Θεὸ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὶς πλουσιοπάροχες εὐλογίες Του, καὶ αὐτὸ νὰ τὸ μουρνταρεύουμε; Ποῦ νὰ μᾶς ζητοῦσε ὁ Θεὸς νὰ Τοῦ προσφέρουμε τὸ μέλι! Φαντάζομαι τότε τί θὰ κάναμε! Ἢ ζουμιὰ θὰ δίναμε ἢ λίγο ζαχαρόνερο. Ὁ Θεὸς νὰ μὴ μᾶς πάρη στὰ σοβαρά! Σὲ ὅλα μπορεῖ νὰ κάνη κανεὶς οἰκονομία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν λατρεία στὸν Θεό. Στὸν Θεὸ θὰ προσφέρη τὸ πιὸ καθαρό, τὸ πιὸ καλό.


– Γέροντα, ὁ κόσµος δὲν καταλαβαίνει εὔκολα ὅτι εἶναι ἀνευλάβεια νὰ καῖµε κεριὰ ἀπὸ παραφίνη.


– Νὰ πῆτε στὸν κόσµο: «Γιὰ τὴν ὑγεία σας δὲν κάνει νὰ καῖτε κεριὰ ἀπὸ παραφίνη στοὺς Ναούς». Ἔτσι θὰ τὸ σκεφθοῦν λιγάκι αὐτό. Ἂν εἶναι καὶ µικρὸς ὁ Ναός, τότε εἶναι ποὺ πάει νὰ σκάση κανείς. Καλύτερα νὰ ἀνάψουν ἕνα µικρὸ κεράκι καὶ νὰ εἶναι γνήσιο παρὰ ὁλόκληρη λαµπάδα µὲ παραφίνη. Πολλοὶ στὶς Ἐκκλησίες γι᾽ αὐτὸ ζαλίζονται καὶ λιποθυµοῦν. Νὰ εἶναι µικρὸς ὁ Ναὸς καὶ νὰ καίγεται ὅλη αὐτὴ ἡ παραφίνη!… Καὶ νὰ ἦταν µόνον αὐτό; Λάδια, ποὺ δὲν τρώγονται, θέλουν νὰ τὰ βάλουν στὰ κανδήλια! Ποῦ φθάνουν οἱ ἄνθρωποι! Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀναφέρεται ὅτι τὸ λάδι ποὺ θὰ χρησιµοποιοῦσαν στὸν Ναὸ ἔπρεπε νὰ τὸ φτιάχνουν ἀπὸ ἐλιὲς ποὺ µάζευαν πάνω ἀπὸ τὰ δένδρα καὶ ὄχι ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἔπεφταν κάτω. Μήπως ὁ Θεὸς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὸ τὸ λάδι ἢ ἀπὸ τὸ θυµίαµα; Ὄχι, ἀλλὰ συγκινεῖται ὁ Θεός, γιατί εἶναι µιὰ προσφορά, µὲ τὴν ὁποία ἐκφράζεται ἡ εὐγνωµοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς Αὐτόν. Στὸ Σινᾶ µοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση: Οἱ Βεδουίνοι δὲν ἔχουν, οἱ καηµένοι, τίποτε νὰ προσφέρουν. Καὶ βλέπεις, µαζεύουν κανένα πετραδάκι ποὺ λίγο διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα, τόσο µικρούτσικο, ἤ, ἂν βροῦν σὲ καµµιὰ ρωγµὴ δύο-τρία φυλλαράκια, τὰ παίρνουν, ἀνεβαίνουν ἐπάνω στὴν πέτρα ποὺ χτύπησε ὁ Μωυσῆς µὲ τὸ ραβδί του καὶ βγῆκε τὸ νερὸ καὶ τὰ ἀφήνουν ἐκεῖ. Ἢ οἱ µητέρες ποὺ θηλάζουν πᾶνε καὶ στάζουν λίγο γάλα ἐκεῖ, µὲ τὸν λογισµό: «Νὰ µοῦ δίνη γάλα ὁ Θεός, γιὰ νὰ θηλάζω τὰ παιδιά µου»! Βλέπεις τί εὐγνωµοσύνη ἔχουν! Δὲν εἶναι µικρὸ πράγµα. Καὶ ἐµεῖς τὶ κάνουµε! Θὰ µᾶς κρίνουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἀφήνουν ἐκεῖ πάνω ξυλαράκια, φυλλαράκια, πετραδάκια… Ἔχει ὁ Θεὸς ἀνάγκη ἀπὸ αὐτά; Ὄχι, ἀλλὰ βοηθάει ὁ Θεός, γιατὶ βλέπει τὴν ἀγαθὴ καρδιά, τὴν ἀγαθὴ διάθεση. Ἔτσι ἐκφράζεται ἡ ἀγαθὴ προαίρεση!!!

(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο, «Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι, τ. Β´ - Πνευματικὴ ἀφύπνιση», ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχαστ. “Εὐαγγελιστὴς Ἰω. Θεολόγος”, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999, σελ. 149-151)

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ Η ΣΥΣΚΟΤΙΣΙΣ ΤΟΥ

 
Τοῦ πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ,Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν

ΜΕ ΤΗΝ ἐνανθρώπηση καὶ τὴ γέννησή Του ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς πραγματοποιεῖ τὸ σκοπὸ τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἐμφάνιση τοῦ Θεανθρώπου στὴν Ἱστορία. Τὴν ἕνωση τοῦ κτιστοῦ πλάσματος μὲ τὸν Ἄκτιστο Πλάστη. Ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται» (τροπάριο Χριστουγέννων). «Αὐτὸς ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (Μ. Ἀθανάσιος). «Ἄνθρωπος γὰρ ἐγένετο ὁ Θεὸς καὶ Θεὸς ὁ ἄνθρωπος» (Ἅγ. Ἰ. Χρυσόστομος). Στὴ λογικὴ ἑνὸς ἠθικιστοῦ ὁ ὅρος «θεοποιηθῶμεν», ποὺ χρησιμοποιοῦν Πατέρες, ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος, εἶναι σκάνδαλο. Γι᾽ αὐτὸ μιλοῦν γιὰ «ἠθικὴ θέωση».

Διότι φοβοῦνται νὰ δεχθοῦν ὅτι μὲ τὴ θέωση μεταβάλλεται «κατὰ χάριν», αὐτὸ ποὺ ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι «κατὰ φύσιν» (ἄκτιστος, ἄναρχος, ἀθάνατος). Τὰ Χριστούγεννα εἶναι, γι᾽ αὐτό, ἄμεσα συνδεδεμένα καὶ μὲ τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀνάληψη καὶ τὴν Πεντηκοστή. Ὁ Χριστός – Θεάνθρωπος χαράζει τὸ δρόμο, ποὺ καλεῖται νὰ βαδίσει κάθε σωζόμενος ἄνθρωπος, ἑνούμενος μαζί Του. Ὁ Εὐαγγελισμὸς καὶ τὰ Χριστούγεννα ὁδηγοῦν στὴν Πεντηκοστή, τὸ γεγονὸς τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ, μέσα δηλαδὴ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἂν τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς Θεοῦ κατὰ χάριν. Μὲ τὸ βάπτισμά μας μετέχουμε στὴ σάρκωση, τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ζοῦμε καὶ μεῖς τὰ «Χριστούγεννά μας», τὴν ἀνάπλασή μας. Οἱ Ἅγιοι δέ, ποὺ φθάνουν στὴν ἕνωση μὲ τὸ Χριστό, τὴ θέωση, μετέχουν στὴν Πεντηκοστὴ καὶ φθάνουν ἔτσι στὴ τελείωση καὶ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀναγεννημένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου.

Αὐτὸ σημαίνει ἐκκλησιαστικὰ πραγμάτωση τοῦ ἀνθρώπου, ἐκπλήρωση δηλαδὴ τοῦ σκοποῦ τῆς ὑπάρξεώς του. Ὅσο καὶ ἂν εἶναι κουραστικὸς ὁ θεολογικὸς λόγος, καὶ μάλιστα στὸν ἀμύητο θεολογικὰ σύγχρονο ἄνθρωπο, δὲν ἐκφράζει παρὰ τὴν πραγματικότητα τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων μας. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία καὶ μόνο μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν ἐκκλησιαστικά, δηλαδὴ Χριστοκεντρικά, τὰ Χριστούγεννα. Ἀντίθετα, ἡ ἀδυναμία τοῦ μὴ ἀναγεννημένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου νὰ νοηματοδοτήσει τὰ Χριστούγεννα ἔχει ὁδηγήσει σὲ κάποιους γύρω ἀπ᾽ αὐτὰ μύθους. Οἱ ἄγευστοι τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, μὴ μπορώντας νὰ ζήσουν τὰ Χριστούγεν να, μυθολογοῦν γι᾽ αὐτά, στὰ ὅρια τῆς φαντασίας καὶ μυθοπλασίας, χάνοντας τὸ ἀληθινὸ νόημά τους. Ὅπως μάλιστα θὰ δοῦμε, ὁ ἀποπροσανατολισμὸς αὐτὸς δὲν συνδέεται πάντοτε μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ μυστηρίου, ἀλλὰ μὲ ἀδυναμία βιώσεώς του, ποὺ ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν παρερμηνεία του.

ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ μυθολογικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῶν Χριστουγέννων δίνεται ἀπὸ τὴν αἵρεση, τὴ στοχαστικὴ καὶ ἀνέρειστη –ἀνεμπειρικὴ δηλαδὴ– θεολόγηση. Ὁ δοκητισμός, ἡ φοβερότερη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων, δέχθηκε κατὰ φαντασίαν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου (δοκεῖν – φαίνεσθαι). Φαινομενική, δηλαδή, παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ἐνδοκοσμικὴ πραγματικότητα. Γιὰ ποιὸ λόγο, θὰ μποροῦσε νὰ ἐρωτήσει κανείς. Οἱ Δοκῆται ἢ Δοκηταὶ κάθε ἐποχῆς δὲν μποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν, στὰ ὅρια τῆς λογικῆς τους, τὴ σάρκωση καὶ τὴ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Μεταβαλλόμενοι σὲ αὐτόκλητους ὑπερασπιστὲς τοῦ κύρους τοῦ Θεοῦ, ντρέπονται νὰ δεχθοῦν κάτι, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐπέλεξε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Τὸ δρόμο τῆς μητρότητας. Νὰ γεννηθεῖ δηλαδὴ ἀπὸ μία Μάνα, ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸ καθαρότερο πλάσμα ὅλης τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τὴν Παναγία Παρθένο. Ὅλοι αὐτοὶ μποροῦν νὰ καταταχθοῦν στοὺς «ὑπεράγαν» Ὀρθοδόξους (κατὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸ Θεολόγο). Γιατί ὁ Δοκητισμὸς ὁδήγησε στὸ Μονοφυσιτισμό, στὴν ἄρνηση τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι οἱ συντηρητικοί, οἱ τυποκράτες, οἱ εὐσκανδάλιστοι. Γι᾽ αὐτοὺς ὅλους εἶναι σκάνδαλο ἡ ἀλήθεια, ἡ πραγματικότητα, ἡ ἱστορικότητα. Ἐνῶ ἄλλοι ἀπορρίπτουν τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ ἀρνοῦνται τὴν ἀνθρωπότητά Του. Καὶ ὅμως, ἡ Ὀρθοδοξία ὡς Χριστιανισμὸς στὴν αὐθεντικότητά του, εἶναι ἡ «ἱστορικότερη θρησκεία», κατὰ τὸν ἀείμνηστο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Ζεῖ στὴν πραγματικότητα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ τὶς δέχεται μὲ τὸ ρεαλισμὸ τῆς Θεοτόκου: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμα σου» (Λουκ. 1, 38)! «Καὶ ὁ Πιλάτος στὸ Σύμβολο» λέγει μία ὡραία σερβικὴ παροιμία. Διότι ὁ Πιλάτος, ὁ πιὸ ἄβουλος ἀξιωματοῦχος τῆς ἱστορίας, ὡς ὑπαρκτὸ ἱστορικὸ πρόσωπο, βεβαιώνει τὴν ἱστορικότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἰς πεῖσμα ὅμως τῶν Δοκητῶν ὁ Θεὸς – Λόγος «σὰρξ ἐγένετο –δηλαδὴ ἄνθρωπος– καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ (τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητάς Του)» (Ἰωάν. 1, 14). Διότι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς»(Κολ. 2, 9), εἶναι δηλαδὴ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.

Η ΣΑΡΚΩΣΗ καὶ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου εἶναι σκάνδαλο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σοφία, ποὺ αὐτοκαταργούμενη καὶ αὐτοαναιρούμενη σπεύδει νὰ χαρακτηρίσει «μωρία» τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κορυφώνεται στὸν σταυρικό Του θάνατο (Α´ Κορ. 1, 23). Εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ φθάσει σὲ τέτοιο ὅριο κενώσεως, ὥστε νὰ πεθάνει πάνω στὸ Σταυρὸ ὡς Θεάνθρωπος; Αὐτὸ εἶναι τὸ σκάνδαλο γιὰ τοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου. Γι᾽ αὐτοὺς οἱ «θεοὶ» τοῦ κόσμου τούτου συνήθως θυσιάζουν τοὺς ἀνθρώπους γι᾽ αὐτούς, δὲν θυσιάζονται αὐτοὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Πῶς θὰ δεχθοῦν τὸ μυστήριο τῆς Θείας Ἀνιδιοτέλειας; «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν (θυσίασε)… ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι᾽ αὐτοῦ» (Ἰωαν. 3, 16. 17). Στὰ ὅρια τῆς «λογικῆς» ἢ «φυσικῆς» θεολογήσεως χάνεται τελικὰ τὸ θεῖο στοιχεῖο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ μένει τὸ ἀνθρώπινο, παρανοημένο καὶ αὐτὸ καὶ παρερμηνευόμενο. Διότι δὲν ὑπάρχει ἱστορικὰ ἄνθρωπος – Χριστός, ἀλλὰ Θεάνθρωπος. Ἡ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου στὸ πρόσωπο Θεοῦ – Λόγου εἶναι «ἀσύγχυτη» μέν, ἀλλὰ καὶ «ἀδιαίρετη». Οἱ «λογικὲς» ἑρμηνεῖες τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύονται παράλογες, διότι ἀδυνατοῦν νὰ συλλάβουν μὲ τὴ λογικὴ τὸ «ὑπέρλογο».

Η ΝΟΜΙΚΗ – δικανικὴ συνείδηση ζεῖ καὶ αὐτὴ στὸ Χριστὸ τὸ σκάνδαλό της. Ἀναζητεῖ σκοπιμότητα κοινωνικὴ στὴ Σάρκωση καὶ καταλήγει καὶ αὐτὴ στὸ μύθο, ὅταν δὲν αὐτοπαραδίδεται στὸν Θεῖο Λόγο. Οἱ Φράγκοι κατασκεύασαν, μέσῳ τοῦ διακεκριμένου σχολαστικοῦ τους Ἀνσέλμου (11ος αἰ.), τὸ μύθο τῆς «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης». Ὁ Θεός – Λόγος σαρκοῦται, διὰ νὰ σταυρωθεῖ – θυσιασθεῖ καὶ δώσει ἔτσι ἱκανοποίηση στὴν προσβολή, ποὺ προξένησε στὸ Θεὸ ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία! Τὰ κρατοῦντα τότε στὴ φραγκικὴ φεουδαρχικὴ κοινωνία προβάλλονται (μυθολογικὰ) στὸ Θεό, ποὺ παίρνει τὴ θέση στὴ φραγκογερμανικὴ φαντασία ἑνὸς ὑπεραυτοκράτορα. Ἂςφωνάζει ὁ Ἰωάννης: «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν…» (3,16), ἢ ὁ Παῦλος: «συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν» (Ρωμ. 5, 8). Ὄχι! «Γιὰ νὰ πάρει ἐκδίκηση» καὶ «ζητώντας ἱκανοποίηση» θὰ μάθει νὰ φωνάζει ὁ δυτικὸς (ἢ δυτικοποιημένος) ἄνθρωπος.


Πηγή:Ορθόδοξος Τύπος,23/12/2011