Wednesday, 5 December 2012

Συμβουλές για την εξομολόγηση και τον εκκλησιασμό του παιδιού


Το «Bogoslov.Ru» δημοσιεύει υλικό σχετικά με το θέμα της συμμετοχής των παιδιών στα μυστήρια της Εκκλησίας. Το άρθρο του καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας και πρύτανη του ναού της Αγίας Μάρτυρος Τατιάνας,στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, πρωθιερέα Μάξιμου Κοζλώφ, αφορά το λεπτό ζήτημα της εξομολόγησης του παιδιού.

 1. Σε ποια ηλικία το παιδί πρέπει να εξομολογείται;

Κατά τη γνώμη μου, η πρακτική της παιδικής εξομολόγησης είναι ένα πολύ σημαντικό και προβληματικό σημείο στη σημερινή ζωή της Εκκλησίας. Ο κανόνας ότι τα παιδιά πρέπει να εξομολογούνται πριν την Κοινωνία από τα επτά χρόνια τους,επικράτησε στη συνοδική περίοδο.
Όπως έγραψε στο βιβλίο του για το Μυστήριο της Εξομολόγησης ο πατήρ Βλαντιμίρ Βορομπιώφ, για πάρα πολλά παιδιά σήμερα η φυσιολογική ωρίμανση είναι τόσο μπροστά από την πνευματική και ψυχολογική,ώστε τα περισσότερα από τα σημερινά παιδιά των επτά ετών δεν είναι έτοιμα να εξομολογούνται. Είναι καιρός να πούμε ότι αυτή η ηλικία ορίζεται από τον πνευματικό και τους γονείς απολύτως ατομικώς σε σχέση με το παιδί;Τα παιδιά στα επτά τους χρόνια, και μερικά λίγο νωρίτερα, βλέπουν τη διαφορά μεταξύ καλής και κακής πράξης, αλλά είναι ακόμα νωρίς να πούμε ότι είναι μια συνειδητή μετάνοια. Μόνο εκλεκτές, λεπτές, ευαίσθητες φύσεις είναι ικανές σε μια τέτοια νεαρή ηλικία να το βιώσουν αυτό.
Υπάρχουν καταπληκτικά παιδάκια που στα πέντε έως έξι τους χρόνια έχουν μια υπεύθυνη ηθική συνείδηση, αλλά πιο συχνά συμβαίνουν άλλα πράγματα. Είτε ενθαρρύνσεις των γονέων που συνδέονται με την επιθυμία να έχουν σε εξομολόγηση ένα πρόσθετο εργαλείο για την ανατροφή (συχνά υπάρχουν περιπτώσεις όταν ένα μικρό παιδί δεν συμπεριφέρεται σωστά,και η αφελής και καλή μητέρα ζητάει απο τον ιερέα να το εξομολογήσει, νομίζοντας ότι αν μετανοήσει, θα την ακούει). Είτε είναι ένας πιθηκισμός σε ενηλίκους από την πλευρά του παιδιού – του αρέσει: στέκονται, έρχονται στον ιερέα, τους λέει κάτι. Δεν βγαίνει τίποτα καλό απ’αυτό. Ως πλεονέκτημα των παιδιών, η ηθική συνείδηση ξυπνάει πολύ αργότερα. Δεν βλέπω τίποτα καταστροφικό σ’αυτό. Ας έρχονται στα εννέα,στα δέκα χρόνια, όταν θα έχουν ένα μεγαλύτερο βαθμό ωριμότητας και ευθύνης για τη ζωή τους.
Στην πραγματικότητα, όσο νωρίτερα το παιδί εξομολογείται, τόσο χειρότερο γι ‘αυτό – ίσως για καλό, αμαρτίες έως τα επτά έτη δεν λογίζονται στα παιδιά. Μόνο σε αρκετά μεγαλύτερη ηλικία αντιλαμβάνουν την εξομολόγηση ως εξομολόγηση, και όχι ως μια απαρίθμηση με ό, τι είπαν η μαμά ή ο μπαμπάς και γράφτηκε σε χαρτί. Και αυτή η τυποποίηση της εξομολόγησης, που συμβαίνει στο παιδί, στη σύγχρονη πρακτική της εκκλησιαστικής ζωής μας είναι ένα επικίνδυνο πράγμα.

2. Πόσο συχνά πρέπει να εξομολογείται το παιδί


Εν μέρει από τα λάθη μου, εν μέρει συμβουλευόμενος πιο έμπειρους ιερείς, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά πρέπει να εξομολογούνται όσο το δυνατόν λιγότερο. Όχι όσο είναι δυνατόν συχνότερα αλλά όσο το δυνατόν λιγότερο. Το χειρότερο πράγμα που μπορείτε να κάνετε – είναι να καθιερώσετε για τα παιδιά την εβδομαδιαία εξομολόγηση. Τους οδηγεί όλους σε τυπική μορφή. Έτσι πήγαιναν και απλώς κοινωνούσαν κάθε Κυριακή, ή τουλάχιστον συχνά, πράγμα το οποίο είναι επίσης ένα ερώτημα κατά πόσον είναι σωστό για το παιδί, και στη συνέχεια – μετά από τα επτά χρόνια τους πάνε, επίσης σχεδόν κάθε Κυριακή, για την συγχωρητική ευχή. Τα παιδιά μαθαίνουν γρήγορα να μιλάνε σωστά στον ιερέα – αυτό που περιμένει ο πατήρ.Δεν άκουγα τη μαμά, φερνόμουν άσχημα στο σχολείο, έκλεψα μια γόμα. Αυτός ο κατάλογος αποκαθίσταται εύκολα. Και δεν παρατηρείται ακόμη και το γεγονός της εξομολόγησης ως μετάνοιας. Συμβαίνει ότι χρόνια έρχονται στην εξομολόγηση με τα ίδια λόγια: δεν άκουγα,φέρνομαι αγενώς, τεμπελιάζω, ξεχνώ να προσεύχομαι – αυτό είναι ένα μικρό σύνολο των συνηθισμένων παιδικών αμαρτιών.
Ο ιερέας, βλέποντας ότι, εκτός από αυτό το παιδί τον περιμένουν ακόμα πολλοί άλλοι άνθρωποι,συγχωρεί τις αμαρτίες του, και αυτή τη φορά.
Αλλά μετά από αρκετά χρόνια, αυτό το τέκνο της «Εκκλησίας» γενικά δεν θα καταλάβει τι θα πεί μετάνοια.
Γι ‘αυτόν δεν υπάρχει καμία δυσκολία να πει ότι έκανε άσχημα αυτό ή το άλλο, να μουρμούρισει κάτι από τις σημειώσεις ή τη μνήμη, για το οποίο είτε θα τον χαϊδέψουν, είτε θα πουν: «Νίκο, μην κλέβεις τα στυλό» και μετά «Μην συνηθίζεις (ναι, μετά ήδη να μην συνηθίζεις) στα τσιγάρα,μην κοιτάζεις αυτά τα περιοδικά», και ούτω καθ εξής. Και μετά ο Νίκος θα πεί: «Δεν θέλω να σ’ ακούω. Μπορεί να πει και η Ελενιτσα, αλλά τα κορίτσια συνήθως ωριμάζουν πιο γρήγορα, προλαβαίνουν να αποκτήσουν μια προσωπική πνευματική εμπειρία, πριν να έρθουν σ” αυτη την απόφαση.
Όταν πάνε το παιδί για πρώτη φορά στην κλινική και το αναγκάζουν να γδυθεί μπροστά σ ένα γιατρό, τότε, φυσικά, ντρέπεται, αισθάνεται δυσάρεστα αλλά αν τον βάλουν στο νοσοκομείο και κάθε μέρα σηκώνουν το πουκάμισό του για μια ένεση τότε θα το κάνει εντελώς αυτόματα, χωρίς κανένα συναίσθημα.
Το ίδιο είναι και η εξομολόγηση, από κάποια στιγμή και μετά μπορεί να μην προκαλεί καμία συγκίνηση. Ως εκ τούτου, μπορούμε να ευλογούμε τα παιδιά στην κοινωνία αρκετά συχνά, αλλά να τα εξομολογούμε, όσο το δυνατόν πιο σπάνια. Νομίζω ότι καλό θα ήταν μετά από τη συνένωση με τον πνευματικό, να εξομολογήσουμε έναν τέτοιο μικρό αμαρτωλό για πρώτη φορά σε ηλικία επτά χρονών, δεύτερη φορά – οκτώ, τρίτη φορά – εννέα χρονών, λίγο αναβάλλοντας την έναρξη της συχνής, τακτικής εξομολόγησης, για να μην γίνει συνήθεια σε καμία περίπτωση
Για τους ενήλικες,για πολλούς πρακτικούς λόγους, δεν μπορούμε να αραιώσουμε την κοινωνία και το μυστήριο της μετανοίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά για τα παιδιά, πιθανότατα, θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε αυτόν τον κανόνα και να θεωρούμε ότι μια υπεύθυνη και σοβαρή εξομολόγηση ενός αγοριού ή κοριτσιού μπορεί να πραγματοποιείται ανά αρκετά μεγάλα χρονικά διαστήματα, και σε άλλη στιγμή – να τους δώσουμε ευλογία για την κοινωνία, να το καθιερώσουμε όχι σε αυτο-δραστηριότητα του ιερέα αλλά σαν κανονικό πρότυπο.

3. Πόσο συχνά πρέπει να κοινωνήσουμε τα μικρά παιδιά

Τα μωρά είναι καλό να τα κοινωνούμε συχνά, επειδή πιστεύουμε ότι η κοινωνία των Αχράντων Θείων Μυστηρίων οδηγεί σε υγεία της ψυχής και του σώματος. Και το νήπιο αγιάζεται ως μην έχον αμαρτίες, από τη σωματική του φύση συνδεόμενο με τον Κύριο στο Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας.
Αλλά όταν τα παιδιά αρχίζουν να μεγαλώνουν και όταν έχουν ήδη γνωρίσει ότι αυτό είναι το Αίμα και το Σώμα του Χριστού και ότι αυτό είναι Ιερό, είναι πολύ σημαντικό να μην μετατρέψουμε την Κοινωνία σε μια εβδομαδιαία διαδικασία, όταν μπροστά στο Δισκοπότηρο παίζουν και έρχονται σ’αυτό χωρίς να σκέφτονται πολύ τι κάνουν.
Και αν βλέπετε ότι το παιδί σας γκρινιάζει πριν από τη λειτουργία,σας εκνευρίζει, όταν πολύ λιγο πρόσεξε το κήρυγμα του ιερέα, τσακώθηκε με κάποιον από τους συνομηλίκους του, που στέκονται εδώ στη λειτουργία, μην το αφήνετε να ρθεί στο Δισκοπότηρο.
Αφήστε το να συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να προσεγγίσει την κοινωνία σε κάθε κατάσταση.
Μόνο αν έχει πιο ευλαβική στάση σ’ αυτή. Και ας κοινωνάει πιο σπάνια από ό, τι θα θέλατε, να κοινωνάει, αλλά να καταλάβει, γιατί έρχεται στην εκκλησία.
Είναι πολύ σημαντικό για τους γονείς να μην αρχίσουν να αντιλαμβάνονται την κοινωνία ως μια μαγική λειτουργία, αφήνοντας στον Θεό ό, τι πρέπει να κάνουν οι ίδιοι.
Όμως, ο Κύριος περιμένει από εμάς ό, τι μπορούμε και πρέπει να κάνουμε για τον εαυτό μας μόνοι μας, και σε σχέση με τα παιδιά μας.
Και ακριβώς εκεί όπου δεν φτάνουν οι δυνάμεις μας, η χάρη του Θεού αναπληρώνει. Όπως αναφέρεται σε ένα άλλο μυστήριο – «τὰ ἀσθενῆ θεραπεύει καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῖ». Αλλά ό,τι μπορείς, κάνε το μόνος σου.

4. Γονική συμμετοχή στην προετοιμασία για την εξομολόγηση

Το κύριο πράγμα που πρέπει να αποφεύγουν οι γονείς κατά την προετοιμασία του παιδιού για την εξομολόγηση, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης – είναι η υπαγόρευση καταλόγων των αμαρτιών, οι οποίες από την άποψή τους, έχει, μάλλον,αυτόματη μεταφορά ορισμένων όχι καλών ιδιοτήτων του στην κατηγορία των αμαρτιών,για τις οποίες πρέπει να μετανοήσει μπροστά στον ιερέα.
Και, βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να ρωτάμε το παιδί μετά από την εξομολόγηση, τί είπε στον ιερέα ούτε τί του απάντησε, και αν ξέχασε να πεί για κάποια αμαρτία.
Σ’αυτήν την περίπτωση, οι γονείς πρέπει να κάνουν ένα βήμα πίσω και να συνειδητοποιήσουν ότι η εξομολόγηση, ακόμη και του επτάχρονου ανθρώπου είναι ένα Μυστήριο.
Η παρέμβαση σε οποιονδήποτε στο μυστήριο της εκκλησίας, ιδιαίτερα τόσο λεπτό οπως το μυστήριο της εξομολόγησης είναι εντελώς απαράδεκτη.
Και κάθε παρέμβαση εκεί όπου υπάρχει μόνο ο Θεός,ο εξομολογούμενος άνθρωπος και ο ιερέας που λαμβάνει την εξομολόγηση, είναι καταστρεπτικά.
Το παιδί μπορεί να μοιραστεί μ’αυτόν ό, τι έλεγε, αν το ίδιο θέλει. Αλλά δεν πρέπει να δείχνουμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον σ’ αυτό.
Είπε καλά, όχι τίποτε φοβερό … Πιο συχνά,τα παιδιά δεν λένε αυτά που είπαν στην εξομολόγηση, αλλά αυτό που άκουσαν από τον ιερέα.
Μην σταματήσετε σ’ αυτό, αλλά οποιαδήποτε συζήτηση και ερμηνεία των λέξεων του ιερέα, καθώς και κριτική- αν αυτό δεν συμπίπτει με ό,τι, κατά τη γνώμη μας, θα ήταν αναγκαίο να ακούσει το παιδί μας- δεν επιτρέπονται.
Επιπλέον, είναι αδύνατο, από τα λόγια του παιδιού, στη συνέχεια να πάμε στον ιερέα και να διευκρινίζουμε κάτι. Ή να προσπαθήσουμε να τον βοηθήσουμε να επικοινωνεί πιο σωστά με το παιδί μας: ξέρετε, πάτερ, ο Κωστακης μου είπε ότι του δώσατε αυτή τη συμβουλή, όμως ξέρω ότι δεν σας τα είπε όλα αρκετά σωστά,γι αυτό δεν έγινε πλήρως κατανοητός, και θα ήταν καλύτερα την επόμενη φορά να του πείτε αυτό και αυτό.
Από τέτοια δραστηριότητα της μητέρας, βεβαίως, πρέπει να κρατιόμαστε μακριά.
Σε περιπτώσεις που τέτοια συνείδηση χρειάζεται να ανατρέφουμε σε ενορίτες, πρέπει να το κάνουμε μέσω κηρύγματος, μέσω της ίδιας της οργάνωσης της εξομολόγησης, μέσω πολλαπλών κοινοποιήσεων του γεγονότος ότι δεν πρέπει να έρχονται πάρα πολύ κοντά, δεν πρέπει να αντιμετωπίζουν με κάποιο τρόπο, αν τυχαία ακούσουν κάτι κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης.
Ίσως να διεξάγουμε ομιλίες με τους γονείς και τους παππούδες για την λεπτή στάση τους στην εξομολόγηση παιδιών και εγγονιών.
Όλα αυτά, βέβαια, μπορούν να γίνουν με τη μια ή την άλλη μορφή.

5. Πώς να διδάξουμε το παιδί να εξομολογηθεί

Χρειάζεται να ενθαρρύνουμε τα παιδιά όχι στο πώς να εξομολογούνται, αλλά στην ίδια την αναγκαιότητα της εξομολόγησης. Μέσω του προσωπικού παραδείγματος, μέσω της ικανότητας να ομολογήσουμε ανοιχτά τις αμαρτίες μας απέναντι στους δικούς μας,απέναντι στο παιδί μας, αν φταίμε. Μέσω της στάσης μας εναντι της εξομολόγησης, επειδή όταν πάμε να κοινωνήσουμε, και συνειδητοποιούμε ότι δεν έχουμε ειρηνική διάθεση ή προσβολές που κάναμε σε άλλους, πρέπει πρώτα να συμφιλιωθούμε με όλους. Και όλα αυτά στο σύνολό τους δεν μπορούν να μη διαμορφώσουν στα παιδιά ευλαβική στάση έναντι αυτού του μυστηρίου.
Και ο βασικός διδάσκαλος του παιδιού για το πώς να μετανοήσει,πρέπει να είναι εκτελεστής αυτού του Μυστηρίου – ο ιερέας. Αφού η μετάνοια δεν είναι μόνο ένα είδος εσωτερικής κατάστασης, αλλά και το Μυστήριο της εκκλησίας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η εξομολόγηση ονομάζεται Μυστήριο της Μετανοίας. Ανάλογα με το μέτρο της πνευματικής ωριμότητας του παιδιού πρέπει να το προετοιμάσουμε για την πρώτη εξομολόγηση.Το ζήτημα των γονέων είναι να εξηγήσουν τί θα πει εξομολόγηση και γιατί χρειάζεται. Πρέπει να εξηγήσουν στο παιδί τους ότι η εξομολόγηση δεν έχει τίποτα να κάνει με την απολογία του μπροστά τους ή μπροστά στο διευθυντή του σχολείου.
Είναι μόνο αυτό που συνειδητοποιούμε σαν κακό και ανάξιο μέσα μας, σαν άσχημο και βρώμικο, που δεν μας ευχαριστεί και για το οποίο είναι δύσκολο να μιλήσεις και για το οποίο χρειάζεται να απευθυνθούμε στον Θεό. Και μετά απο αυτό το πεδίο διδασκαλίας, πρέπει να το παραδώσουμε στα χέρια του προσεχτικού, αξιοπρεπή πνευματικού που αγαπά, γιατί σ’αυτόν δίνεται στο Μυστήριο της Ιεροσύνης η χάρη να μιλήσει με τον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένου και του μικρού, για τις αμαρτίες του.
Και γι αυτόν είναι πιο φυσικό να του μιλήσει για τη μετάνοια παρα από τους γονείς του, όταν είναι αδύνατο και ασύμφορο να προσφύγεις σε δικά σου παραδείγματα ή παραδείγματα απο τους γνωστούς του. Να λες στο παιδί σου, πώς μετανόησες για πρώτη φορά – εδώ υπάρχει μια απάτη και ψευδής νουθεσία.
Αφού δεν μετανιώσαμε για να μιλήσουμε σε οποιονδήποτε για αυτό. Όχι λιγότερο ψεύτικο, θα ήταν να του πούμε για το πώς τα αγαπημένα μας πρόσωπα μέσω της μετάνοιας άφησαν τις αμαρτίες τους, γιατί αυτό θα σήμαινε τουλάχιστον έμμεσα, οτι κρίνουμε και αξιολογούμε τις αμαρτίες στις οποίες υπέπεσαν. Ως εκ τούτου είναι λογικό να δώσουμε το παιδί μας στα χέρια εκείνου ο οποίος καθορίστηκε από το Θεό να είναι δάσκαλος του μυστηρίου της εξομολογήσεως.

6. Μπορεί το παιδί μόνο του να επιλέξει σε ποιον ιερέα να εξομολογείται


Αν η καρδιά του μικρού ανθρώπου αισθάνεται ότι θέλει να εξομολογείται ακριβώς σ’αυτόν τον ιερέα, ο οποίος μπορεί να είναι νεότερος,πιο χαϊδευτικός από εκείνον στον οποίο πηγαίνετε, ή, ίσως, τον προσέλκυσε με το κήρυγμά του, εμπιστευτείτε το παιδί σας, αφήστε τον να πάει εκεί, όπου κανείς και τίποτα δεν θα το ενοχλεί να μετανοήσει για τις αμαρτίες του ενώπιον του Θεού.
Και αν δεν προσδιοριστεί αμέσως, αν η πρώτη απόφαση του δεν είναι αξιόπιστη, και καταλάβει γρήγορα ότι δεν θέλει να πάει στον πατέρα Ιωάννη, αλλά στον πατέρα Πέτρο, δώστε του να επιλέξει μόνο του και να σταθεί σ’αυτό.
Η απόκτηση της πνευματικής πατρότητας είναι πολύ λεπτή διαδικασία, εγγενώς οικεία, και δεν χρειάζεται να εισβάλλουμε σ’ αυτό. Έτσι θα βοηθήσετε περισσότερο το παιδί σας.
Και αν, ως αποτέλεσμα της εσωτερικής πνευματικής αναζήτησης το παιδί λέει ότι η καρδιά του είναι δεμένη σε άλλη ενορία, στην οποία πηγαίνει μια φίλη του,η Τάνια, και ότι του αρέσει εκεί περισσότερο – και πώς ψάλλουν, και πώς ο ιερέας μιλάει, και πώς οι άνθρωποι φέρονται μεταξύ τους, τότε οι σοφοί γονείς χριστιανοί, βέβαια, θα χαρούνε γι αυτό το βήμα του παιδιού,
και δεν θα σκέπτονται με φόβο ή δυσπιστία: να πας στη λειτουργία? μάλιστα! γιατί, δεν υπάρχει εκεί πού βρισκόμαστε;
Πρέπει να εμπιστευτούμε τα παιδιά μας στο Θεό, τότε ο ίδιος θα τους φυλάξει.
Νομίζω ότι, μερικές φορές, πολύ σημαντικό και χρήσιμο για τους γονείς είναι να στείλουν τα παιδιά τους- από μια ορισμένη ηλικία- σε άλλη ενορία, να μην είναι μαζί τους, στα μάτια τους, για να αποφευχθεί αυτος ο τυπικός πειρασμός των γονέων – να ελέγξουμε με περιφερική όραση, πώς είναι το παιδί μας, αν προσεύχεται, αν δεν φλυαρεί, γιατί δεν έγινε δεκτός στην Θεία Κοινωνία, για ποιες αμαρτίες;
Ίσως έτσι έμμεσα, να καταλάβουμε κάτι από τη συνομιλία με τον ιερέα; Από αυτές τις σκέψεις είναι σχεδόν αδύνατο να απεμπλακείς, αν το παιδί σας είναι μαζί σας στο ναό.Όταν τα παιδιά είναι μικρά, τότε ο έλεγχος των γονέων σε λογικό μέτρο είναι κατανοητός και αναγκαίος,όταν όμως γίνονται έφηβοι, τότε ίσως είναι καλύτερα, με γενναία απόφαση, να σταματήσεις αυτό το είδος οικειότητας με αυτούς, να φύγεις μακριά από τη ζωή τους, να μειώσεις τον εαυτό σου, προκειμένου να έχουν περισσότερο το Χριστό, και λιγότερο εσένα.

7. Πώς να εμφυσήσουμε στα παιδιά το σεβασμό στην Κοινωνία και τις ακολουθίες

Πρώτα απ ‘όλα, πρέπει οι ίδιοι οι γονείς να αγαπούν την Εκκλησία, την εκκλησιαστική ζωή και να αγαπούν σ’αυτην τον κάθε άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένου του μικρού.
Εκείνος που αγαπά την Εκκλησία είναι σε θέση να το μεταδώσει στο μωρό του.
Αυτό είναι σημαντικό, και οτιδήποτε άλλο – είναι απλά συγκεκριμένες μέθοδοι.
Θυμάμαι την ιστορία του Πρωθιερέα Βλαντιμίρ Βορομπιώφ, τον οποίον, στα παιδικά του χρόνια, κοινωνούσαν μόνο μία ή δύο φορές το χρόνο, αλλά θυμάται κάθε μια από αυτές τη φορές, και πότε έγινε αυτό, και ποια ήταν η πνευματική εμπειρία.
Τότε, την εποχή του Στάλιν, να πηγαίνεις συχνά στην εκκλησία ήταν αδύνατο.
Το να σε δούν ακόμα και οι φίλοι σου, θα μπορούσε να απειλήσει όχι μόνο την απώλεια της εκπαίδευσης, αλλά να επισύρει και φυλάκιση.
Ο πατέρας Βλαντιμίρ θυμάται κάθε ερχομό του στην εκκλησία, που ήταν γι αυτόν ένα μεγάλο γεγονός.
Δεν μπορούσε να υπάρξει πραγματικά αφορμή για να ατακτείς,να συνομιλείς, να φλυαρείς με τους συνομηλίκους στην ακολουθία.
Έπρεπε να ρθεις στην λειτουργία, να προσευχηθείς, να κοινωνήσεις των Αγίων Θείων Μυστηρίων, και να ζεις προσδοκώντας την επόμενη τέτοια συνάντηση.
Νομίζω ότι πρέπει να κατανοήσουμε την κοινωνία – συμπεριλαμβανομένων των μικρών παιδιών σε μια εποχή σχετικής συνείδησης – όχι μόνο ως φάρμακο για την υγεία του σώματος και της ψυχής, αλλά και ως κάτι απείρως πιο σημαντικό.

Ακόμη και από το παιδί θα πρέπει να αντιμετωπίζεται πρωτίστως ως μια σύνδεση με το Χριστό.


Το κύριο πράγμα που πρέπει να σκεφτούμε είναι το να γίνουν η επίσκεψη της λειτουργίας και η κοινωνία για το παιδί μας κάτι που πρέπει να κερδίσει και όχι αυτό που τον παρακινούμε. Πρέπει να προσπαθήσουμε να ανοικοδομήσουμε τη στάση της οικογένειάς μας απέναντι στην ακολουθία, έτσι ώστε να μην είμαστε εμείς που θα σπρώξουμε τον έφηβό μας να κοινωνήσει αλλά ο ίδιος -μετά από μια ορισμένη πορεία,που τον ετοίμαζε να λάβει Θεία Κοινωνία – θα είχε το δικαίωμα να έρθει σε λειτουργία και να κοινωνήσει.
Και ίσως είναι καλύτερα το πρωί της Κυριακής, να μην το σκουντάμε για να ξυπνήσει το παιδί μας που διασκέδαζε το Σάββατο το βράδυ: «Σήκω, αργούμε για τη λειτουργία!» αλλά να ξυπνάει χωρίς εμάς και να βλεπει ότι το σπίτι είναι άδειο. Και ότι έμεινε χωρίς γονείς και χωρίς την εκκλησία, και χωρίς τη γιορτή του Θεού.
Ας ερχόταν στις ακολουθίες μόνο για ένα ημίωρο, ακριβώς στην κοινωνία, αλλά δεν μπορεί να μην αισθανθεί κάποια διαφορά μεταξύ του Κυριακάτικου ξαπλώματος στο κρεβάτι και του τί πρέπει να κάνει αυτή τη στιγμή ο κάθε Ορθόδοξος Χριστιανός.
Όταν επιστρέψετε από την εκκλησία, μην κατηγορήσετε το παιδί σας. Ίσως η εσωτερική θλίψη σας για την απουσία του από τη θεία λειτουργία, αντηχεί πιο αποτελεσματικά σ’αυτόν από δέκα γονικά σπρωξίματα, «άντε πήγαινε», «άντε προετοιμάσου», « διάβασε προσευχές».
Ως εκ τούτου, οι γονείς του παιδιού το οποίο είναι στη συνειδητή του ηλικία, δεν πρέπει ποτέ να το ενθαρρύνουν σε εξομολόγηση ή κοινωνία. Και αν είναι σε θέση να συγκρατήσουν τον εαυτό τους σ’ αυτό, τότε η χάρη του Θεού οπωσδήποτε θα αγγίξει την ψυχή του και θα βοηθήσει να μην χαθεί απο τα μυστήρια της Εκκλησίας.
Αυτά είναι μόνο μερικά σημεία που σχετίζονται με τη σύγχρονη πρακτική της παιδικής εξομολόγησης, τα οποία εξέθεσα απλά ως μια πρόσκληση να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση, και, πιθανώς, σε μια πολύ αδύναμη μορφή συζήτησης. Αλλά θα ήθελα οι άνθρωποι οι οποίοι είναι σε μεγάλο βαθμό πνευματικά πιο έμπειροι και έχουν πρακτική πνευματικού για δεκαετίες,να μιλήσουν για το θέμα αυτό.

 Πηγή: orthodoxigynaika.blogspot.gr



Η κοινή προσευχή-ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ


Ήταν το βράδυ  του μεγάλου και Μυστικού Δείπνου και των κατά σάρκα Παθών του Κυρίου. Ενώ λοιπόν ετελείτο μεγαλοπρεπώς ή Ακολουθία των Παθών στην Μεγίστη Λαύρα κατά την συνήθεια, και ο Γρηγόριος συμμετείχε στην πανηγύρι και στους ύμνους μαζί με τους πρόκριτους των μοναχών, και συμπαραστεκόταν σ’ αυτούς, στολίζοντας, θα έλεγε κανείς, εκείνη την σύναξη με την παρουσία του. Αλλά, όπως συμβαίνει συχνά, μερικοί από τους συμπαριστάμενους σαν να λησμόνησαν τα τελούμενα, τις μεγάλες εκείνες και θαυμάσιες ωδές, καθώς και το σκοπό της συναθροίσεως, εκτράπηκαν σε μάταιες ομιλίες και μάλιστα πέρα από το μέτρο και υπερβολικά, αν μπορεί να μιλήσει κανείς για μέτρο σε τέτοια ζητήματα. Δυσανασχετεί γι’ αυτό ο άνθρωπος του Θεού, όπως είναι φυσικό· αλλά επειδή δεν θεωρούσε σωστό να παρατηρήσει σ’ εκείνους να σταματήσουν την ομιλία, αφού απομάκρυνε τον νου συγχρόνως και από εκείνους και από την υμνωδία, τον στρέφει προς τον εαυτό του, όπως συνήθιζε, και διά του εαυτού του προς το Θεό· και αμέσως τον περιλάμπει από πάνω θείο φως, και αφού φωτίσθηκαν από τις ακτίνες εκείνες οι οφθαλμοί τόσο του σώματος όσο και της ψυχής, βλέπει καθαρά σαν να είναι στο παρόν αυτό που επρόκειτο να συμβεί μετά πολλά χρόνια.
Φάνηκε δηλαδή ο τότε ηγούμενος της Λαύρας Μακάριος, που στεκόταν στα δεξιά του, να μη φέρει το συνηθισμένο σχήμα, αλλά έδειχνε να ανήκει στην τάξη των αρχιερέων. Αυτό εμείς το είδαμε έπειτα να εκπληρώνεται στην πράξη, μετά από έντεκα χρόνια, οπότε ο μακάριος αυτός μετά την ηγουμενία και προστασία της Λαύρας ανέβηκε στον αρχιερατικό θρόνο της Θεσσαλονίκης , κι εκεί μαζί με την εξουσία τελείωσε και τη ζωή.
Αλλά και αργότερα στη Θεσσαλονίκη, επειδή δεν είχε κοντά του τη φίλη του ερημία και την αδιατάρακτη αναχώρηση από τους ανθρώπους, κατασκεύασε ο Άγιος για τον εαυτό του ένα κελλάκι στο βάθος, ώστε να είναι ανενόχλητος, και εκεί αναχωρούσε από όλα και απολάμβανε, όσο ήταν δυνατόν, νύκτα και ήμερα τα αγαθά της ερημίας. Κάποια μέρα λοιπόν είχε καθίσει ησυχάζοντας εκεί και προσευχόταν μυστικά στο Θεό. Οι μαθητές και συνασκητές και ομότροποί του ήταν όλοι μαζί στον θαυμαστό Ισίδωρο, που τελούσαν αγρυπνία ψάλλοντας και πανηγυρίζοντας όπως έπρεπε τον Αντώνιο, τον κοινό καθηγητή και πατέρα των μοναχών. Ήταν το βράδυ, της καθιερωμένης κοινής ετήσιας πανηγύρεως του αγίου αυτού, από την οποία δεν έλειπε ούτε ο ίδιος ο μέγας Αντώνιος, ω του θαύματος, αλλά παρευρισκόταν λαμπρός, με την μορφή μοναχού, μεσολαβώντας δίκαια μεταξύ των δύο μερών.
Ενώ δηλαδή ο Γρηγόριος προσευχόταν εκεί ησυχαστικά, όπως είπα, έρχεται και λάμπει γύρω του θείο φως -όπως συχνά συνέβαινε-, στο άπλετο δε αυτό φως μέσα φαινόταν και ο μέγας Αντώνιος· αυτός είπε στο Γρηγόριο, εμπρός στον οποίο στάθηκε: «Καλή βέβαια είναι και η προσευχή του νου στην ησυχία, επειδή καθαρίζει το οπτικό της ψυχής και το καταξιώνει της αποκαλύψεως και θέας των απορρήτων μυστηρίων αλλά μερικές φορές είναι αναγκαίο να συντροφεύει κανείς τους ομότροπους αδελφούς και να συμμετέχει μαζί τους στην προσευχή και τη ψαλμωδία και στις άλλες πνευματικές επιδόσεις· πρέπει λοιπόν και τώρα να μεταβείς προς εκείνους που αγρυπνούν και ψάλλουν, οι όποιοι χρειάζονται πολύ την επιστασία σου».
Και εκείνος μεν, αφού δίδαξε αυτά το φίλο απήλθε προς τον εαυτό του, ο δε Γρηγόριος εξεπλήρωσε αμέσως την εντολή· αφήνοντας την ησυχία και το κελλί του, έρχεται μεπολλή χαρά στους χαίροντες φίλους του και τελεί την εορτή άγρυπνος μαζί μ’ εκείνους όλη την ιερή εκείνη νύχτα.

(«Ο κόσμος της Προσευχής» -εκδ. Κάλαμος)

Άγ.Ισαάκ ο Σύρος-Για ποιους λόγους παραχωρούνται οι πειρασμοί


 
" Γι΄αυτό παραχωρεί ο Κύριος στους αγίους, που τον αγαπούν, αιτίες για ταπείνωση και για συντριβή της καρδιάς, η οποία επιτυγχάνεται με επίπονη προσευχή, για να πλησιάσουν κοντά του με ταπείνωση. Και πολλές φορές τους προκαλεί φόβο με τα σωματικά παθήματα, και με ολισθήματα στις αισχρές και βρομερές ενθυμήσεις, με ονειδισμούς και προσβολές και ραπίσματα, και άλλοτε, με αρρώστιες και αδυναμίες σωματικές ή με τη φτώχεια, με έλλειψη των αναγκαίων για τη συντήρηση του σώματος και, ακόμη, με τρομερό φόβο και εγκατάλειψη, και με φανερό πόλεμο του διαβόλου. Μερικές φορές τους ανθρώπους του ο Κύριος τους κάνει να ταπεινωθούν και με διάφορα άλλα πράγματα. Όλα αυτά γίνονται, για να μη νυστάξουν και πέσουν στην αμέλεια, ή μπορεί να συμβαίνουν, για να βρει την ψυχική του υγεία ο αγωνιστής, την οποία έχασε εξαιτίας των αμαρτιών του, ή για να προφυλαχθεί φοβούμενος τα μελλοντικά δεινά. Ώστε η ανάγκη είναι που φέρνει τους πειρασμούς στους ανθρώπους και τους κάνει ωφέλιμους. Δε λέω όμως, ότι πρέπει ο άνθρωπος να χαυνωθεί με τη θέλησή του από τους αισχρούς λογισμούς, για να τους ενθυμείται και να βρει, έτσι, πρόφαση για ταπείνωση, ούτε λέω να ζητήσει να εισέλθει στους διάφορους άλλους πειρασμούς. Αλλά θέλω να πω ότι πρέπει ο άνθρωπος, ενώ κάνει το καλό, να είναι πάντοτε προσεκτικός, και να φυλάει την ψυχή του από την αμαρτία, και να συλλογίζεται ότι είναι κτιστός και, επομένως, εύκολα μπορεί να πέσει. Κάθε κτιστός (άνθρωπος) χρειάζεται τη δύναμη του Θεού να τον βοηθήσει, και όποιος χρειάζεται τη βοήθεια του άλλου, έχει κάποια φυσική αδυναμία. Και όποιος έχει συναίσθηση της ασθένειας και της αδυναμίας του, είναι ανάγκη να ταπεινωθεί και να ζητήσει, για να πάρει αυτό που του χρειάζεται απ΄αυτόν πού έχει να του το δώσει. Εάν λοιπόν από την αρχή ήξερε και έβλεπε την ασθένειά του, ποτέ δε θα τον έπιανε αμέλεια, και άμα δεν είχε αμέλεια, δε θα κοιμόταν ξένοιαστος, και δε θα παραδινόταν στα χέρια αυτών που τον πληγώνουν με τις θλίψεις, για να τον ξυπνήσουν τελικά από την αμέλειά του.

Λοιπόν, ο πορευόμενος στο δρόμο του Θεού πρέπει να τον ευχαριστεί για όλες τις θλίψεις πού τον βρίσκουν, και να κατηγορεί και να ατιμάζει τον αμελή εαυτό του, και να ξέρει ότι ο Κύριος, που τον αγαπά και τον φροντίζει, δε θα του παραχωρούσε τα λυπηρά, για να ξυπνήσει το νου του, αν δεν έδειχνε κάποια αμέλεια. Ακόμη μπορεί να επέτρεψε ο Θεός κάποια θλίψη, διότι ο άνθρωπος έχει υπερηφανευθεί, οπότε ας το καταλάβει και ας μην ταραχθεί κι ας μην εγκαταλείψει το στάδιο και τον αγώνα, αλλ΄ ας βρίσκει την αιτία στον εαυτό του, ώστε το κακό να μη γίνει διπλό, δηλαδή να υποφέρει και να μη θέλει να θεραπευθεί. Στο Θεό πού είναι η πηγή της δικαιοσύνης, δεν υπάρχει αδικία. Αυτό να μην περάσει από το νου μας. Ας είναι δοξασμένο το όνομά του εις τους αιώνας. Αμήν. (85-6) "
.

«Ανθολόγιο από την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου»

Ο Γέροντας Πορφύριος συμβουλεύει πως αντιμετωπίζεται η κατάθλιψη


 
"Όλες σχεδόν οι αρρώστιες προέρχονται από έλλειψη εμπιστοσύνης στον Θεό και αυτό δημιουργεί άγχος. Το άγχος το δημιουργεί η κατάργηση του θρησκευτικού αισθήματος.


Αν δεν έχετε έρωτα για τον Χριστό, αν δεν ασχολείσθε με άγια πράγματα, σίγουρα θα γεμίσετε με μελαγχολία και κακό.

Ένα πράγμα που μπορεί να βοηθήσει τον καταθλιπτικό είναι και η εργασία, το ενδιαφέρον για τη ζωή. Ο κήπος, τα φυτά, τα λουλούδια, τα δέντρα, η εξοχή, ο περίπατος στην ύπαιθρο, η πορεία, όλ’ αυτά βγάζουν τον άνθρωπο απ’ την αδράνεια και του δημιουργούν άλλα ενδιαφέροντα. Επιδρούν σαν φάρμακα. Η ασχολία με την τέχνη, τη μουσική κ.λπ. κάνει πολύ καλό. Σ’ εκείνο, όμως, που δίδω τη μεγαλύτερη σημασία είναι το ενδιαφέρον για την Εκκλησία, για τη μελέτη της Αγίας Γραφής, για τις ακολουθίες. Μελετώντας τα λόγια του Θεού, θεραπεύεται κανείς χωρίς να το καταλάβει.

Να μην αποθαρρυνόμαστε, ούτε να βιαζόμαστε, ούτε να κρίνομε από πράγματα επιφανειακά και εξωτερικά.


Αν, για παράδειγμα, βλέπετε μια γυναίκα γυμνή ή άσεμνα ντυμένη, να μη μένετε στο εξωτερικό, αλλά να μπαίνετε, στο βάθος, στην ψυχή της. Ίσως να είναι πολύ καλή ψυχή κι έχει υπαρξιακές αναζητήσεις, που τις εκδηλώνει με την έξαλλη εμφάνιση. Έχει μέσα της δυναμισμό, έχει τη δύναμη της προβολής, θέλει να εκλύσει τα βλέμματα των άλλων. Από άγνοια, όμως, έχει διαστρέψει τα πράγματα. Σκεφθείτε να γνωρίσει αυτή τον Χριστό. Θα πιστέψει, κι όλη αυτή την ορμή θα τη στρέψει στον Χριστό. Θα κάνει το παν, για να ελκύσει τη χάρη του Θεού. Θα γίνει αγία.




Πολλές φορές με την αγωνία μας και τους φόβους μας και την άσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρίς να το θέλομε και χωρίς να το καταλαβαίνομε, κάνομε κακό στον άλλον, έστω κι αν τον αγαπάμε πάρα πολύ, όπως, για παραδείγματος χάριν, η μάνα το παιδί της. Η μάνα μεταδίδει στο παιδί όλο το άγχος της για τη ζωή του, για την υγεία του, για την πρόοδό του, έστω κι αν δεν του μιλάει, έστω κι αν δεν εκδηλώνει αυτό που έχει μέσα της. Αυτή η αγάπη, η φυσική αγάπη, μπορεί κάποτε να βλάψει. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την αγάπη του Χριστού, που συνδυάζεται με την προσευχή και με την αγιότητα του βίου. Η αγάπη αυτή κάνει άγιο τον άνθρωπο, τον ειρηνεύει, διότι αγάπη είναι ο Θεός."
 
Γέροντας Πορφύριος

Γ. Παΐσιος: Όσο ξεχνάμε τον εαυτό μας, τόσο μας θυμάται ό Θεός

 
Όποιος έχει θυσία καί πίστη στον Θεό, δέν ύπολογίζει τόν εαυτό του. Ό άνθρωπος, όταν δέν καλλιεργήση το πνεύμα της θυσίας, σκέφτεται μόνον τόν εαυτό του και θέλει όλοι νά θυσιάζωνται γι’ αυτόν. Άλλα όποιος σκέφτεται μόνον τόν εαυτό του, αυτός απομονώνεται καί από τους ανθρώπους, απομονώνεται καί από τόν Θεό - διπλή απομόνωση -, οπότε δέν δέχεται θεία Χάρη. Αυτός είναι άχρηστος άνθρωπος. Καί νά δήτε, αυτόν πού σκέφτεται συνέχεια τόν εαυτό του, τίς δυσκολίες του κ.λπ., καί ανθρωπίνως κανείς δέν θά του συμπαρασταθη σέ μιά ανάγκη. Καλά, θεϊκή συμπαράσταση δέν θά έχη, αλλά δέν θά έχη καί ανθρώπινη. Μετά θά προσπαθη από έδώ-άπό εκεί νά βοηθηθή. Θά βασανίζεται δηλαδή, γιά νά βοηθηθή από ανθρώπους, άλλα βοήθεια δέν θά βρίσκη. Αντίθετα, όποιος δέν σκέφτεται τόν εαυτό του, αλλά σκέφτεται συνέχεια τους άλλους, μέ τήν καλή έννοια, αυτόν τόν σκέφτεται συνέχεια ό Θεός, καί μετά τόν σκέφτονται καί οί άλλοι. Όσο ξεχνάει τόν εαυτό του, τόσο τόν θυμάται ό Θεός. Νά, μιά ψυχή φιλότιμη μέσα σέ ένα Κοινόβιο θυσιάζεται, δίνεται κ.λπ. Αυτό, νομίζετε, δέν έχει πέσει στην αντίληψη τών άλλων; Μπορεί νά μήν τήν σκεφθούν οί άλλοι αυτήν τήν ψυχή πού δίνεται ολόκληρη καί δέν σκέφτεται τόν εαυτό της; Μπορεί νά μήν τήν σκεφθή ό Θεός; Μεγάλη υπόθεση! Έδώ βλέπει κανείς τήν ευλογία του Θεού, πώς εργάζεται ό Θεός.
Στις δυσκολίες δίνει εξετάσεις ό άνθρωπος. Έκεί φαίνεται αν έχη πραγματική αγάπη, θυσία. Καί όταν λέμε ότι ένας έχει θυσία, εννοούμε ότι τήν ώρα του κινδύνου δέν υπολογίζει τόν εαυτό του καί σκέφτεται τους άλλους. Βλέπεις, καί ή παροιμία λέει «ό καλός φίλος στην ανάγκη φαίνεται». Θεός φυλάξοι, άν λ.χ. τώρα έπεφταν βόμβες, θά φαινόταν ποιος σκέφτεται τόν άλλον καί ποιος σκέφτεται τόν εαυτό του. Όποιος όμως έχει μάθει νά σκέφτεται μόνον τόν εαυτό του, σέ μιά δυσκολία πάλι τόν εαυτό του θά σκέφτεται, καί ό Θεός δέν θά τόν σκέφτεται αυτόν τόν άνθρωπο. Όταν από τώρα δέν σκέφτεται κανείς τόν εαυτό του άλλα σκέφτεται τους άλλους, και στον κίνδυνο τους άλλους Θά σκεφθη. Τότε ξεκαθαρίζουν ποιοι έχουν πραγματικά θυσία και ποιοί είναι φίλαυτοι.
Άν δεν άρχίση κανείς νά κάνη από τώρα καμμιά θυσία, νά θυσιάση μιά επιθυμία, έναν εγωισμό, πώς θά φθάση νά θυσιάση την ζωή του σε μιά δύσκολη στιγμή; "Αν τώρα σκέφτεται τόν κόπο και κοιτάη νά μήν κοπιάση λίγο παραπάνω άπό έναν άλλο σε μιά δουλειά, πώς θά φθάση στην κατάσταση νά τρέχη νά σκοτωθή αυτός, γιά νά μή σκοτωθή ό άλλος; Άν τώρα γιά μικρά πράγματα σκέφτεται τόν εαυτό του, τότε πού θά κινδυνεύη ή ζωή του, πώς θά σκεφθη τόν άλλον; Τότε θά είναι πιο δύσκολα. Αν έρθουν δύσκολα χρόνια και εχη λ.χ. ό διπλανός του πυρετό και τόν δη νά πέση στον δρόμο, θά τόν άφήση καί θά φύγη. Θά πή: «Νά πάω νά ξαπλώσω, μήν πέσω καί εγώ».
Στον πόλεμο παλεύει ή ζωή ή δική σου με τήν ζωή τοΰ άλλου. Λεβεντιά είναι νά τρέχη ό ένας νά γλυτώση τόν άλλον. Όταν δεν ύπάρχη θυσία, ό καθένας πάει νά γλυτώση τόν εαυτό του. Καί είναι παρατηρημένο· όποιος πάει στον πόλεμο νά ξεφύγη, τόν βρίσκει εκεί ή οβίδα. Πάει δήθεν νά γλυτώση καί σπάζει τά μούτρα του. Γι' αυτό νά μήν κοιτάζη κανείς νά ξεφύγη, καί ιδίως όταν αυτό είναι εις βάρος τών άλλων. Θυμάμαι ένα περιστατικό άπό τόν Αλβανικό πόλεμο.
Ένας στρατιώτης είχε μιά πλάκα, γιά νά προστατεύη το κεφάλι του. Έν τω μεταξύ χρειάσθηκε νά πάη λίγο πιο πέρα καί τήν ακούμπησε κάτω. Πάει αμέσως ό διπλανός του καί τήν παίρνει. Σού λέει: «Ευκαιρία είναι, θά τήν πάρω εγώ τώρα». Τήν ίδια στιγμή, τάκ, πέφτει ό όλμος επάνω του, τόν διέλυσε. Αυτός έβλεπε τά πυρά πού έπεφταν καί πήρε τήν πλάκα, γιά νά γλυτώση· δεν υπολόγισε τόν άλλον πού θά γύριζε πάλι. Σκέφθηκε μόνον τόν εαυτό του καί δικαιολόγησε κάπως καί τήν πράξη του: «Αφού πήγε λίγο πιο πέρα ό άλλος, μπορώ νά τήν πάρω τήν πλάκα». Ναί, έφυγε, άλλα ή πλάκα ήταν δική του. Ένας άλλος, όσο συνεχιζόταν ό πόλεμος, προσπαθούσε να γλυτώση. Κανέναν δεν υπολόγιζε.
Οί άλλοι βοηθούσαν, αυτός καθόταν στο σπίτι του. Κοίταζε μέχρι την τελευταία ώρα πού δυσκόλεψαν τα πράγματα να ξεφύγη. Αργότερα, όταν είχαν έρθει οί Άγγλοι, πήγε στο στρατόπεδο, παρουσιάσθηκε στον Ζέρβα καί, επειδή είχε και αμερικανική υπη- κοότητα, βρήκε ευκαιρία καί έφυγε γιά τήν Αμερική. Μόλις όμως έφθασε εκεί, πέθανε! Ή γυναίκα του ή καημένη έλεγε: «Πήγε να ξεφύγη από τον Θεό!». Αυτός πέθανε, ενώ άλλοι πού πήγαν καί στον πόλεμο έζησαν.
 
Λόγοι Γέροντος Παϊσίου