Sunday, 2 December 2012
Ο Μητροπολίτης Ατλάντας Αλέξιος μιλά για τον Γέροντα Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη
Ένδυση Λειτουργικών Ενδυμάτων | Orthodox Liturgical Garments
Ένδυση Λειτουργικών Ενδυμάτων του Ορθόδοξου Κλήρου | Orthodox Liturgical Garments
Contact us: rec.conservation@gmail.com
In an effort to implement a training video in the vesting in Orthodox Liturgical Garments for the course History of Textiles, the Department for the Protection and Maintanence of the Cultural Heritage of the Ionian Islands, in collaboration with the Holy Metropolis of Zakynthos and the Strofades, and the student Ms. Ilona Ntelianidou, created the attached video in Greek with English and Russian subtitles.
The setting is the Holy Church of Saint Dionysios in Zakynthos.
Γέρων Νεκτάριος: Η αγνωσία μεγάλος εχθρός του ανθρώπου
Ομιλία Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη με θέμα:
"Η ΑΓΝΩΣΙΑ ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ"
Η ομιλία πραγματοποήθηκε στην Ιερά Μονή Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και Σεραφείμ του Σαρώφ Τρικόρφου Φωκίδος την Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012.
Ο φτωχός τσαγκάρης..
Στα
χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μικρού, ζούσε στην Πόλη ένας καλός
και ευσεβής άνθρωπος. Δούλευε στο Παλάτι σάν βασιλικός γραμματικός.
Ειχε ένα όμορφο σπίτι, πολλούς υπηρέτες και μεγάλα κτήματα έξω από τη
βασιλεύουσα. ο αυτοκράτορας τον εκτιμούσε πολύ και τον καλούσε συχνά στα
συμπόσια και στις διασκεδάσεις του. Εκείνος πήγαινε για να μή προσβάλει
το βασιλιά, όμως ήξερε καλά πως τα μεγαλεία του κόσμου είναι προσωρινά.
Ηθελε να μάθει πώς θα μπορούσε να κερδήσει τα αιώνια.
Ενα
δειλινό λοιπόν, μέρα Παρασκευή, καθώς περνούσε πεζός εξω από την
Παναγία των Χαλκοπρατείων, πρόσεξε πως η εκκλησία ήταν ανοιχτή. Γυναίκες
και άντρες, σεμνά ντυμένοι, μπαίνανε κάνοντας το σταυρό τους, ενώ η
γλυκειά ψαλμωδία ακουγόταν ίσαμε εξω. Έστειλε στο σπίτι τον υπηρέτη που
τον συνόδευε και μπήκε στην εκκλησία. Δέν ήταν πολύ μεγάλη, αλλά ήταν
ολοκαίνουργια. Η Αυγούστα Πουλχερία είχε φανεί πολύ γενναιόδωρη κι ετσι
δεν ελειπε τίποτα από το ναό. Εκείνη την ώρα λιγοστές λαμπάδες και
ταπεινά κεράκια φώτιζαν απαλά τον ιερό χώρο και τις μορφές, που, όρθιες ή
γονατισμένες προσεύχονταν.. Βρήκε ένα άδειο στασίδι κι ακούμπησε.
Κατάλαβε πως τελούσαν αγρυπνία. Γνωστές προσευχές ανέβηκαν αυθόρμητα
στα χείλη του, η ψυχή του άρχισε να γαληνεύει, διώχνοντας μακριά τις
κοσμικές έγνοιες. Συνεπαρμένος από την κατάνυξη, που βασίλευε ολόγυρα
του, σιγόψελνε τα τροπάρια και σιγομουρμούριζε τις ευχές. και κάποια
στιγμή, το βλέμμα του, σάν μαγνητισμένο, έπεσε σέ μιά προσευχόμενη
μορφή: ήταν ένας άντρας μεσόκοπος, φτωχοντυμένος, που δεότανε με
ιδιαίτερη θέρμη. Πεσμένος στα γόνατα, με τα μάτια στραμμένα ψηλά,
έστελνε στον Παντοδύναμο τις ικεσίες του. Δάκρυα αυλάκωναν τα σκαμμένα
του μάγουλα. η στάση του μαρτυρουσε πολλή ευλάβεια και ταπείνωση.
με
το πρώτο φώς της αυγής, τέλειωσε η αγρυπνία. ο βασιλικός γραμματικός δέ
βιάστηκε να βγει. Περίμενε να δει τί θα κάμει ο άγνωστος εκείνος
άνθρωπος. Κάποια στιγμή τον είδε να συνέρχεται από τη βαθειά κατάνυξη
και να κατευθύνεται στην έξοδο. Σπρωγμένος από ανεξήγητη περιέργεια, τον
ακολούθησε. Βγήκαν από την εκκλησία και τους τύλιξε η πρωινή δροσιά. ο
άνθρωπος τράβηξε κατά το Δίππιο, οπου ήταν ο ναός του Αγίου Ιωάννη του
Θεολόγου. Εκείνη την ώρα ήταν κλειστός. Όμως ο άνθρωπος στάθηκε μπροστά
στην κεντρική θύρα, έκαμε τρεις μετάνοιες, αυτοσυγκεντρώθηκε για λίγα
λεπτά —σίγουρα προσεύχεται, σκέφτηκε ο γραμματικός που τον ακολουθούσε –
και οι πύλες του ναού άνοιξαν διάπλατα, σά να τις κινούσε αόρατο χέρι! ο
άγνωστος μπήκε στο ναό.
Τί εϊναι τούτο! σάστισε ο γραμματικός, μή πιστεύοντας τα μάτια του. η περιέργειά του είχε κορυφωθεί.
Περίμενε
υπομονετικά. Λιγοστοί διαβάτες τον κοίταζαν, εντυπωσιασμένοι από το
άρχοντικό του ντύσιμο, τον προσπερνούσαν, σίγουρα απορώντας πώς ένας
άνθρωπος της τάξης του, βρισκόταν τέτοια ώρα εξω ολομόναχος. Μόνο το
χρυσό του δαχτυλίδι άξιζε μιά μικρή περιουσία. Ωστόσο, εκείνος
αδιαφορούσε. Όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στις θύρες της εκκλησίας,
που άνοιξαν πάλι με τρόπο θαυματουργικό, για να βγει ο άγνωστος. Κι
έκλεισαν πίσω του μ’ ένα ελαφρό τρίξιμο. Σάν να μή συνέβαινε τίποτα, ο
άνθροπος βάδισε προς το σταυροδρόμι, χορίς να υποψιάζεται πως τον
ακολουθούν, Έστριψε σ’ ένα στενό σοκκάκι, στάθηκε μπροστά σ’ ένα
χαμόσπιτο, έσπρωξε την παμπάλαιη πόρτα και μπήκε.
«Ωστε εδώ κάθεται», συμπέρανε ο βασιλικός γραμματικός και γύρισε στο αρχοντικό του προβληματισμένος.
Πέρασε
το Σαββατοκύριακο με πολλή δουλειά στο Παλάτι. Όμως την αυγή της
Δευτέρας, ο αυτοκράτορας και οι αυλικοί βγήκαν να κυνηγήσουν. Βρήκε
λοιπόν τον καιρό, να περάσει μονάχος από το σπίτι του ανθρώπου εκείνου.
Στο κατώφλι στεκόταν μιά νοικοκυρεμένη γυναίκα κι έστριφτε το αδράχτι
της.
Πού είναι ο άνθρωπος που μένει εδώ; τη ρώτησε.
Λιγάκι σαστισμένη από την εμφάνιση κι από τόν τόνο της φωνής του, τον κοίταζε, σάν να μή καταλάβαινε πώς μιλούσε σ’ εκείνη.
Τον άντρα μου εννοείς, κύριέ μου; κατάφερε να ψελλίσει.
Δέν ξέρω άν είναι άντρας σου, εγώ γυρεύω τον άνθρωπο που μένει εδώ.
Μόνο ο άντρας μου κι εγώ μένουμε εδώ, κύριέ μου. Είναι τσαγκάρης κι έχει πάει στην αγορά να πουλήσει τα παπούτσια που έφτιαξε την περασμένη βδομάδα. Μπορείς να μου πεις τί τον θέλεις;
Θέλω να του παραγγείλω παπούτσια.
Τότε μπορείς να τον περιμένεις ή να αφήσεις παραγγελία.
Ο γραμματικός σκέφτηκε λιγάκι. Τελικά έβγαλε από το πουγγί του ένα νόμισμα και το έδωσε στη γυναίκα.
Θα τον περιμένω, εξήγησε. Εσύ ωστόσο πήγαινε να ψωνίσεις κάτι να φάμε.
Λιγάκι σαστισμένη από την εμφάνιση κι από τόν τόνο της φωνής του, τον κοίταζε, σάν να μή καταλάβαινε πώς μιλούσε σ’ εκείνη.
Τον άντρα μου εννοείς, κύριέ μου; κατάφερε να ψελλίσει.
Δέν ξέρω άν είναι άντρας σου, εγώ γυρεύω τον άνθρωπο που μένει εδώ.
Μόνο ο άντρας μου κι εγώ μένουμε εδώ, κύριέ μου. Είναι τσαγκάρης κι έχει πάει στην αγορά να πουλήσει τα παπούτσια που έφτιαξε την περασμένη βδομάδα. Μπορείς να μου πεις τί τον θέλεις;
Θέλω να του παραγγείλω παπούτσια.
Τότε μπορείς να τον περιμένεις ή να αφήσεις παραγγελία.
Ο γραμματικός σκέφτηκε λιγάκι. Τελικά έβγαλε από το πουγγί του ένα νόμισμα και το έδωσε στη γυναίκα.
Θα τον περιμένω, εξήγησε. Εσύ ωστόσο πήγαινε να ψωνίσεις κάτι να φάμε.
Εκείνη τον κοίταξε απορημένη.
Το χαμόσπιτό μας, κύριέ μου, δέν είναι για σένα, είπε. Φαίνεσαι αρχοντομαθημένος. Εδώ μέσα θέλεις να φας;
Γιατί όχι; της αντιγύρισε. το σπίτι μου είναι πολύ μακριά, δέν μπορώ να πάω και να ξαναγυρίσω.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι υποταγμένη. Πήγε στην κοντινή αγορά και γύρισε φορτωμένη ψωμί, τυρί, ψάρια και φρούτα. Ωσπου να ετοιμαστεί το φαί, γύρισε κι ο τσαγκάρης. Σάστισε μόλις είδε τον ξένο να περιμένει υπομονετικά, καθισμένος στο μοναδικό σκαμνί. Χαιρέτισε ταπεινά.
Στή διάθεσή σου, άρχοντά μου. Τί προστάζεις;
Θέλω να μου φτιάξεις μερικά ζευγάρια παπούτσια για τους ανθρώπους μου.
Ο τσαγκάρης δέν αποκρίθηκε αμέσως. Μιά τέτοια παραγγελία ήταν ανέλπιστη, θα κέρδιζε τόσα, όσα δέν κέρδιζε ολόκληρο το χρόνο. Κι όμως αντί να χαίρεται, ένιωθε άμήχανα.
Κύριέ μου, εγώ φτιάχνω χοντροπάπουτσα για χωριάτες, είπε. Δέν είμαι κανένας σπουδαίος τεχνίτης, σάν αυτούς που είναι στο μεγάλο δρόμο. Σίγουρα δέν θα μπορέσω να σέ ευχαριστήσω.
Καλά, καλά, τον έκοψε ο γραμματικός, ας φάμε πρώτα και μετά μιλάμε για τη δουλειά. τα ψάρια μοσχομυρίζουν.
Θα φας μαζί μας; απόρησε ο τσαγκάρης. το φτωχικό μας…
Τα ϊδια μου ειπε κι η γυναίκα σου και της εξήγησα πως το σπίτι μου είναι πολύ μακριά. που να πηγαίνω και να ξανάρχομαι!
Ο,τι πεις, κύριέ μου.
Η γυναίκα σερβίρισε ψάρια και ψωμοτύρι για τον ξένο, στην καλύτερη πήλινη γαβάθα της, ύστερα αυτή κι ο άντρας της στρώθηκαν κατάχαμα σταυροπόδι κι άρχισαν να τρώνε με όρεξη από την ίδια γαβάθα. Σάν ήρθε η ώρα του φρούτου, λέει ο γραμματικός του τσαγκάρη, «θέλω να σου μιλήσω ιδιαιτέρως».
Δέν έχω μυστικά από τη γυναίκα μου, κύριέ μου, αποκρίνεται εκείνος. Τόσα χρόνια που είμαστε παντρεμένοι, δέν της έκρυψα ποτέ τίποτα. Ό,τι έχεις να πεις, πές το μπροστά της.
«Ας είναι. Λοιπόν, την περασμένη Παρασκευή, σέ είδα στην αγρυπνία, στην Παναγία των Χαλκοπρατείων. Ύστερα σέ ακολούθησα μέχρι τον άγιο Ιωάννη. Είδα τί έγινε εκεί. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως είσαι άνθρωπος του Θεού. το διαπίστωσα και πριν από λίγο, σάν μου μίλησες τόσο τίμια για τη δουλειά σου. Φτιάξε μου παπούτσια για τους ανθρώπους μου. Αλλά, σέ παρακαλώ, μή μου κρύψεις τις αρετές σου, ώστε να σέ μιμηθώ κι εγώ».
«Αρχοντά μου, έσύ θέλεις να μιμηθείς εμένα, ένα φουκαρά τσαγκάρη;»
Πιστεύω πως είσαι άνθρωπος του Θεού, επέμεινε ο γραμματικός, και σ’ έχει προικίσει με ξεχωριστά χαρίσματα.
Κύριέ μου, αυτό που είδες, δέν το κατάφερα εγώ, αλλά ο Θεός. Ούτε είμαι κανένας άγιος, κάθε άλλο…
Ωστόσο είμαι σίγουρος πως κάτι κάνεις, που ευχαριστεί ιδιαίτερα το Θεό, αλλιώς δέ θα είχες τέτοια ευλογία.
Τί να σου πώ! Όπως βλέπεις, είμαι τσαγκάρης. Όσα κερδίζω, τα χωρίζω σέ τρεις μερίδες: κρατώ τη μιά για να ζούμε, με τη δεύτερη αγοράζω υλικά για τη δουλειά μου και την τρίτη τη δίνω στούς φτωχούς, γιατί υπάρχει πάντα ο φτωχότερος από το φτωχό. Κι η γυναίκα μου κι εγώ τηρούμε τις νηστείες, πάμε τακτικά στην εκκλησία. Τίποτα το ξεχωριστό δηλαδή.
Σταμάτησε να μιλά, κοίταξε ικετευτικά το γραμματικό.
Κι όσο για κείνο που είδες στον άγιο Γιάννη, μή πεις σε κανένα τίποτα, ώσπου να με πάρει ο Θεός, πρόστεσε.
Ο γραμματικός κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Ανθρωπέ μου, είναι τιμή μου που σε γνώρισα, ειπε.
Έσκυψε, τον ασπάστηκε και βγήκε από το χαμόσπιτο. Ένιωθε ανάλαφρος και πιο γνωστικός.
Το χαμόσπιτό μας, κύριέ μου, δέν είναι για σένα, είπε. Φαίνεσαι αρχοντομαθημένος. Εδώ μέσα θέλεις να φας;
Γιατί όχι; της αντιγύρισε. το σπίτι μου είναι πολύ μακριά, δέν μπορώ να πάω και να ξαναγυρίσω.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι υποταγμένη. Πήγε στην κοντινή αγορά και γύρισε φορτωμένη ψωμί, τυρί, ψάρια και φρούτα. Ωσπου να ετοιμαστεί το φαί, γύρισε κι ο τσαγκάρης. Σάστισε μόλις είδε τον ξένο να περιμένει υπομονετικά, καθισμένος στο μοναδικό σκαμνί. Χαιρέτισε ταπεινά.
Στή διάθεσή σου, άρχοντά μου. Τί προστάζεις;
Θέλω να μου φτιάξεις μερικά ζευγάρια παπούτσια για τους ανθρώπους μου.
Ο τσαγκάρης δέν αποκρίθηκε αμέσως. Μιά τέτοια παραγγελία ήταν ανέλπιστη, θα κέρδιζε τόσα, όσα δέν κέρδιζε ολόκληρο το χρόνο. Κι όμως αντί να χαίρεται, ένιωθε άμήχανα.
Κύριέ μου, εγώ φτιάχνω χοντροπάπουτσα για χωριάτες, είπε. Δέν είμαι κανένας σπουδαίος τεχνίτης, σάν αυτούς που είναι στο μεγάλο δρόμο. Σίγουρα δέν θα μπορέσω να σέ ευχαριστήσω.
Καλά, καλά, τον έκοψε ο γραμματικός, ας φάμε πρώτα και μετά μιλάμε για τη δουλειά. τα ψάρια μοσχομυρίζουν.
Θα φας μαζί μας; απόρησε ο τσαγκάρης. το φτωχικό μας…
Τα ϊδια μου ειπε κι η γυναίκα σου και της εξήγησα πως το σπίτι μου είναι πολύ μακριά. που να πηγαίνω και να ξανάρχομαι!
Ο,τι πεις, κύριέ μου.
Η γυναίκα σερβίρισε ψάρια και ψωμοτύρι για τον ξένο, στην καλύτερη πήλινη γαβάθα της, ύστερα αυτή κι ο άντρας της στρώθηκαν κατάχαμα σταυροπόδι κι άρχισαν να τρώνε με όρεξη από την ίδια γαβάθα. Σάν ήρθε η ώρα του φρούτου, λέει ο γραμματικός του τσαγκάρη, «θέλω να σου μιλήσω ιδιαιτέρως».
Δέν έχω μυστικά από τη γυναίκα μου, κύριέ μου, αποκρίνεται εκείνος. Τόσα χρόνια που είμαστε παντρεμένοι, δέν της έκρυψα ποτέ τίποτα. Ό,τι έχεις να πεις, πές το μπροστά της.
«Ας είναι. Λοιπόν, την περασμένη Παρασκευή, σέ είδα στην αγρυπνία, στην Παναγία των Χαλκοπρατείων. Ύστερα σέ ακολούθησα μέχρι τον άγιο Ιωάννη. Είδα τί έγινε εκεί. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως είσαι άνθρωπος του Θεού. το διαπίστωσα και πριν από λίγο, σάν μου μίλησες τόσο τίμια για τη δουλειά σου. Φτιάξε μου παπούτσια για τους ανθρώπους μου. Αλλά, σέ παρακαλώ, μή μου κρύψεις τις αρετές σου, ώστε να σέ μιμηθώ κι εγώ».
«Αρχοντά μου, έσύ θέλεις να μιμηθείς εμένα, ένα φουκαρά τσαγκάρη;»
Πιστεύω πως είσαι άνθρωπος του Θεού, επέμεινε ο γραμματικός, και σ’ έχει προικίσει με ξεχωριστά χαρίσματα.
Κύριέ μου, αυτό που είδες, δέν το κατάφερα εγώ, αλλά ο Θεός. Ούτε είμαι κανένας άγιος, κάθε άλλο…
Ωστόσο είμαι σίγουρος πως κάτι κάνεις, που ευχαριστεί ιδιαίτερα το Θεό, αλλιώς δέ θα είχες τέτοια ευλογία.
Τί να σου πώ! Όπως βλέπεις, είμαι τσαγκάρης. Όσα κερδίζω, τα χωρίζω σέ τρεις μερίδες: κρατώ τη μιά για να ζούμε, με τη δεύτερη αγοράζω υλικά για τη δουλειά μου και την τρίτη τη δίνω στούς φτωχούς, γιατί υπάρχει πάντα ο φτωχότερος από το φτωχό. Κι η γυναίκα μου κι εγώ τηρούμε τις νηστείες, πάμε τακτικά στην εκκλησία. Τίποτα το ξεχωριστό δηλαδή.
Σταμάτησε να μιλά, κοίταξε ικετευτικά το γραμματικό.
Κι όσο για κείνο που είδες στον άγιο Γιάννη, μή πεις σε κανένα τίποτα, ώσπου να με πάρει ο Θεός, πρόστεσε.
Ο γραμματικός κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Ανθρωπέ μου, είναι τιμή μου που σε γνώρισα, ειπε.
Έσκυψε, τον ασπάστηκε και βγήκε από το χαμόσπιτο. Ένιωθε ανάλαφρος και πιο γνωστικός.
Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου: «Τα μυστικά της ερύμου».
Εκδόσεις «Τήνος». Αθήνα 1995. Σελ. 59 – 68.
Εκδόσεις «Τήνος». Αθήνα 1995. Σελ. 59 – 68.
Ειρήνη. Από τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη!
Όλοι
επιθυμούν την ειρήνη, μα δεν ξέρουν πώς να την αποκτήσουν . Ο Μέγας
Παΐσιος κυριεύθηκε από θυμό και παρακάλεσε τον Κύριο να τον ελευθερώσει
από αυτό το πάθος . Ο Κύριος εμφανίστηκε σ ‘ αυτόν και του είπε :
«Παΐσιε , αν θέλεις να μην οργίζεσαι, μην επιθυμείς τίποτε , μη κρίνεις
και μη μισήσεις κανένα και θα έχεις την ειρήνη». Έτσι κάθε άνθρωπος που
κάνει το θέλημα του να υποχωρεί έναντι του Θεού και των ανθρώπων, θα
είναι πάντα ειρηνικός στην ψυχή. Όποιος όμως αγαπά να κάνει το θέλημά
του, αυτός δεν θάχει ειρήνη …
Ψυχή που παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού υποφέρει εύκολα κάθε θλίψη και κάθε ασθένεια γιατί τον καιρό της ασθένειας παραμένει στη θέα του Θεού και προσεύχεται : «Κύριε, Συ βλέπεις την ασθένειά μου.
Εσύ ξέρεις πόσο αμαρτωλός και αδύνατος είμαι βοήθησέ με να υπομένω και να ευχαριστώ την αγαθότητά Σου». Και ο Κύριος ανακουφίζει τον πόνο και η ψυχή αισθάνεται την εγγύτητα του Θεού και μένει κοντά στον Θεό γεμάτη χαρά και ευγνωμοσύνη . Αν υποστείς καμιάν αποτυχία, σκέψου : «Ο Κύριος βλέπει την καρδιά μου και αν είναι θέλημά Του, όλα θα είναι για το καλό το δικό μου και των άλλων». Έτσι η ψυχή σου θα έχει πάντα ειρήνη .
Αλλά αν αρχίζει κανείς να παραπονείται : αυτό δεν είναι καλό, εκείνο δεν είναι όπως πρέπει , τότε ποτέ στην ψυχή του δεν θα υπάρχει ειρήνη , έστω κι αν νηστεύει και προσεύχεται πολύ . …
… Ο Κύριος μας αγαπά κι έτσι μπορούμε να μη φοβόμαστε τίποτε , εκτός από την αμαρτία γιατί εξαιτίας της αμαρτίας χάνεται η χάρη και χωρίς την χάρη του Θεού ο εχθρός παρασύρει την ψυχή , όπως παρασύρει ο άνεμος τα ξερά φύλλα ή τον καπνό . … … Το κατόρθωνε γιατί αγαπούσε τον λαό και δεν έπαυε να προσεύχεται γι αυτόν : «Κύριε, δώσε την ειρήνη Σου στον λαό Σου».
«Κύριε , δώσε στους δούλους Σου το Πνεύμα Σου το Άγιο , για να θάλπει τις ψυχές τους με την αγάπη Σου και να τους οδηγεί σ΄όλη την αλήθεια και σε κάθε αγαθό». …
… Έτσι, προσευχόμενος συνεχώς για τον λαό, διαφύλασσε την ειρήνη της ψυχής, ενώ εμείς την στερούμαστε, γιατί δεν υπάρχει μέσα μας αγάπη για τον λαό .
Οι Άγιοι Απόστολοι και όλοι οι Άγιοι ποθούσαν την σωτηρία του λαού και, όταν βρίσκονταν ανάμεσα σ΄ ανθρώπους , προσεύχονταν διακαώς γι΄ αυτούς .
Το Άγιο Πνεύμα τους έδινε τη δύναμη να αγαπούν τον λαό. Κι εμείς, αν δεν αγαπούμε τον αδελφό, δεν θα έχομε ειρήνη . … … Ο Όσιος Παΐσιος ο Μέγας προσευχόταν για ένα μαθητή του που αρνήθηκε τον Χριστό . Ενώ λοιπόν προσευχόταν , του εμφανίστηκε ο Κύριος και του είπε: «Παΐσιε, για ποιόν παρακαλείς; Δεν ξέρεις πώς μ΄ έχει αρνηθεί;» Ο Παίσιος όμως εσυνέχιζε να λυπάται τον μαθητή του και τότε του είπε ο Κύριος : «Παίσιε, έγινες όμοιος με μένα στην αγάπη».
Έτσι αποκτάται η ειρήνη και εκτός απ΄ αυτόν δεν υπάρχει άλλος δρόμος . …
Ψυχή που παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού υποφέρει εύκολα κάθε θλίψη και κάθε ασθένεια γιατί τον καιρό της ασθένειας παραμένει στη θέα του Θεού και προσεύχεται : «Κύριε, Συ βλέπεις την ασθένειά μου.
Εσύ ξέρεις πόσο αμαρτωλός και αδύνατος είμαι βοήθησέ με να υπομένω και να ευχαριστώ την αγαθότητά Σου». Και ο Κύριος ανακουφίζει τον πόνο και η ψυχή αισθάνεται την εγγύτητα του Θεού και μένει κοντά στον Θεό γεμάτη χαρά και ευγνωμοσύνη . Αν υποστείς καμιάν αποτυχία, σκέψου : «Ο Κύριος βλέπει την καρδιά μου και αν είναι θέλημά Του, όλα θα είναι για το καλό το δικό μου και των άλλων». Έτσι η ψυχή σου θα έχει πάντα ειρήνη .
Αλλά αν αρχίζει κανείς να παραπονείται : αυτό δεν είναι καλό, εκείνο δεν είναι όπως πρέπει , τότε ποτέ στην ψυχή του δεν θα υπάρχει ειρήνη , έστω κι αν νηστεύει και προσεύχεται πολύ . …
… Ο Κύριος μας αγαπά κι έτσι μπορούμε να μη φοβόμαστε τίποτε , εκτός από την αμαρτία γιατί εξαιτίας της αμαρτίας χάνεται η χάρη και χωρίς την χάρη του Θεού ο εχθρός παρασύρει την ψυχή , όπως παρασύρει ο άνεμος τα ξερά φύλλα ή τον καπνό . … … Το κατόρθωνε γιατί αγαπούσε τον λαό και δεν έπαυε να προσεύχεται γι αυτόν : «Κύριε, δώσε την ειρήνη Σου στον λαό Σου».
«Κύριε , δώσε στους δούλους Σου το Πνεύμα Σου το Άγιο , για να θάλπει τις ψυχές τους με την αγάπη Σου και να τους οδηγεί σ΄όλη την αλήθεια και σε κάθε αγαθό». …
… Έτσι, προσευχόμενος συνεχώς για τον λαό, διαφύλασσε την ειρήνη της ψυχής, ενώ εμείς την στερούμαστε, γιατί δεν υπάρχει μέσα μας αγάπη για τον λαό .
Οι Άγιοι Απόστολοι και όλοι οι Άγιοι ποθούσαν την σωτηρία του λαού και, όταν βρίσκονταν ανάμεσα σ΄ ανθρώπους , προσεύχονταν διακαώς γι΄ αυτούς .
Το Άγιο Πνεύμα τους έδινε τη δύναμη να αγαπούν τον λαό. Κι εμείς, αν δεν αγαπούμε τον αδελφό, δεν θα έχομε ειρήνη . … … Ο Όσιος Παΐσιος ο Μέγας προσευχόταν για ένα μαθητή του που αρνήθηκε τον Χριστό . Ενώ λοιπόν προσευχόταν , του εμφανίστηκε ο Κύριος και του είπε: «Παΐσιε, για ποιόν παρακαλείς; Δεν ξέρεις πώς μ΄ έχει αρνηθεί;» Ο Παίσιος όμως εσυνέχιζε να λυπάται τον μαθητή του και τότε του είπε ο Κύριος : «Παίσιε, έγινες όμοιος με μένα στην αγάπη».
Έτσι αποκτάται η ειρήνη και εκτός απ΄ αυτόν δεν υπάρχει άλλος δρόμος . …
…
Ψυχή αμαρτωλή, αιχμάλωτη στα πάθη, δεν μπορεί να έχει ειρήνη και χαρά
εν Κύριο, έστω κι αν έχει όλα τα πλούτη της γης, έστω κι αν βασιλεύει σ΄
όλο τον κόσμο . Αν σ΄ ένα τέτοιο βασιλιά, την ώρα που διασκεδάζει σε
συμπόσιο με τους πρίγκιπες του καθισμένος στο θρόνο του δοξασμένος, αν
του πούμε ξαφνικά : «Βασιλιά, πεθαίνεις σε λίγο», τότε η ψυχή του θα
ταραζόταν, θα έτρεμε από το φόβο και θα έβλεπε την αδυναμία του.
Πόσοι όμως υπάρχουν φτωχοί, αλλά πλούσιοι σε αγάπη για τον Θεό, που αν τους έλεγαν : «Τώρα πεθαίνεις», θα απαντούσαν ειρηνικά : «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου. Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος , γιατί με θυμήθηκε και θέλει να με πάρει εκεί, όπου πρώτος μπήκε ο ληστής». …
… Δόξα Σοι, Κύριε, γιατί τώρα έρχομαι σε Σένα και θα βλέπω αιώνια με ειρήνη και αγάπη το Πρόσωπό Σου. Το ιλαρό, πράο βλέμμα Σου αιχμαλώτισε την ψυχή μου και αυτή λιώνει για Σένα». …
… Αν όμως συνηθίσομε να προσευχόμαστε θερμά για τους εχθρούς μας και να τους αγαπούμε, θα παραμείνει για πάντα η ειρήνη στις καρδιές μας.
Δεν μπορεί να έχει ειρήνη η ψυχή, αν δεν μελετά μέρα και νύχτα τον νόμο του Θεού. Γιατί αυτός ο νόμος γράφτηκε από το Πνεύμα του Θεού και το Πνεύμα του Θεού πηγαίνει από τη Γραφή στην ψυχή. Κι η ψυχή αισθάνεται γλυκύτητα και ευχαρίστηση γι΄ αυτό και δεν θέλει πια ν΄ αγαπά τα επίγεια , γιατί η αγάπη για τα επίγεια ερημώνει τον νου.
Η ψυχή τότε καταλαμβάνεται από αθυμία, αγριεύει και παύει να προσεύχεται. Κι ο εχθρός, βλέποντας πώς η ψυχή απομακρύνθηκε από τον Θεό, την σαλεύει και εύκολα συγχύζει τον νου με διάφορους άτακτους λογισμούς κι έτσι περνά ολόκληρη τη μέρα και δεν μπορεί να βλέπει καθαρά τον Κύριο.
Όποιος έχει μέσα του την ειρήνη του Αγίου Πνεύματος , σκορπίζει ειρήνη και στους άλλους. Όποιος όμως έχει μέσα του πνεύμα κακό, σκορπά και στους άλλους το κακό . …
… Ο θυμώδης άνθρωπος υποφέρει ο ίδιος μεγάλο μαρτύριο από πονηρό πνεύμα, εξαιτίας της υπερηφάνειας του. Ο υφιστάμενος, όποιος κι αν είναι, πρέπει να το καταλαβαίνει και να προσεύχεται για τον ψυχικά άρρωστο προϊστάμενό του και τότε ο Κύριος, βλέποντας την υπομονή του, θα του δώσει άφεση αμαρτιών και αδιάλειπτη προσευχή. Είναι μέγα έργον ενώπιον του Θεού το να προσεύχεται κανείς γι΄αυτούς που τον αδικούν και τον προσβάλλουν .
Εξαιτίας αυτού θα του δώσει ο Κύριος τη χάρη και θα γνωρίσει με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο. Κι έτσι θα υπομείνει τότε, χάριν του Κυρίου, με χαρά όλες τις θλίψεις και θα του δώσει ο Κύριος αγάπη για όλο τον κόσμο και θα επιθυμεί ολόψυχα το καλό για όλους και θα προσεύχεται για όλους όπως για την ψυχή του .
Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή ν΄ αγαπούμε τους εχθρούς και όποιος αγαπά τους εχθρούς εξομοιώνεται με τον Κύριο . Η αγάπη για τους εχθρούς δεν είναι δυνατή παρά μόνο με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Γι΄ αυτό, μόλις σε προσβάλει κανείς, προσευχήσου γι΄ αυτόν στον Θεό κι έτσι θα διατηρήσεις την ειρήνη του Θεού στην ψυχή σου . …
… Αν κάποιος ως προϊστάμενος αναγκαστεί να δικάσει έναν άλλο για κάποιο παράπτωμα, πρέπει να παρακαλεί τον Κύριο να του δώσει συμπάσχουσα καρδιά, την οποία αγαπά ο Κύριος, και τότε θα κρίνει σωστά . Αν κρίνει όμως λαμβάνοντας υπόψη μόνο τα έργα του υποδίκου, τότε θα πέσει σε λάθη και δεν θ΄ αρέσει στον Κύριο .
Πρέπει να κρίνει κανείς με σκοπό τη διόρθωση του ανθρώπου και συνεπώς είναι ανάγκη να συμπονή ο δικαστής κάθε ψυχή, κάθε πλάσμα και κτίσμα του Θεού και να έχει καθαρή συνείδηση σ΄ όλες τις πτυχές της ζωής του και τότε θα βρει βαθιά ειρήνη στην ψυχη και τον νου . …
… Αν εγνώριζαν οι βασιλιάδες και οι κυβερνήτες των λαών την αγάπη του Θεού, δεν θα έκαναν ποτέ πόλεμο . Ο πόλεμος προέρχεται από τις αμαρτίες και όχι από την αγάπη. Ο Κύριος μας εδημιούργησε κατά την αγάπη Του και μας παρήγγειλε να ζούμε με αγάπη .
Αν οι άρχοντες τηρούσαν τις εντολές του Κυρίου και ο λαός και οι υπήκοοι υπάκουαν με ταπείνωση, θα υπήρχε μεγάλη ειρήνη και αγαλλίαση πάνω στη γη. Εξαιτίας όμως της φιλαρχίας και της ανυπακοής των υπερήφανων υποφέρει όλη η οικουμένη . …
Πόσοι όμως υπάρχουν φτωχοί, αλλά πλούσιοι σε αγάπη για τον Θεό, που αν τους έλεγαν : «Τώρα πεθαίνεις», θα απαντούσαν ειρηνικά : «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου. Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος , γιατί με θυμήθηκε και θέλει να με πάρει εκεί, όπου πρώτος μπήκε ο ληστής». …
… Δόξα Σοι, Κύριε, γιατί τώρα έρχομαι σε Σένα και θα βλέπω αιώνια με ειρήνη και αγάπη το Πρόσωπό Σου. Το ιλαρό, πράο βλέμμα Σου αιχμαλώτισε την ψυχή μου και αυτή λιώνει για Σένα». …
… Αν όμως συνηθίσομε να προσευχόμαστε θερμά για τους εχθρούς μας και να τους αγαπούμε, θα παραμείνει για πάντα η ειρήνη στις καρδιές μας.
Δεν μπορεί να έχει ειρήνη η ψυχή, αν δεν μελετά μέρα και νύχτα τον νόμο του Θεού. Γιατί αυτός ο νόμος γράφτηκε από το Πνεύμα του Θεού και το Πνεύμα του Θεού πηγαίνει από τη Γραφή στην ψυχή. Κι η ψυχή αισθάνεται γλυκύτητα και ευχαρίστηση γι΄ αυτό και δεν θέλει πια ν΄ αγαπά τα επίγεια , γιατί η αγάπη για τα επίγεια ερημώνει τον νου.
Η ψυχή τότε καταλαμβάνεται από αθυμία, αγριεύει και παύει να προσεύχεται. Κι ο εχθρός, βλέποντας πώς η ψυχή απομακρύνθηκε από τον Θεό, την σαλεύει και εύκολα συγχύζει τον νου με διάφορους άτακτους λογισμούς κι έτσι περνά ολόκληρη τη μέρα και δεν μπορεί να βλέπει καθαρά τον Κύριο.
Όποιος έχει μέσα του την ειρήνη του Αγίου Πνεύματος , σκορπίζει ειρήνη και στους άλλους. Όποιος όμως έχει μέσα του πνεύμα κακό, σκορπά και στους άλλους το κακό . …
… Ο θυμώδης άνθρωπος υποφέρει ο ίδιος μεγάλο μαρτύριο από πονηρό πνεύμα, εξαιτίας της υπερηφάνειας του. Ο υφιστάμενος, όποιος κι αν είναι, πρέπει να το καταλαβαίνει και να προσεύχεται για τον ψυχικά άρρωστο προϊστάμενό του και τότε ο Κύριος, βλέποντας την υπομονή του, θα του δώσει άφεση αμαρτιών και αδιάλειπτη προσευχή. Είναι μέγα έργον ενώπιον του Θεού το να προσεύχεται κανείς γι΄αυτούς που τον αδικούν και τον προσβάλλουν .
Εξαιτίας αυτού θα του δώσει ο Κύριος τη χάρη και θα γνωρίσει με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο. Κι έτσι θα υπομείνει τότε, χάριν του Κυρίου, με χαρά όλες τις θλίψεις και θα του δώσει ο Κύριος αγάπη για όλο τον κόσμο και θα επιθυμεί ολόψυχα το καλό για όλους και θα προσεύχεται για όλους όπως για την ψυχή του .
Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή ν΄ αγαπούμε τους εχθρούς και όποιος αγαπά τους εχθρούς εξομοιώνεται με τον Κύριο . Η αγάπη για τους εχθρούς δεν είναι δυνατή παρά μόνο με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Γι΄ αυτό, μόλις σε προσβάλει κανείς, προσευχήσου γι΄ αυτόν στον Θεό κι έτσι θα διατηρήσεις την ειρήνη του Θεού στην ψυχή σου . …
… Αν κάποιος ως προϊστάμενος αναγκαστεί να δικάσει έναν άλλο για κάποιο παράπτωμα, πρέπει να παρακαλεί τον Κύριο να του δώσει συμπάσχουσα καρδιά, την οποία αγαπά ο Κύριος, και τότε θα κρίνει σωστά . Αν κρίνει όμως λαμβάνοντας υπόψη μόνο τα έργα του υποδίκου, τότε θα πέσει σε λάθη και δεν θ΄ αρέσει στον Κύριο .
Πρέπει να κρίνει κανείς με σκοπό τη διόρθωση του ανθρώπου και συνεπώς είναι ανάγκη να συμπονή ο δικαστής κάθε ψυχή, κάθε πλάσμα και κτίσμα του Θεού και να έχει καθαρή συνείδηση σ΄ όλες τις πτυχές της ζωής του και τότε θα βρει βαθιά ειρήνη στην ψυχη και τον νου . …
… Αν εγνώριζαν οι βασιλιάδες και οι κυβερνήτες των λαών την αγάπη του Θεού, δεν θα έκαναν ποτέ πόλεμο . Ο πόλεμος προέρχεται από τις αμαρτίες και όχι από την αγάπη. Ο Κύριος μας εδημιούργησε κατά την αγάπη Του και μας παρήγγειλε να ζούμε με αγάπη .
Αν οι άρχοντες τηρούσαν τις εντολές του Κυρίου και ο λαός και οι υπήκοοι υπάκουαν με ταπείνωση, θα υπήρχε μεγάλη ειρήνη και αγαλλίαση πάνω στη γη. Εξαιτίας όμως της φιλαρχίας και της ανυπακοής των υπερήφανων υποφέρει όλη η οικουμένη . …
Μην αρνείσαι να μαθαίνεις…
Ο άνθρωπος συμβουλεύει τον πλησίον του καθώς γνωρίζει. Ο Θεός πάλι ενεργεί σ’ αυτόν που ακούει ανάλογα με την πίστη του.
Ο
άνθρωπος που μακροθυμεί, έχει πολλή φρόνηση. Το ίδιο κι εκείνος που
τεντώνει το αυτί του για να ακούει λόγους πνευματικής σοφίας.
Μην
αρνείσαι να μαθαίνεις, κι ας τυχαίνει να ξέρεις πάρα πολλά. Γιατί αυτό
που μπορεί να οικονομήσει ο Θεός, είναι πολύ πιο ωφέλιμο από τη δική μας
φρόνηση.
Αυτός
που θέλει να σηκώσει το σταυρό του και να ακολουθήσει το Χριστό, πρέπει
πρώτα-πρώτα να επιδιώξει την αληθινή γνώση και μάθηση, εξετάζοντας
ακατάπαυστα τους λογισμούς του και μεριμνώντας συνεχώς για τη σωτηρία
του και ρωτώντας τους δούλους του Θεού, που έχουν το ίδιο φρόνημα και
αγωνίζονται τον ίδιο αγώνα μ’ αυτόν, έτσι ώστε να μην αγνοεί πού και
πώς βαδίζει και να μην προχωράει μέσα στο σκοτάδι χωρίς λύχνο να του
φέγγει.
Γιατί
εκείνος που βαδίζει ιδιόρρυθμα, χωρίς καθοδήγηση κάποιου, σκοντάφτει
συχνά και πέφτει σε πολλούς λάκκους και παγίδες του πονηρού και
πλανιέται πολύ και κοπιάζει πολύ και μπαίνει σε πολλούς κινδύνους και
δεν γνωρίζει τι τέλος θα έχει. Γιατί δεν
είναι λίγοι εκείνοι που πέρασαν από πολλούς κόπους και ασκήσεις και
κακοπάθειες και που υπέφεραν πολλούς μόχθους για το Θεό, αλλά η
ιδιορρυθμία, η αδιακρισία και η έλλειψη πνευματικής βοήθειας από τον
πλησίον έκαναν τους τόσους κόπους τους, ανίσχυρους και μάταιους.
Γι’
αυτό, αν είναι δυνατόν, πρέπει κανείς να φροντίζει και να αγωνίζεται να
είναι συνεχώς μαζί με ανθρώπους που έχουν πνευματική γνώση, με σκοπό,
αν ο ίδιος δεν έχει φωτισμό αληθινής γνώσεως, βαδίζοντας μαζί με εκείνον
που έχει, να μην περπατάει στο σκοτάδι, να μην κινδυνεύει από βρόχια
και παγίδες και να μην πέφτει πάνω στα νοητά θηρία, που ζουν στο σκοτάδι
και που αρπάζουν και αφανίζουν όσους περπατούν μέσα σ’ αυτό χωρίς τον
νοητό λύχνο του θείου λόγου.
του αββά Μάρκου,
Μικρός Ευεργετινός