Τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία στη Μόσχα η πρεμιέρα της ρωσικής ταινίας του Γέροντος Παϊσίου.Η επιτυχία της ταινίας ήταν τόση που οι διοργανωτές αναγκάστηκαν να την προβάλουν τρεις φορές και ο κόσμος περίμενε υπομονετικά τη σειρά του να τη δει. Ευχαριστούμε το κινηματογραφικό στούντιο ΠΟΚΡΟΒ και ιδιαίτερα τον π. Κυπριανό Γιασένκο για την ευγενή παραχώρηση της άδειας τοποθέτησης της ελληνικής έκδοσης της ταινίας στο κανάλι μας
Thursday, 8 November 2012
Elder Porphyrios Teaching the Jesus Prayer.
This is a story of one of the spiritual children of Elder Porphyrios told about how he taught them to pray.
He placed us towards the east, two of us to his left and two to the right, with him in the middle. “Now we’ll pray noetically. first, I will say the words, and you will repeat them. But be careful, without anxiety or force, you’ll say the words calmly, humbly, with love and sweetness.” The Elder started off with his fine, delicate and eloquent voice, “Lord Jesus Christ, have mercy on me.” He said it very slowly, word by word, without forcing it at all. It was a though he had Christ before and he was begging him, with a log pause after the word “Christ”, Coloring his words “have mercy on me” with an entreating tone. And we repeated it each time, trying to imitate his stance, the color of his voice and if it at all possible his spiritual disposition. At some point, the Elder stopped saying the prayer out loud and just continued whispering it on his lips. We did the same thing. How long did our night-time prayer take? I don’t remember. All I remember was that the Elder imparted an emotion to us that I cannot express with human words.
Γιατί οι άνθρωποι εχθρεύονται την αλήθεια;Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας
«Και
ελθόντι αυτώ εις το ιερόν προσήλθον αυτώ διδάσκοντι οι αρχιερείς και οι
πρεσβύτεροι τον λαού λέγοντες· εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς, και τις
σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην;» (Μτ. 21, 23). Γιατί έκαναν στον Κύριο
Ιησού Χριστό μία τέτοια ερώτηση; Και είναι σίγουρο ότι τον ρώτησαν με
θυμό. «Πώς τολμάς εσύ να διδάσκεις το λαό; Ποιος σου το επέτρεψε, ποιος
σου έδωσε αυτό το δικαίωμα; Εμείς μόνον έχουμε την εξουσία να διδάσκουμε
το λαό». Την απάντηση που τους έδωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός κανείς
άλλος δεν θα μπορούσε να δώσει. Αν στη θέση του βρισκόταν κάποιος που
δεν είχε εξουσία να διδάσκει θα έχανε τον εαυτό του μπροστά στους
αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους και το πρώτο πράγμα που θα προσπαθούσε
να κάνει θα ήταν να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Ο Χριστός δεν τους
απάντησε ευθέως. Τους έδωσε μία απάντηση που δεν την περίμεναν. Αντί να
δικαιολογεί τον εαυτό του και να τους προβάλλει επιχειρήματα, που να
δικαιολογούσαν την εξουσία του να διδάσκει τον λαό, τους ελέγχει και
τους αναγκάζει να παραδεχτούν πως δεν έχουν δίκαιο σ’ αυτά που λένε.
Τους είπε: «Ερωτήσω υμάς καγώ λόγον ένα, ον εάν είπητέ μοι, καγώ υμίν ερώ εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ. Το βάπτισμα Ιωάννου πόθεν ην, εξ ουρανού ή εξ ανθρώπων; οι δε διελογίζοντο παρ’ εαυτοίς λέγοντες· εάν είπωμεν, έξ ουρανού, ερεί ημίν, διατί ουν ουκ επιστεύσατε αυτώ· εάν δε είπωμεν, εξ ανθρώπων, φοβούμεθα τον όχλον· πάντες γαρ έχουσι τον Ιωάννην ως προφήτην. Και αποκριθέντες τω Ιησού είπον· ουκ οίδαμεν. έφη αυτοίς και αυτός· ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ» (Μτ. 21, 24-27).
Μ’ αυτή την απάντηση ο Κύριος τους έφερε σε αδιέξοδο. Τους ανάγκασε να αποκαλύψουν μπροστά σε όλους τη δολιότητα και την ακαθαρσία τους. Και αφού όλοι είδαν την υποκρισία και την πονηριά τους, πως τολμούν να Τον ρωτάνε με ποια εξουσία το κάνει; Γι’ αυτό Του είπαν μόνο” «ουκ οίδαμεν».
Ήξεραν, ήξεραν πάρα πολύ καλά, αλλά δεν ήθελαν να απαντήσουν. Γνώριζαν ότι το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν από τον Θεό. Όλος ο απλός λαός, άνθρωποι με καθαρή καρδιά, πίστευε ότι το βάπτισμα του Ιωάννου ήταν από τον Θεό. Με προσοχή και ευλάβεια άκουγε ο λαός το κήρυγμα της μετανοίας. Είναι αδύνατον να μην καταλάβαιναν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού ότι ο Ιωάννης είναι μεγάλος προφήτης και απεσταλμένος του Θεού. Μερικοί απ’ αυτούς πήγαν στον Ιωάννη και έλαβαν το βάπτισμά του, αλλά τέτοιοι ήταν λίγοι. Οι περισσότεροι δεν το δεχόταν γιατί είχαν στο νου τους τον εξής λογισμό: «Είναι δυνατόν εμείς οι πνευματικοί ηγέτες του λαού να πάμε στον Ιωάννη; Πώς θα λάβουμε το βάπτισμἀ του; Πώς θα μετανοήσουμε ενώπιον όλου του λαού; Αν το κάνουμε αυτό θα πληγεί το κύρος μας. Ο λαός μάς θεωρεί μεγάλους πνευματικούς ηγέτες, δεν μπορούμε εμείς να πάμε στον Ιωάννη, για να μην πέσουμε στα μάτια του λαού».
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πλανεμένοι, δεν ήθελαν να παραδεχτούν την αλήθεια, δεν ήθελαν να ακολουθήσουν την οδό της δικαιοσύνης γιατί αυτό δεν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Πώς να παραχωρήσουν τα πρωτεία τους στον Ιωάννη ή στον Ιησού; Η καρδιά τους δεν μπορούσε να ησυχάσει· παρακολουθούσαν το Χριστό, το κήρυγμά Του και Τον ζήλευαν. Έβλεπαν τη δύναμη του λόγου Του, έβλεπαν πως ο λαός Τον ακολουθεί και αυτό τους τρόμαζε. Αν ακολουθούν το Χριστό, τότε αυτό σημαίνει ότι προτιμούν Αυτόν. Γι’ αυτό Τον μισούσαν και Του δημιουργούσαν εμπόδια…
Αυτοί λοιπόν ήταν οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Αλλά και μεταξύ μας υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι. Τέτοιοι υπήρχαν πάντα αρκετοί σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλους τους λαούς. Πολλές φορές δεν θέλουμε να παραδεχτούμε την αλήθεια, η οποία είναι φανερή και το καταλαβαίνουμε στο βάθος της καρδιάς μας. Στασιάζουμε εναντίον της αλήθειας, αυτή μας εμποδίζει γιατί η οδός που ακολουθούμε δεν είναι η οδός της δικαιοσύνης. Μόνοι μας βάλαμε για μας τους σκοπούς που θέλουμε να πετύχουμε στη ζωή μας. Και οι σκοποί αυτοί απέχουν μακριά από τους πραγματικούς που είναι η αγιότητα και η δικαιοσύνη. Έτσι και ο δρόμος που ακολουθούμε είναι σύμφωνος με τους σκοπούς μας. Γι’ αυτό όταν βλέπουμε το φως της αλήθειας να λάμπει μπροστά μας, την πρώτη στιγμή χάνουμε τον εαυτό μας, μετά αρχίζουμε να μισούμε την αλήθεια, να την αποστρεφόμαστε και στο τέλος να την πολεμάμε.
Δεχόμαστε μόνο εκείνες τις διδασκαλίες που τρέφουν την φιλαυτία και τον εγωισμό μας και μάς βοηθάνε να ακολουθούμε το δικό μας δρόμο, το δρόμο της αμαρτίας. Πολεμάμε κάθε τι που έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς μας, κάθε τι που ελέγχει την ματαιότητα του λανθασμένου δρόμου μας. Πολεμάμε την αλήθεια γιατί ακολουθούμε τις διδασκαλίες που μόνοι μας δημιουργήσαμε ή που τις έχουμε ακούσει από τους άλλους. Αυτές που είναι σύμφωνες με την επιθυμία μας, για να ζούμε καλά σ’ αυτή τη ζωή.
Ότι συμφωνεί με τους σκοπούς μας και το δρόμο που έχουμε διαλέξει, το θεωρούμε αληθινό. Το δεχόμαστε ανεπιφύλακτα και το προβάλλουμε ως επιχείρημα για να υπερασπίσουμε τις δικές μας πεποιθήσεις και τις λανθασμένες διδασκαλίες που ακολουθούμε, οι οποίες δεν συμφωνούν μ’ αυτά που δίδασκε ο Χριστός και για τις οποίες στο βάθος της καρδιάς μας γνωρίζουμε πως δεν είναι σωστές. Και όταν ακούμε το κήρυγμα του Χρίστου προβάλλουμε αντιρρήσεις όσο περισσότερες μπορούμε. Μπορεί και να μην είναι αλήθεια αυτό που λέμε, αυτό όμως δεν μάς σταματάει.
Μήπως και κάποιος από μας, αν βρισκόταν στη θέση που βρέθηκαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού, θα έκανε αυτό που έκαναν και εκείνοι και στην ερώτηση του Κυρίου θα απαντούσε: «Δεν γνωρίζω»; Μπορεί. Αλλά θα μπορούσε να κάνει και κάτι χειρότερο – αντί να παραδεχτεί την αλήθεια, να άρχιζε να την διαστρεβλώνει, να ψευδολογεί και να την βλασφημά. Αυτό συναντάμε πολλές φορές στους ανθρώπους που έχουν αρνηθεί τον Χριστό και ακολουθούν το δικό τους δρόμο.
Απ’ αυτό να μάς φυλάξει ο Κύριος, να μη γίνουμε όμοιοι με τους γραμματείς και τους φαρισαίους. Να μάς βοηθήσει να ακολουθούμε πάντα την οδό της δικαιοσύνης μέσα στο φως του Χρίστου. Αμήν.
Τους είπε: «Ερωτήσω υμάς καγώ λόγον ένα, ον εάν είπητέ μοι, καγώ υμίν ερώ εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ. Το βάπτισμα Ιωάννου πόθεν ην, εξ ουρανού ή εξ ανθρώπων; οι δε διελογίζοντο παρ’ εαυτοίς λέγοντες· εάν είπωμεν, έξ ουρανού, ερεί ημίν, διατί ουν ουκ επιστεύσατε αυτώ· εάν δε είπωμεν, εξ ανθρώπων, φοβούμεθα τον όχλον· πάντες γαρ έχουσι τον Ιωάννην ως προφήτην. Και αποκριθέντες τω Ιησού είπον· ουκ οίδαμεν. έφη αυτοίς και αυτός· ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ» (Μτ. 21, 24-27).
Μ’ αυτή την απάντηση ο Κύριος τους έφερε σε αδιέξοδο. Τους ανάγκασε να αποκαλύψουν μπροστά σε όλους τη δολιότητα και την ακαθαρσία τους. Και αφού όλοι είδαν την υποκρισία και την πονηριά τους, πως τολμούν να Τον ρωτάνε με ποια εξουσία το κάνει; Γι’ αυτό Του είπαν μόνο” «ουκ οίδαμεν».
Ήξεραν, ήξεραν πάρα πολύ καλά, αλλά δεν ήθελαν να απαντήσουν. Γνώριζαν ότι το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν από τον Θεό. Όλος ο απλός λαός, άνθρωποι με καθαρή καρδιά, πίστευε ότι το βάπτισμα του Ιωάννου ήταν από τον Θεό. Με προσοχή και ευλάβεια άκουγε ο λαός το κήρυγμα της μετανοίας. Είναι αδύνατον να μην καταλάβαιναν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού ότι ο Ιωάννης είναι μεγάλος προφήτης και απεσταλμένος του Θεού. Μερικοί απ’ αυτούς πήγαν στον Ιωάννη και έλαβαν το βάπτισμά του, αλλά τέτοιοι ήταν λίγοι. Οι περισσότεροι δεν το δεχόταν γιατί είχαν στο νου τους τον εξής λογισμό: «Είναι δυνατόν εμείς οι πνευματικοί ηγέτες του λαού να πάμε στον Ιωάννη; Πώς θα λάβουμε το βάπτισμἀ του; Πώς θα μετανοήσουμε ενώπιον όλου του λαού; Αν το κάνουμε αυτό θα πληγεί το κύρος μας. Ο λαός μάς θεωρεί μεγάλους πνευματικούς ηγέτες, δεν μπορούμε εμείς να πάμε στον Ιωάννη, για να μην πέσουμε στα μάτια του λαού».
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πλανεμένοι, δεν ήθελαν να παραδεχτούν την αλήθεια, δεν ήθελαν να ακολουθήσουν την οδό της δικαιοσύνης γιατί αυτό δεν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Πώς να παραχωρήσουν τα πρωτεία τους στον Ιωάννη ή στον Ιησού; Η καρδιά τους δεν μπορούσε να ησυχάσει· παρακολουθούσαν το Χριστό, το κήρυγμά Του και Τον ζήλευαν. Έβλεπαν τη δύναμη του λόγου Του, έβλεπαν πως ο λαός Τον ακολουθεί και αυτό τους τρόμαζε. Αν ακολουθούν το Χριστό, τότε αυτό σημαίνει ότι προτιμούν Αυτόν. Γι’ αυτό Τον μισούσαν και Του δημιουργούσαν εμπόδια…
Αυτοί λοιπόν ήταν οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Αλλά και μεταξύ μας υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι. Τέτοιοι υπήρχαν πάντα αρκετοί σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλους τους λαούς. Πολλές φορές δεν θέλουμε να παραδεχτούμε την αλήθεια, η οποία είναι φανερή και το καταλαβαίνουμε στο βάθος της καρδιάς μας. Στασιάζουμε εναντίον της αλήθειας, αυτή μας εμποδίζει γιατί η οδός που ακολουθούμε δεν είναι η οδός της δικαιοσύνης. Μόνοι μας βάλαμε για μας τους σκοπούς που θέλουμε να πετύχουμε στη ζωή μας. Και οι σκοποί αυτοί απέχουν μακριά από τους πραγματικούς που είναι η αγιότητα και η δικαιοσύνη. Έτσι και ο δρόμος που ακολουθούμε είναι σύμφωνος με τους σκοπούς μας. Γι’ αυτό όταν βλέπουμε το φως της αλήθειας να λάμπει μπροστά μας, την πρώτη στιγμή χάνουμε τον εαυτό μας, μετά αρχίζουμε να μισούμε την αλήθεια, να την αποστρεφόμαστε και στο τέλος να την πολεμάμε.
Δεχόμαστε μόνο εκείνες τις διδασκαλίες που τρέφουν την φιλαυτία και τον εγωισμό μας και μάς βοηθάνε να ακολουθούμε το δικό μας δρόμο, το δρόμο της αμαρτίας. Πολεμάμε κάθε τι που έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς μας, κάθε τι που ελέγχει την ματαιότητα του λανθασμένου δρόμου μας. Πολεμάμε την αλήθεια γιατί ακολουθούμε τις διδασκαλίες που μόνοι μας δημιουργήσαμε ή που τις έχουμε ακούσει από τους άλλους. Αυτές που είναι σύμφωνες με την επιθυμία μας, για να ζούμε καλά σ’ αυτή τη ζωή.
Ότι συμφωνεί με τους σκοπούς μας και το δρόμο που έχουμε διαλέξει, το θεωρούμε αληθινό. Το δεχόμαστε ανεπιφύλακτα και το προβάλλουμε ως επιχείρημα για να υπερασπίσουμε τις δικές μας πεποιθήσεις και τις λανθασμένες διδασκαλίες που ακολουθούμε, οι οποίες δεν συμφωνούν μ’ αυτά που δίδασκε ο Χριστός και για τις οποίες στο βάθος της καρδιάς μας γνωρίζουμε πως δεν είναι σωστές. Και όταν ακούμε το κήρυγμα του Χρίστου προβάλλουμε αντιρρήσεις όσο περισσότερες μπορούμε. Μπορεί και να μην είναι αλήθεια αυτό που λέμε, αυτό όμως δεν μάς σταματάει.
Μήπως και κάποιος από μας, αν βρισκόταν στη θέση που βρέθηκαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού, θα έκανε αυτό που έκαναν και εκείνοι και στην ερώτηση του Κυρίου θα απαντούσε: «Δεν γνωρίζω»; Μπορεί. Αλλά θα μπορούσε να κάνει και κάτι χειρότερο – αντί να παραδεχτεί την αλήθεια, να άρχιζε να την διαστρεβλώνει, να ψευδολογεί και να την βλασφημά. Αυτό συναντάμε πολλές φορές στους ανθρώπους που έχουν αρνηθεί τον Χριστό και ακολουθούν το δικό τους δρόμο.
Απ’ αυτό να μάς φυλάξει ο Κύριος, να μη γίνουμε όμοιοι με τους γραμματείς και τους φαρισαίους. Να μάς βοηθήσει να ακολουθούμε πάντα την οδό της δικαιοσύνης μέσα στο φως του Χρίστου. Αμήν.
Γιατί δεν εκκλησιάζεσαι;
Στην
εκκλησία συντηρείται η χαρά όσων χαίρονται. στην εκκλησία βρίσκεται η
ευθυμία των πικραμένων, η ευφροσύνη των λυπημένων, η αναψυχή των
βασανισμένων, η ανάπαυση των κουρασμένων. Γιατί ο Χριστός λέει: «Ελάτε
σ” εμένα όλοι όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι με προβλήματα, κι
εγώ θα σας αναπαύσω» (Ματθ. 11:28). Τί πιο ποθητό απ” αυτή τη φωνή; Τί
πιο γλυκό από τούτη την πρόσκληση; Σε συμπόσιο σε καλεί ο Κύριος, όταν
σε προσκαλεί στην εκκλησία. σε ανάπαυση από τους κόπους σε παρακινεί. σε
ανακούφιση από τις οδύνες σε μεταφέρει. Γιατί σε ξαλαφρώνει από το
βάρος των αμαρτημάτων. Με την πνευματική απόλαυση θεραπεύει τη
στενοχώρια και με τη χαρά τη λύπη.
Παρ”
όλα αυτά, λίγοι είναι εκείνοι που έρχονται στην εκκλησία. Τί θλιβερό!
Στους χορούς και στις διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Τις ανοησίες των
τραγουδιστών τις ακούμε με ευχαρίστηση. Τις αισχρολογίες των ηθοποιών
τις απολαμβάνουμε για ώρες, δίχως να βαριόμαστε. Και μόνο όταν μιλάει ο
Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε και ζαλιζόμαστε. Μα και στα ιπποδρόμια,
μολονότι δεν υπάρχει στέγη για να προστατεύει τους θεατές από τη βροχή,
τρέχουν οι περισσότεροι σαν μανιακοί, ακόμα κι όταν βρέχει ραγδαία,
ακόμα κι όταν ο άνεμος σηκώνει τα πάντα. Δεν λογαριάζουν ούτε την
κακοκαιρία ούτε το κρύο ούτε την απόσταση. Τίποτα δεν τους κρατάει στα
σπίτια τους. Όταν, όμως, πρόκειται να πάνε στην εκκλησία, τότε και το
ψιλόβροχο τους γίνεται εμπόδιο. Κι αν τους ρωτήσεις, ποιος είναι ο Αμώς ή
ο Οβδιού, πόσοι είναι οι προφήτες ή οι απόστολοι, δεν μπορούν ν”
ανοίξουν το στόμα τους. Για τ” άλογα, όμως, τους τραγουδιστές και τους
ηθοποιούς μπορούν να σε πληροφορήσουν με κάθε λεπτομέρεια. Είναι
κατάσταση αυτή;
Γιορτάζουμε
μνήμες αγίων, και σχεδόν κανένας δεν παρουσιάζεται στο ναό. Φαίνεται
πως η απόσταση παρασύρει τους χριστιανούς στην αμέλεια. ή μάλλον όχι η
απόσταση, αλλά η αμέλεια μόνο τους εμποδίζει. Γιατί, όπως τίποτα δεν
μπορεί να εμποδίσει αυτόν που έχει αγαθή προαίρεση και ζήλο να κάνει
κάτι, έτσι και τον αμελή, τον ράθυμο και αναβλητικό όλα μπορούν να τον
εμποδίσουν.
Οι
μάρτυρες έχυσαν το αίμα τους για την Αλήθεια, κι εσύ λογαριάζεις μια
τόσο μικρή απόσταση; Εκείνοι θυσίασαν τη ζωή τους για το Χριστό, κι εσύ
δεν θέλεις ούτε λίγο να κοπιάσεις; Ο Κύριος πέθανε για χάρη σου, κι εσύ
Τον περιφρονείς; Γιορτάζουμε μνήμες αγίων, κι εσύ βαριέσαι να έρθεις στο
ναό, προτιμώντας να κάθεσαι στο σπίτι σου; Και όμως, πρέπει να έρθεις,
για να δεις το διάβολο να νικιέται, τον άγιο να νικάει, το Θεό να
δοξάζεται και την Εκκλησία να θριαμβεύει.
«Μα
είμαι αμαρτωλός», λες, «και δεν τολμώ ν” αντικρύσω τον άγιο». Ακριβώς
επειδή είσαι αμαρτωλός, έλα εδώ, για να γίνεις δίκαιος. Ή μήπως δεν
γνωρίζεις, ότι και αυτοί που στέκονται μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο,
έχουν διαπράξει αμαρτίες; Γι” αυτό οικονόμησε ο Θεός να υποφέρουν και οι
ιερείς από κάποια πάθη, ώστε να κατανοούν την ανθρώπινη αδυναμία και να
συγχωρούν τους άλλους.
«Αφού,
όμως, δεν τήρησα όσα άκουσα στην εκκλησία», θα μου πει κάποιος, «πώς
μπορώ να έρθω πάλι;». Έλα να ξανακούσεις τον θείο λόγο. Και προσπάθησε
τώρα να τον εφαρμόσεις. Αν βάλεις φάρμακο πάνω στο τραύμα σου και δεν το
επουλώσει την ίδια μέρα, δεν θα ξαναβάλεις και την επόμενη; Αν ο
ξυλοκόπος, που θέλει να κόψει μια βελανιδιά, δεν κατορθώσει να τη ρίξει
με την πρώτη τσεκουριά, δεν τη χτυπάει και δεύτερη και πέμπτη και δέκατη
φορά; Κάνε κι εσύ το ίδιο.
Αλλά,
θα μου πεις, σ” εμποδίζουν να εκκλησιαστείς η φτώχεια και η ανάγκη να
εργαστείς. Όμως δεν είναι εύλογη και τούτη η πρόφαση. Εφτά μέρες έχει η
εβδομάδα. Αυτές τις εφτά μέρες τις μοιράστηκε ο Θεός μαζί μας. Και σ”
εμάς έδωσε έξι, ενώ για τον εαυτό Του άφησε μία. Αυτή τη μοναδική μέρα,
λοιπόν, δεν δέχεσαι να σταματήσεις τις εργασίες;
Και
γιατί λέω για ολόκληρη μέρα; Εκείνο που έκανε στην περίπτωση της
ελεημοσύνης η χήρα του Ευαγγελίου, το ίδιο κάνε κι εσύ στη διάρκεια
αυτής της μιας μέρας. Έδωσε εκείνη δυο λεπτά και πήρε πολλή χάρη από το
Θεό. Δάνεισε κι εσύ δυο ώρες στο Θεό, πηγαίνοντας στην εκκλησία, και θα
φέρεις στο σπίτι σου κέρδη αμέτρητων ημερών. Αν όμως δεν δέχεσαι να
κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ” αυτή σου τη στάση χάσεις τους κόπους
πολλών ετών. Γιατί ο Θεός, όταν περιφρονείται, γνωρίζει να σκορπίζει τα
χρήματα που συγκεντρώνεις με την εργασία της Κυριακής.
Μα
κι αν ακόμα έβρισκες ολόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο από χρυσάφι και εξ
αιτίας του απουσίαζες από το ναό, θα ήταν πολύ μεγαλύτερη η ζημιά σου.
και τόσο μεγαλύτερη, όσο ανώτερα είναι τα πνευματικά από τα υλικά. Γιατί
τα υλικά πράγματα, κι αν ακόμα είναι πολλά και τρέχουν άφθονα από
παντού, δεν τα παίρνουμε στην άλλη ζωή, δεν μεταφέρονται μαζί μας στον
ουρανό, δεν παρουσιάζονται στο φοβερό εκείνο βήμα του Κυρίου. Αλλά
πολλές φορές, και πριν ακόμα πεθάνουμε, μας εγκαταλείπουν. Αντίθετα, ο
πνευματικός θησαυρός που αποκτούμε στην εκκλησία, είναι κτήμα αναφαίρετο
και μας ακολουθεί παντού.
«Ναι,
αλλά μπορώ», λέει κάποιος άλλος, «να προσευχηθώ και στο σπίτι μου».
Απατάς τον εαυτό σου, άνθρωπε. Βεβαίως, είναι δυνατόν να προσευχηθείς
και στο σπίτι σου. είναι αδύνατον όμως να προσευχηθείς έτσι, όπως
προσεύχεσαι στην εκκλησία, όπου υπάρχει το πλήθος των πατέρων και όπου
ομόφωνη κραυγή ικεσίας αναπέμπεται στο Θεό. Δεν σε ακούει τόσο πολύ ο
Κύριος όταν Τον παρακαλείς μόνος σου, όσο όταν Τον παρακαλείς ενωμένος
με τους αδελφούς σου. Γιατί στην εκκλησία υπάρχουν περισσότερες
πνευματικές προϋποθέσεις απ” όσες στο σπίτι. Υπάρχουν η ομόνοια, η
συμφωνία των πιστών, ο σύνδεσμος της αγάπης, οι ευχές των ιερέων. Γι”
αυτό, άλλωστε, οι ιερείς προΐστανται των ακολουθιών για να ενισχύονται
με τις δυνατότερες ευχές τους οι ασθενέστερες ευχές του λαού, κι έτσι
όλες μαζί ν” ανεβαίνουν στον ουρανό.
Όταν
προσευχόμαστε ο καθένας χωριστά, είμαστε ανίσχυροι. όταν όμως
συγκεντρωνόμαστε όλοι μαζί, τότε γινόμαστε πιο δυνατοί και ελκύουμε σε
μεγαλύτερο βαθμό την ευσπλαχνία του Θεού. Κάποτε ο απόστολος Πέτρος
βρισκόταν αλυσοδεμένος στη φυλακή. Έγινε όμως θερμή προσευχή από τους
συναγμένους πιστούς, κι αμέσως ελευθερώθηκε. Τί θα μπορούσε, επομένως,
να είναι πιο δυνατό από την κοινή προσευχή, που ωφέλησε κι αυτούς ακόμα
τους στύλους της Εκκλησίας;
Σας
παρακαλώ, λοιπόν και σας ικετεύω, ας προτιμάμε από οποιαδήποτε άλλη
ασχολία και φροντίδα τον εκκλησιασμό. Ας τρέχουμε πρόθυμα, όπου κι αν
βρισκόμαστε, στην εκκλησία.
Προσέξτε,
όμως, κανείς να μην μπει στον ιερό αυτό χώρο, έχοντας βιοτικές
φροντίδες ή περισπασμούς ή φόβους. Αλλά αφού τ” αφήσουμε όλα τούτα έξω,
στις πύλες του ναού, τότε ας περάσουμε μέσα. Γιατί ερχόμαστε στα
ανάκτορα των ουρανών, πατάμε σε τόπους που αστράφτουν.
Ας
διώξουμε από την ψυχή μας πρώτα-πρώτα τη μνησικακία, για να μην
κατακριθούμε, όταν παρουσιαστούμε μπροστά στο Θεό και προσευχηθούμε
λέγοντας: «Πάτερ ημών…, άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς
αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Διαφορετικά, πώς θέλεις να φανεί ο
Δεσπότης Χριστός γλυκός και πράος απέναντί σου, αφού εσύ γίνεσαι στο
συνάνθρωπό σου σκληρός και δεν τον συγχωρείς; Πώς θα μπορέσεις να
υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό; Πώς θα κινήσεις τη γλώσσα σου σε λόγια
προσευχής; Πώς θα ζητήσεις συγγνώμη; Ακόμα κι αν θέλει ο Θεός να
συγχωρήσει τις αμαρτίες σου, δεν Τον αφήνεις εσύ, επειδή δεν συγχωρείς
τον πλησίον σου.
Αγίου Ιωάννου Χρυστοστόμου
Προς εκείνους που δυσανασχετούν για τις παντός είδους δυσκολίες που συμβαίνουν
(Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)
Τονίζει ότι, αν μας βρίσκουν κακά, αυτό
οφείλεται στις αμαρτίες μας. Η αμαρτία είναι το φυσικό κακό, και αυτό
έχει σημασία, ενώ το αισθητικό κακό είναι δευτερεύον.
1. Το από τη φύση του κακό, δηλαδή η αμαρτία, έχει από εμάς τους ίδιους την αρχή, το σχετικό όμως με την αίσθησή μας κακό, δηλαδή το οδυνηρό και επίπονο, θα μπορούσε να γίνει και από τον Θεό που σαν ιατρός συγκρατεί μέσω αυτού και θεραπεύει το αληθινά κακό,
και όταν αυτοί που αμάρτησαν είναι θεραπεύσιμοι προσφέρει τις παντός
είδους φροντίδες, ενώ όταν είναι αθεράπευτοι, τους παίρνει και από τη
ζωή ακόμη για τη σωτηρία των άλλων. Για τις υπόλοιπες όμως συμφορές
εμείς είμαστε αίτιοι, καθιστώντας τους εαυτούς μας άξιους για καυτήρες,
ενώ εκείνος και έτσι είναι ευεργέτης και σωτήρας ως καθαιρέτης του
πραγματικά κακού. Πολλές φορές μάλιστα προσθέτει στους ανδρείους και
αγώνισμα, τις προσβολές των μη από τη φύση τους κακών. Όπως δηλαδή η
νόσος δεν έχει δημιουργηθεί από τον Θεό, έστω και αν αυτό που νοσεί
είναι το από εκείνον δημιουργημένο ζώο, έτσι ούτε η αμαρτία δεν έχει
γίνει από αυτόν, έστω και αν αυτή που εκτρέπεται προς αυτήν είναι η
δημιουργημένη από αυτόν λογική ψυχή. Γιατί αυτή, αφού τιμήθηκε με
αυτεξουσιότητα και ελεύθερη ζωή, γιατί αν δεν είχε αυτή την τιμή θα
ήταν μάταια λογική, αφού έλαβε τη γνώμη ελεύθερη από κάθε ανάγκη, αν
παραμένει δίπλα στον Θεό και συνάπτεται με αυτόν με την αγάπη, τηρεί
για τον εαυτό της το αγαθό και την κατά φύση ζωή, αν όμως, χορταίνοντας
κατά κάποιο τρόπο εκείνη την ιερή προσήλωση στο αγαθό, κλίνει προς τις
κάτω σαρκικές ηδονές, εκτρεπόμενη από το από τη φύση του καλό, νοσεί ως
προς το από τη φύση του κακό, δηλαδή την αμαρτία, δημιουργώντας για τον
εαυτό της τον θάνατο με την έκπτωσή της από τη ζωή με τη θέλησή της.
2. Επειδή λοιπόν τέτοιοι είμαστε σχεδόν όλοι και χρειαζόμαστε
κοινωφελή διδασκαλία και συμβουλή, θα εκθέσομε τώρα τους λόγους προς
σας κυρίως από τους λόγους του Θεού, ώστε, αφού αντιληφθείτε ότι αίτιο της παγκόσμιας επιβολής των κακών είναι η αμαρτία, ας
εγκαταλείψομε τη γνώμη μας που αγαπά την αμαρτία, και ας μετατρέψομε
τους εαυτούς μας προς κάθε τι θεάρεστο, και έτσι, εξιλεώνοντας και
λατρεύοντας το Θείο με έργα αρετής, ας μετατρέψομε σε έλεος την εναντίον
μας οργή του Κυρίου. Γιατί αυτός είναι που μέσω του Μωϋσή μας
διαβεβαίωσε και μας είπε, «εάν ακούσεις με προσοχή τη φωνή του Κυρίου
του Θεού σου και πράξεις τα αρεστά σ’ αυτόν και υπακούσεις στις εντολές
του, καμμιά νόσο δεν θα σου επιφέρω· γιατί εγώ είμαι ο Κύριος που σε
θεραπεύει» (Εξ. 15, 26).
3. «Εάν λοιπόν βαδίζετε σύμφωνα με τα προστάγματά μου (Λευίτ. 26, 3-38 με παραλείψεις)
και φυλάξετε τις εντολές μου και τις εφαρμόσετε, θα σας έρθει κάθε
αγαθό και θα κατοικήσετε με ασφάλεια και δεν θα έρθει πόλεμος στον τόπο
σας· και θα δώσω ειρήνη στον τόπο σας, και θα κοιμηθείτε και δεν θα
υπάρχει κανείς να σας φοβίζει· και θα διώξετε τους εχθρούς σας και θα
πέσουν ενώπιόν σας φονευμένοι. Και πενήντα από σας θα καταδιώξουν εκατό
και εκατό από σας θα καταδιώξουν μυριάδες· και θα πέσουν με μάχαιρα οι
εχθροί σας μπροστά σας· και θα είμαι Θεός σας και σεις θα είσθε λαός
μου. Και θα φάγετε τα αγαθά της γης παλαιά και νέα, και εγώ δεν θα σας
θεωρήσω βδελυρούς, αλλά θα περπατήσω μαζί σας, και θα είμαι Θεός σας εγώ
που σας υποσχέθηκα αυτά τα πράγματα.
Εάν όμως δεν με υπακούσετε και δεν εφαρμόσετε όλα τα προστάγματά μου, αλλ’ απειθήσετε σ’
αυτά και η ψυχή σας δυσανασχετήσει για τις αποφάσεις μου, ώστε να μη
εκτελείτε όλες τις εντολές μου, τότε εγώ θα σας συμπεριφερθώ έτσι· θα
προκαλέσω σε σας κάθε νόσο και φτώχεια που θα λειώνει την ψυχή σας και
τα αγαθά σας θα τα φάγουν οι αντίπαλοί σας. Γιατί θα στρέψω το πρόσωπό
μου επάνωσας και θα πέσετε μπροστά στους εχθρούς σας, και θα σας
υποδουλώσουν αυτοί που σας μισούν, και θα τραπείτε σε φυγή χωρίς να σας
καταδιώκει κανείς· και αν ούτε και μετά από αυτά δεν με υπακούσετε»
(δηλαδή το να επιστρέψετε), «θα συνεχίσω να σας παιδεύω», λέγει, «επτά
φορές. Θα συντρίψω την υπερβολική υπερηφάνεια σας, και η δύναμή σας θα
αποδειχθεί ανώφελη, αχρηστευόμενη από την ξηρασία και την αφορία της γης
και από την ακαρπία των δένδρων των αγρών. Και αν μετά από αυτά δεν
θέλετε να με υπακούσετε, θα σας προσθέσω άλλες επτά πληγές· θα αποστείλω
εναντίον σας τα άγρια θηρία και θα σας καταβροχθίσουν και θα σας
καταστήσουν λίγους, και οι δρόμοι σας θα γίνουν έρημοι. Και έπειτα από
αυτά, αν δεν διορθωθείτε, θα σας πατάξω ακόμη επτά φορές, και θα επιφέρω
επάνω σας μάχαιρα που θα τιμωρήσει την καταπάτηση της διαθήκης μου,
και θα καταφύγετε στις πόλεις σας· και θα σας αποστείλω θάνατο και θα
παραδοθείτε στα χέρια των εχθρών σας, όταν θα σας θλίψω με την έλλειψη
άρτων. Εάν και με όλα αυτά δεν πειθαρχήσετε σ’ έμενα, αλλά βαδίζετε
πλάγια από μένα, και εγώ θα πορευθώ προς εσάς πλάγια, και θα σας
τιμωρήσω σύμφωνα με τις αμαρτίες σας, και θα φάγετε τις σάρκες των υιών
και των θυγατέρων σας. Και θα καταστήσω έρημες τις πόλεις σας, θα
κατερημώσω τα ιερά σας και δεν θα οσφραίνομαι την οσμή των θυσιών σας.
Θα κατερημώσω επίσης τη γη σας και θα μείνουν έκπληκτοι γι’ αυτήν οι
εχθροί σας που κατοικούν σ’ αυτήν. Και θα σας διασπείρω στα έθνη, και
θα σας καταφάγει η επερχόμενη μάχαιρα. Και σε όσους απομείνουν από σας
θα προκαλέσω δειλία και θα τους διώξει ο ήχος φύλλου που πέφτει, και θα
φύγουν σαν από πόλεμο και θα αφανισθούν μέσα στα έθνη, και θα τους
καταφάγει η γη των εχθρών τους».
4. Βλέπεις μέχρι που φθάνει η οργή του Κυρίου; Αν και βέβαια «είναι σπλαχνικός και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, και παραβλέπει τις κακίες των ανθρώπων», αλλ’ οπωσδήποτε εκείνων που μετανοούν
και επιστρέφουν από τις κακίες τους. Γιατί «λέγει ο Κύριος·
επιστρέψατε, και θα επιστρέψω σε σας». «Και θα επιστρέψεις προς τον
Κύριο τον Θεό σου, και θα ακούσεις τη φωνή του. Γιατί ο Κύριος ο Θεός
σου είναι Θεός σπλαχνικός, και δεν θα σε εγκαταλείψει και δεν θα σε αφανίσει, αλλά θα βρεις βοηθό τον Κύριο τον Θεό σου, και θα τον ζητήσεις με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου στη θλίψη σου».
Θα θλιβείς όμως, αν πεισθείς στις γνώμες μου, όχι μόνο γιατί πάσχεις,
αλλά και γιατί παρέβλεψες τις εντολές του Κυρίου και δεν φύλαξες τα
προστάγματά του, γι’ αυτό και παραδόθηκες στις αθεράπευτες συμφορές· και
μέσα στις θλίψεις σου θα ζητήσεις την απαλλαγή από τα κακά και θα
υποσχεθείς τη φύλαξη των εντολών, και θ’ αποδείξεις με έργα
πραγματοποιημένη την υπόσχεση, για να επιτύχεις αποτελεσματικά τη θεία
βοήθεια. Αλλά ποιές είναι οι εντολές του Κυρίου; Ο
σωστός σεβασμός προς αυτόν και η αγάπη προς αυτόν, η αγνεία και
σωφροσύνη του σώματός μας, η φιλαλληλία και το να μη επιθυμεί κανείς
τίποτε από τα αγαθά του πλησίον του, ούτε να τον κακοποιεί σε τίποτε,
αλλά να τον αγαθοποιεί με όλη τη δύναμή του, και γενικά ο καθένας να
πράττει προς τον πλησίον εκείνα τα οποία επιθυμεί και ο ίδιος να
επιτύχει από τον καθένα.
5. Αλλά πρόσεχε και κατά λέξη, αν θέλεις, την απόφαση
εναντίον εκείνων που παραβαίνουν κάτι από τα όσα λέχθηκαν «με
εξόργισαν», λέγει, «με ανύπαρκτο θεό, και εγώ θα τους κάνω να
ζηλοτυπήσουν για μη έθνος»· και πάλι· «είμαι Θεός ζηλωτής, που
ανταποδίδω αμαρτίες πατέρων επάνω στα τέκνα και επάνω στα τέκνα
τωντέκνων μέχρι την τρίτη και τέταρτη γενεά για εκείνους που με μισούν»,
και, «επικατάρατος είναι αυτός που δεν τιμά τον πατέρα του ή τη μητέρα
του· και θα πει όλος ο λαός, γένοιτο, γένοιτο»· και, «αυτός που
κακολογεί πατέρα ή μητέρα, να τιμωρείται με θάνατο, καθώς και υιός που
αντιλέγει στον πατέρα για το δίκαιο», και «εάν έχει κανείς ανυπάκουο υιό
που δεν υπακούει στα λόγια του πατέρα ή της μητέρας, αφού τον
συλλάβουν, να τον οδηγήσουν στη γερουσία και να πουν, ο υιός μας αυτός
είναι ανυπάκουος και ερεστικός, και μη υπακούοντας στα λεγόμενά μας
γλεντοκοπά και μεθοκοπά. Και θα τον λιθοβολήσουν οι άνδρες της πόλεως με
λίθους και θα βγάλετε από ανάμεσά σας τον κακό».
6. Και ποιές είναι οι τιμωρίες αυτών που παραβαίνουν τα
παραγγέλματα της αγνείας; δεν είναι ο θάνατος το επιτίμιο γι’ αυτά;
Γιατί λέγει, «δεν θα υπάρξει πόρνη ανάμεσα στις θυγατέρες του Ισραήλ,
και δεν θα υπάρξει πόρνος από τους υιούς του Ισραήλ»· και, «βεβηλώθηκε»,
λέγει, «ο λαός με την εκπόρνευση» και «πέθαναν με την πληγή
εικοσιτέσσερις χιλιάδες»· και αν δεν σηκωνόταν ο Φινεές, ο υιός του
Ελεάζαρ, από ζήλο να θανατώσει επ’ αυτοφώρω εκείνον που διέπραττε την
πορνεία μαζί με την πορνευόμενη διαπερνώντας τους με το δόρυ με ένα
κτύπημα, όλοι θα αφανίζονταν, και θα τιμωρούνταν και οι αθώοι ως
ένοχοι, γιατί δεν τιμωρούσαν την παρανομία. Γι’ αυτό και έλεγε προς τον
Μωϋση ο Θεός· «ο Φινεές κατέπαυσε τον θυμό μου και δεν αφάνισα από το
ζήλο μου τους υιούς Ισραήλ». Εάν η πορνεία είναι τόσο πολύ απαγορευμένη
και έτσι τιμωρείται, τί θα πάθει αυτός που μοιχεύει; Πραγματικά δεν θα
αθωωθεί. Γι’ αυτό και ο θείος νόμος λέγει, «αν βρεθεί άνθρωπος να
κοιμάται με γυναίκα συζευμένη με άλλον άνδρα, να θανατώνετε και τους δυο
και να βγάζετε από ανάμεσα σας τον κακό».
7. Αλλ’ αυτά, λέγει, είναι του παλαιού νόμου· τί σχέση έχουν με εμάς, τον λαό της Καινής Διαθήκης;
Δεν άκουσες όμως τον νομοθέτη και Δεσπότη Χριστό που λέγει, «δεν ήρθα
να καταλύσω τον νόμο, αλλά να τον συμπληρώσω», και «γιώτα ένα ή μια
στιγμή δεν θα καταργηθεί από το νόμο, μέχρι που να γίνουν όλα»; Αν έτσι
είναι αυτό, θα θανατωθεί οπωσδήποτε και θα παραδοθεί στους εχθρούς με
τρόπο αισχρό νικημένος και θα υποστεί όλα τα δεινά ο υπόδικος σε απόφαση
του θανάτου και των άλλων ποινών που έχουν απειληθεί λόγω της αμαρτίας.
Ένα φάρμακο υπάρχει που έχει βρεθεί από τη σοφία και χάρη του μόνου
Θεού και Σωτήρα Χριστού, το να θανατώσομε τους εαυτούς μας ως προς την αμαρτία με τη μετάνοια,
και έτσι, αφού αποδώσομε μόνοι μας το χρέος στις αποφάσεις βάσει του
νόμου, να ντυθούμε με την αρετή τον στο όνομα του Χριστού νέον άνθρωπο,
και με αυτόν τον τρόπο να ελευθερωθούμε από το νόμο, ζώντας σύμφωνα με
τον Χριστό που πρόσφερε τον εαυτό του λύτρο για χάρη μας. Αλλωστε, αν
δεν απαγόρευε την αμαρτία η Καινή Διαθήκη, καλώς θα την υπολόγιζες
θέλοντας να δικαιώσεις τον εαυτό σου εσύ που ενέχεσαι σε θανατηφόρα
απόφαση, τώρα όμως όχι μόνο το τέλος της αμαρτίας απαγόρευσε, αλλά και αυτό που είναι πολύ ελαφρότερο απ’ αυτήν, τις πρώτες δηλαδή αρχές της αμαρτίας,
και καταδικάζει σ’ αιώνιο θάνατο αυτούς που υπέπεσαν σ’ αυτές σα να
διέπραξαν ολόκληρη την αμαρτία. Γιατί λέγει· «λέχθηκε στους παλαιούς, να
μη φονεύσεις, και όποιος φονεύσει, θα είναι ένοχος κατά την κρίση. Εγώ
όμως σας λέγω, ότι όποιος οργίζεται χωρίς λόγο εναντίον του αδελφού
του, θα είναι ένοχος κατά την κρίση».
8. Βλέπεις; Την άδικη οργή έκρινε ίση με το φόνο,
τοποθετώντας και τα δύο κάτω από όμοια καταδίκη. Όποιος όμως προχωρήσει
μέχρι του σημείου, ώστε λοιδορώντας τον αδελφό του να τον αποκαλέσει
μωρό, «θα είναι ένοχος», λέγει, «στη γέεννα του πυρός»· και πάλι·
«ακούσατε ότι λέχθηκε, να μη μοιχεύσεις· εγώ όμως σας λέγω ότι,
οποιοσδήποτε βλέπει γυναίκα με διάθεση να την επιθυμήσει, ήδη εμοίχευσε
αυτήν μέσα στην καρδιά του». Βλέπεις; Και εδώ εξίσωσε την πορνεία με τη
μοιχεία· γιατί δεν είναι κάθε γυναίκα συζευγμένη με άνδρα. Μάλλον ούτε
την πορνεία, αλλ’ εκείνον που θέλησε να πορνεύσει, και μάλιστα που
κίνησε το πάθος μόνο με το λογισμό και με την εμπαθή θέαση, τον
ανεκήρυξε ολοκληρωμένο μοιχό· γιατί είναι κριτής σκέψεως και εννοιών της καρδιάς και γνωρίζει τον νου μέσα μας,
τον οποίο κατασκεύασε οικειότατο προς τον εαυτό του, σαν κάποια νοητή
σελήνη και έσχατο φως, δεκτική της νοερής ακτίνας του θείου και ανώτατου
φωτός.
9. Εκείνοι λοιπόν που καθιστούν το δοχείο του θείου φωτός
δοχείο αισχρής και πραγματικά σκοτεινής ηδονής και με την εμπαθή
συγκατάθεση αποδεικνύουν τον θεόκτιστο ναό του Θεού διαμονή δαιμόνων
και πραγματικό ειδωλείο, ποιά υπερβολή ατοπημάτων παρέλειψαν, ώστε να
επονομασθούν από το αισχρότερο των αμαρτημάτων, τη μοιχεία; Αν είμαστε
όλοι συζευμένοι μ’ ένα άνδρα, με τον μόνο νυμφίο Χριστό, όπως
βροντοφωνάζει ο Παύλος, και γίναμε μαζί του ένα πνεύμα, προσκολλημένοι
στη θεότητα εκείνου με το νοερό της ψυχής, και είμαστε μέλη του αόρατα
συμφυτρωμένοι με αυτόν, αυτός που την ένωση αυτή την μίανε με τη
συγκατάθεση της πορνείας, άραγε δεν σου φαίνεται ότι έχει καταντήσει να
είναι και να καλείται ολοκληρωμένος μοιχός, ή καλύτερα είναι και κάτι
περισσότερο και πολύ χειρότερο από μοιχό, επειδή διέλυσε θεία απαθή
συνύπαρξη με τον Θεό; Τί πάλι μας διέταξε για τους όρκους; δεν τον
απαγόρευσε ως επιορκία και δεν τον είπε με σαφήνεια έργο του πονηρού;
10. Αλλά γιατί τα λέγω αυτά με λεπτομέρειες, ενώ είναι δυνατό
να συμπεριλάβω το παν σ’ ένα λόγο; Γιατί λέγει· «αν δεν ξεπεράσει η
δικαιοσύνη σας τη δικαιοσύνη των Γραμματέων και Φαρισαίων» (δηλαδή των
εκπληρωτών του παλαιού νόμου), «δεν θα εισέλθετε στη βασιλεία των
ουρανών» (Ματθ. 5, 20). Εμείς όμως, από τους οποίους ζητείται
κάτι περισσότερο από εκείνους, με τα έργα μας δεν είμαστε ούτε σαν
εκείνους ή λίγο κάτω από εκείνους, αλλά εμείς που έχομε διδαχθεί να
εγκρατευόμαστε και από τους συζύγους (γιατί λέγει, «ο καιρός από τώρα
και στο εξής είναι περιορισμένος, ώστε και όσοι έχουν γυναίκες, να είναι
σαν να μη έχουν γιατί έρχεται και φεύγει το σχήμα του κόσμου αυτού»)·
εμείς λοιπόν που ακούσαμε και πιστέψαμε αυτά, όχι μόνο δεν
εγκρατευόμαστε από τις δικές μας συζύγους, αλλά και ποθούμε τις ξένες·
εμείς που έχομε προσταχθεί να μη ορκιζόμαστε ούτε σε τρίχα (γιατί
λέγει, «να μη ορκισθείς ούτε στην κεφαλή σου, γιατί δεν είσαι σε θέση
να κατασκευάσεις μια τρίχα λευκή ή μαύρη»)· εμείς λοιπόν δεν φρίττομε
που συχνά επικαλούμαστε την ανώτατη κεφαλή του παντός, τον ίδιο τον Θεό
και τα άγια του Θεού, αλλά τόσο πολύ, αλλοίμονο!, προχώρησε η φοβερή
τόλμη, ώστε και τα ίδια τα απόρρητα σύμβολα του σωτήριου πάθους, το
θείο αίμα του Θεού των θεών (Δευτ. 10, 17), που μια φορά στους
αιώνες χύθηκε για χάρη της ζωής του κόσμου (αλλοίμονο! πώς δεν μας
εγκαταλείπεις, ήλιε, όπως και τότε τους θεοκτόνους;), να τα τοποθετούμε
επάνω σε χαρτί σαν μελάνι, επιβεβαιώνοντας τους όρκους, τους οποίους ο
αληθινός Δεσπότης χαρακτήρισε όλους έργο του πονηρού, και έτσι,
αλλοίμονο!, καθιστούμε συνεργό του πονηρού αυτόν που κατέλυσε το κράτος
εκείνου.
11. Αλλά ως προς το Θείο τέτοιοι είμαστε, τους συνανθρώπους
μας όμως πώς τους μεταχειριζόμαστε; Όχι σχεδόν σαν αλλόφυλους και
πολέμιους; Αλλοίμονο, τι να κάνω! Πώς να εκτραγωδήσω τη δημόσια και
κοινή συμφορά; Σχεδόν σε τίποτε άλλο δεν ευδοκιμούμε, παρά στη φθορά ο
ένας εναντίον του άλλου και στην κακομεταχείριση των κατωτέρων· σχεδόν
όλος ο κόσμος έγινε, αλλοίμονο!, παρανάλωμα της μεταξύ μας μάχης, και αν
για λίγο υποκριθούμε την φαινομενική αναμεταξύ μας ειρήνη, οι δυνάστες
αυξάνομε περισσότερο την βία εναντίον των φτωχών, επιβάλλοντας βαρύτερη
φορολογία στους χειρωνακτικά εργαζόμενους. Ποιός στρατιώτης
αρκείται τώρα στο μισθό του; Ποιός άρχοντας δεν καμαρώνει για τις
αρπαγές; Οι σκυλοτρόφοι και οι χοιροβοσκοί, σαν άγριοι χοίροι και
αιμοβόροι σκύλοι, διασπαράσσουν την περιουσία των απροστάτευτων. Γι’
αυτό κραυγάζουν εναντίον όλων σας οι φτωχοί, εναντίον των ηγετών, των
έπειτα από αυτούς, των στρατιωτικών, των υπηρετών τους, μη υποφέροντας
την ανηλεή και μισάνθρωπη συμπεριφορά των φορολόγων και την συνεχή βία
και αδικία από όσους από σας είσθε δυνατώτεροι πάνω στη γη· ήδη έφθασε και μέχρι τους μοναχούς το ρεύμα της ξεχυνόμενης ορμητικά αδικίας.
12. Έπειτα θαυμάζομε πως μας εγκατέλειψε ο Θεός, πως γίναμε
περίγελως των αντιθέτων, πως κατέστη ισχυρότερο από μας κάθε έθνος και
κατατρέχει τη χώρα λεηλατώντας την αλύπητα· ενώ πρέπει να θαυμάζομε την
υπερβολή της ανοχής του Θεού, πώς δεν έρριξε από τον ουρανό φωτιά
εναντίον μας, όπως στην περίπτωση του Κορέ και των γύρω από αυτόν, πώς
δεν μας έστειλε στον άδη ζωντανούς, σχίζοντας για μας τη γη και
ανοίγοντας χάσμα και βάραθρο, όπως στην περίπτωση του Δαθάν και Αβειρών
και όλων των υπαρχόντων τους, πώς δεν μας παρέδωσε αμέσως σε πανωλεθρία,
όπως πολλά έθνη πολλές φορές, που είχαν διαπράξει ανεπανόρθωτα
πράγματα. Πραγματικά λίγα μαστιγώματα δεχθήκαμε για τις όσες αμαρτίες
διαπράξαμε.
13. Αρα λοιπόν, επειδή τιμωρεί με ευσπλαγχνία, οπωσδήποτε
αναμένοντας την επιστροφή μας, τώρα λοιπόν και εμείς, νουθετούμενοι μετά
το πάθημά μας, ας επιστρέψομε προς αυτόν και απορρίπτοντας τα έργα του
σκότους όλοι ας γίνομε του φωτός· ας αγαπήσομε ο ένας τον άλλο και με τα
έργα ας δείξομε την απαλλαγμένη από υποκρισία αγάπη μας, ώστε και η
αγάπη του Θεού να παραμείνει σε μας δοξαζόμενη έμπρακτα απέναντι σε όλα
τα έθνη που μας πολεμούν. Ας παύσομε να επιθυμεί ο καθένας τα του πλησίον, ώστε έτσι, απέχοντας από κάθε αδικία, να βρούμε βοηθό τη δικαιοσύνη του Θεού,
που θα θέσει κάτω από τα πόδια μας τους ασεβείς και θα κάνει δικά μας
τα κτήματα εκείνων. Ας σταματήσομε τους φρικωδέστατους όρκους, με τους
οποίους, ενώ νομίζομε ότι επιβεβαιώνομε τις πράξεις μας,
αθετούμε τον θείο όρο, γι’ αυτό και συνεχώς αποτυγχάνομε, γιατί διώχνομε
την από τον Θεό ασφάλειά μας. Ας μετατρέψομε τον βίο προς το
θεοφιλέστερο και σωφρονέστερο, ώστε ο πατέρας της αγνείας Θεός να μας
αγαπά σαν παιδιά του και να μας φέρει επάνω από κάθε λέπρα και φθορά
συμπράττοντας σε όλα με μας και πολεμώντας μαζί μας εκείνους που μας
πολεμούν. Ας ρυθμίσομε κάθε έργο και λόγο και διανόημά μας σύμφωνο
προς τη θεία αρέσκεια, και αφού έτσι επιστρέψομε ως προς όλα καθαροί, ας
πέσομε γονατιστοί και ας κλάψομε μπροστά στον Κύριο τον Θεό μας
ζητώντας τη συγχώρηση των αμαρτημάτων μας.
14. Έτσι και αυτός, αφού επιστρέψει, θα μας καθαρίσει από
κάθε αμαρτία, και, αφού μας λευκάνει σαν το χιόνι και μας καταστήσει
λαμπρότερους από το χρυσάφι, θα μας δοξάσει μαζί με τον εαυτό του στους
ατελείωτους αιώνες. Μας έδειξε με πολλούς τρόπους τη φιλανθρωπία του, με
την παραβολή του ασώτου, με τη συμπάθεια προς τον ταπεινωθέντα τελώνη,
με τη φροντίδα προς το πλανημένο όπως εμείς πρόβατο. Μας έδειξε έμπρακτα
το απερίγραπτο της συμπάθειας με τον ληστή που σταυρώθηκε και βασίλευσε
μαζί του, με τον Μανασσή που έζησε παρανομώτατα ανάμεσα στους βασιλείς
και έπειτα μετανόησε και έγινε δεκτός· με την ευσπλαγχνία που έδειξε
στους Νινευίτες συγχωρώντας πολλών ετών πλήθος αμαρτημάτων για τριήμερη μετάνοια.
Αυτός (πω, πω, τι απερίγραπτο μέγεθος αγαθότητας!), αφού έκλινε τους
ουρανούς, κατέβηκε για μας και έκανε τον εαυτό του για μας κήρυκα της
μετανοίας, δείχνοντάς μας με έργα και λόγια, πώς να την αποκτήσομε, και υποσχέθηκε σ’ αυτούς
που αποφασίζουν να τον ακολουθήσουν με υπακοή όχι μόνο απαλλαγή από
παντός είδους κακά, αλλά και την ουράνια και αιώνια βασιλεία του.
15. Αυτή τη βασιλεία είθε να επιτύχομε όλοι εμείς, αφού
πράξομε έργα μετάνοιας, με τη χάρη αυτού του χορηγού της μετάνοιας
Χριστού, στον οποίο πρέπει δόξα στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
(Πηγή: Ε.Π.Ε., Γρηγορίου Παλαμά Έργα, τόμος 11
Μήπως είναι δυνατόν η φωτιά να σβηστεί με φωτιά;
Όταν
πρόκειται να ελέγξουμε, δεν χρειάζεται μόνον θάρρος, αλλά περισσότερο
πραότητα παρά θάρρος. Γιατί οι αμαρτωλοί κανέναν άνθρωπο δεν
αποστρέφονται και δεν μισούν τόσο, όσον αυτόν που πρόκειται να τους
ελέγξει· και επιθυμούν να πιαστούν από κάποια δικαιολογία, ώστε να
αποσκιρτήσουν και να ξεφύγουν την επίπληξη. Πρέπει λοιπόν να τους
συγκρατούμε με την πραότητα και την υποχωρητικότητα. Γιατί εκείνος που
ελέγχει όχι μόνον με τη φωνή του, αλλά και με την παρουσία του γίνεται
ενοχλητικός και ανυπόφορος σ’ εκείνους που αμαρτάνουν. «Γιατί», όπως
λέγει η Γραφή, «είναι αποκρουστικός και ανυπόφορος και μόνον που τον
βλέπουμε». Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να δείχνουμε μεγάλη πραότητα.
«Αδελφοί, αν από αδυναμία παρασυρθεί κανείς σε κάποιο αμάρτημα»…, «σεις πού είστε πνευματικά προοδευμένοι να τον διορθώνετε». Δεν είπε, να τον τιμωρείτε, ούτε να τον καταδικάζετε, αλλά να τον διορθώνετε. Και δεν σταμάτησε εδώ, αλλά δείχνοντας ότι πρέπει να είναι πολύ ήμεροι σ’ εκείνους που υποσκελίζονται από την αμαρτία, πρόσθεσε και τα εξής: «Με πνεύμα πραότητας». Δεν είπε με πραότητα, αλλά «με πνεύμα πραότητας», για να δείξει (φανερώσει) ότι αυτά είναι αρεστά και στο Άγιο Πνεύμα και ότι το να μπορεί κανείς να διορθώνει τους αμαρτωλούς με επιείκεια, είναι καρπός πνευματικού χαρίσματος.
Τί λοιπόν, πες μου, δεν μέμφεσαι και δεν κατηγορείς τον αδελφό σου που θυμώνει και διάκειται εχθρικώς απέναντι σου; Για ποιό λόγο λοιπόν εσύ δεν προσπαθείς να τον αντιμετωπίσεις με τον αντίθετο τρόπο, αλλά θέλεις επί πλέον να θυμώνεις και συ ο ίδιος; Μήπως είναι δυνατόν η φωτιά να σβηστεί με φωτιά; Αυτό είναι αντίθετο με τους φυσικούς νόμους. Έτσι δεν είναι ποτέ δυνατόν να καταπραΰνουμε το θυμό με άλλο θυμό. Ό,τι δηλαδή είναι για τη φωτιά το νερό, το ίδιο είναι για το θυμό η επιείκεια (η υποχωρητικότητα) και η πραότητα.
Η οργή εξουδετερώνεται με την πραότητα. Γι’ αυτό ο Κύριος παραγγέλλει να ζούμε σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους, για να μην λες, έπαθα αυτά κι’ αυτά, και γι’ αυτό εξαγριώθηκα. Κι’ αν ακόμη πάθεις αμέτρητα κακά, λέει ο Κύριος, μένε πρόβατο, κι’ έτσι θα νικήσεις τους λύκους. Λες, ο τάδε είναι κακός και διεφθαρμένος· αλλά συ έχεις τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε και τους κακούς να νικήσεις. Τί υπάρχει πιο ήμερο από το πρόβατο; Τί πιο άγριο από το λύκο; Αλλ’ όμως το πρόβατο θα νικήσει το λύκο. Κι’ αυτό αποδείχτηκε με τους Αποστόλους. Γιατί τίποτε δεν υπάρχει δυνατότερο από την πραότητα, τίποτε ισχυρότερο από τη μακροθυμία. Για τούτο ο Χριστός προστάζει να είμαστε σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους. Έπειτα, αφού είπε αυτά, σαν να μην ήταν αρκετή αυτή η ημερότητα, εννοώ του προβάτου, για εκείνον που θέλει να αναδείξει μαθητή Του, προσθέτει και κάτι άλλο: «Να είστε άκακοι, όπως τα περιστέρια». Έτσι, αφού ανέμιξε την πραότητα των δύο ήμερων και άκακων ζώων, ζήτησε και από μας να δείχνουμε την ίδια μεγάλη καλωσύνη, όταν βρισκόμαστε ανάμεσα σε άγριους. Και μη μου λες, είναι κακός ο συνάνθρωπός μου και δεν μπορώ να τον υποφέρω. Γιατί τότε κυρίως πρέπει να δείχνουμε την πραότητά μας, όταν έχουμε να κάνουμε με άγριους, με ανήμερους. Τότε γίνεται φανερή η δύναμή της, τότε λάμπει το έργο της, το κατόρθωμά της και ο καρπός της.
Δεν λέει τίποτε ο Χριστός (στους Ιουδαίους που Τον προκαλούσαν), για να μας διδάξει να μην ελέγχουμε πάντοτε αυτούς που μας εχθρεύονται, αλλά να υπομένουμε
πολλά με επιείκεια και πραότητα.
Ακόμη κι’ αν είναι αχρειότερος από όλους, κι’ αν δεν το ομολογεί, κι’ αν δεν το διακηρύττει, πάντως σιωπηρά αναγνωρίζει τη φιλοσοφημένη ζωή σου και θα ντραπεί
από την πραότητά σου, γιατί έτσι του υπαγορεύει η συνείδησή του.
«Αδελφοί, αν από αδυναμία παρασυρθεί κανείς σε κάποιο αμάρτημα»…, «σεις πού είστε πνευματικά προοδευμένοι να τον διορθώνετε». Δεν είπε, να τον τιμωρείτε, ούτε να τον καταδικάζετε, αλλά να τον διορθώνετε. Και δεν σταμάτησε εδώ, αλλά δείχνοντας ότι πρέπει να είναι πολύ ήμεροι σ’ εκείνους που υποσκελίζονται από την αμαρτία, πρόσθεσε και τα εξής: «Με πνεύμα πραότητας». Δεν είπε με πραότητα, αλλά «με πνεύμα πραότητας», για να δείξει (φανερώσει) ότι αυτά είναι αρεστά και στο Άγιο Πνεύμα και ότι το να μπορεί κανείς να διορθώνει τους αμαρτωλούς με επιείκεια, είναι καρπός πνευματικού χαρίσματος.
Τί λοιπόν, πες μου, δεν μέμφεσαι και δεν κατηγορείς τον αδελφό σου που θυμώνει και διάκειται εχθρικώς απέναντι σου; Για ποιό λόγο λοιπόν εσύ δεν προσπαθείς να τον αντιμετωπίσεις με τον αντίθετο τρόπο, αλλά θέλεις επί πλέον να θυμώνεις και συ ο ίδιος; Μήπως είναι δυνατόν η φωτιά να σβηστεί με φωτιά; Αυτό είναι αντίθετο με τους φυσικούς νόμους. Έτσι δεν είναι ποτέ δυνατόν να καταπραΰνουμε το θυμό με άλλο θυμό. Ό,τι δηλαδή είναι για τη φωτιά το νερό, το ίδιο είναι για το θυμό η επιείκεια (η υποχωρητικότητα) και η πραότητα.
Η οργή εξουδετερώνεται με την πραότητα. Γι’ αυτό ο Κύριος παραγγέλλει να ζούμε σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους, για να μην λες, έπαθα αυτά κι’ αυτά, και γι’ αυτό εξαγριώθηκα. Κι’ αν ακόμη πάθεις αμέτρητα κακά, λέει ο Κύριος, μένε πρόβατο, κι’ έτσι θα νικήσεις τους λύκους. Λες, ο τάδε είναι κακός και διεφθαρμένος· αλλά συ έχεις τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε και τους κακούς να νικήσεις. Τί υπάρχει πιο ήμερο από το πρόβατο; Τί πιο άγριο από το λύκο; Αλλ’ όμως το πρόβατο θα νικήσει το λύκο. Κι’ αυτό αποδείχτηκε με τους Αποστόλους. Γιατί τίποτε δεν υπάρχει δυνατότερο από την πραότητα, τίποτε ισχυρότερο από τη μακροθυμία. Για τούτο ο Χριστός προστάζει να είμαστε σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους. Έπειτα, αφού είπε αυτά, σαν να μην ήταν αρκετή αυτή η ημερότητα, εννοώ του προβάτου, για εκείνον που θέλει να αναδείξει μαθητή Του, προσθέτει και κάτι άλλο: «Να είστε άκακοι, όπως τα περιστέρια». Έτσι, αφού ανέμιξε την πραότητα των δύο ήμερων και άκακων ζώων, ζήτησε και από μας να δείχνουμε την ίδια μεγάλη καλωσύνη, όταν βρισκόμαστε ανάμεσα σε άγριους. Και μη μου λες, είναι κακός ο συνάνθρωπός μου και δεν μπορώ να τον υποφέρω. Γιατί τότε κυρίως πρέπει να δείχνουμε την πραότητά μας, όταν έχουμε να κάνουμε με άγριους, με ανήμερους. Τότε γίνεται φανερή η δύναμή της, τότε λάμπει το έργο της, το κατόρθωμά της και ο καρπός της.
Δεν λέει τίποτε ο Χριστός (στους Ιουδαίους που Τον προκαλούσαν), για να μας διδάξει να μην ελέγχουμε πάντοτε αυτούς που μας εχθρεύονται, αλλά να υπομένουμε
πολλά με επιείκεια και πραότητα.
Ακόμη κι’ αν είναι αχρειότερος από όλους, κι’ αν δεν το ομολογεί, κι’ αν δεν το διακηρύττει, πάντως σιωπηρά αναγνωρίζει τη φιλοσοφημένη ζωή σου και θα ντραπεί
από την πραότητά σου, γιατί έτσι του υπαγορεύει η συνείδησή του.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος