Thursday, 1 November 2012

Angel Did not Write down the Names of Those Who Took Communion with Unconfessed Sins

Rufinus the Presbyter. "Living of Desert Fathers."

(translated from Russian)
We cannot pass over in silence the inhabitants of the desert adjoining the Porfenian sea and bordering the area of the city Diolk. There we saw one wonderful priest, named Piammon, who was notable for the absolute humility and meek indulgence. He was given the grace of revelation. Once bringing the Bloodless Sacrifice to the Lord, he saw an Angel of the Lord near the Altar: he was holding a book in which he wrote down the names of the monks who approached to the Holy Altar. The elder carefully noticed whose names the Angel missed. After the end of the liturgy, he summoned separately each one of the missed by the Angel and asked him whether he had some secretly committed sin in the conscience. At this confession, he revealed that each of them was guilty of a mortal sin ... Then he persuaded them to bring repentance, and casting himself down before the Lord along with them, prayed with tears day and night, as if he was involved in their sins. And he was in repentance and tears until he saw the Angel again, standing before the Altar and writing down the names of those who were taking the Holy Mysteries. Having written down the names of everyone, the Angel even started to call each one by name, inviting to come to the Altar for reconciliation with God. And the elder, seeing this, understood that their repentance was accepted and happily admitted everyone to the Altar.

Fear During Divine Service Because of Unconfessed Sins

 

            The Letters of Saint Ambrose of Optina.

 


 I have received your letter dated 30  September. You write about yourself in this way: "For more than two years I have been ill with an unknown illness which doctors can not understand. The disease is such that I have more fear, especially reciting the Divine Liturgy, and also the constant melancholy, and pensiveness, and anguish. Though it is inconvenient to resolve this kind of confusion and disease without seeing you, but considering melancholy and fear you experience, I think that the beginning and the first cause of your disease were your childhood sins that probably you could not confess properly or were ashamed to do it; but you should had done it especially before your deacon ordination. The second cause may be that you haven’t always kept your conscience clear combining deacon ministry with married life, because a person ordained into this service is required a particular keeping of conscience, which is not infrequently prevented by either excessive use of strong drinks or intemperance with respect to irritation and anger. Each of these weaknesses alone has the power to bring great harm to the soul, especially if they are combined at the same time.
The same condition and state happens when a man despite his weaknesses and failures does not humble himself, but becomes arrogant and abases others. I think that in your sickness, first of all, you need to strive for release from aggravating anguish and fear. And you can achieve this, first, if you can find in your region such a confessor to whom with full faith and perfect sincerity you could humbly confess everything that lied heavy on your conscience from six years to this day; and secondly - if you firmly decide not to return to such actions that cause fear and anguish, as the Lord Himself said in the Gospel to the sinner, “go, and sin no more” (Jn 8: 11). If you do so and from now on you are determined to keep yourself and your conscience, then we can hope that you will not only get rid of the grief and fear aggravating you, but you can get such a relief in your bodily disease, with God’s grace and help, that will be useful for you, by the will of Lord, All-good, All-knowing, Almighty and having the providence of salvation for everyone.

Why Does Prayer Need to Be Free From Thoughts?

Why is it important that prayer be free from thoughts?  To have true prayer our minds must be pure, still and totally open for an encounter with the infinite and all compassionate God.  When we have thoughts cluttering our mind in prayer, our prayer becomes focused on things of this world and our prayer time becomes a problem solving session with ourselves.  Our thoughts are like a pollutant that distorts our prayer and confuses our relationship with God with our own desires and needs.  It is a pure open mind that will gain grace that enables us to hear and do His will instead of our own will.


Saint Hesychius writes,

One who does not have prayer that is free from the thoughts is without a weapon for battle.  I understand prayer to be that which is carried out unceasingly within the depths of the soul, so that the enemy who is secretly fighting may be vanquished and scorched by this invocation to Christ.  For you must look with the sharply focused eye of the mind so that you will recognize what has entered into it, and after doing so, immediately cut off the head of the snake through refutation, and at the same time call on Christ with groaning. through experience you will come to know God's invisible help; then you will see clearly the true condition of the heart.
Our challenge is to have the sobriety to be watchful and attentive to the nature of our thoughts and to dismiss them when we enter into prayer.  As Saint Hesychius says, "you must look with the sharply focused eye of the mind" in prayer. This is the true purpose of our mind to enable us to focus on our Creator and discern His will for us.  As we repeat the Jesus Prayer, our  mind will instantly become focused on God and we will receive His grace which helps us deter all distracting thoughts.


One of the reasons we pray is to overcome the domination of our soul by the thoughts roaming thorough our minds, distracting it from a intimate relationship with God.  It is in prayer where thoughts are subdued that we find this relationship our soul seeks.

 Reference: The Spiritual Life, p 252

ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ-Αν είμαστε αδιάφοροι, δεν μας ωφελούν οι προσευχές των άλλων

 
Ποια ανάγκη όμως υπάρχει να μιλώ για την αδελφή του Μωυσή, αφού ο ίδιος ο Μωυσής δεν μπόρεσε να προστατέψη τον εαυτό του, αλλ’ ύστερα από αμέτρητους κόπους και ταλαιπωρίες και αγώνες σαράντα ετών, εμποδίσθηκε να πατήση στη χώρα για την οποία του είχαν δοθή πάρα πολλές υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις; Ποια ήταν η αιτία; Δεν θα ήταν ωφέλιμο να φθάση ο Μωυσής στη γη της επαγγελίας , αλλά θα ήταν επικίνδυνο και θα κατέστρεφε πολλούς από τους Ιουδαίους. Αφού λοιπόν λησμόνησαν το Θεό και στηρίχθηκαν απόλυτα στο Μωυσή και νόμιζαν ότι αυτός αποτελεί το παν γι’ αυτούς , απλά και μόνο επειδή έφυγαν μακριά από την Αίγυπτο , σε ποιο βαθμό θα έφθανε η ασέβειά τους, αν έβλεπαν ότι ο Μωυσής τους εγκαθιστά στη γη της επαγγελίας; Γι’ αυτό ακριβώς δε βρέθηκε πουθενά ούτε ο τάφος του.
Αλλά και ο Σαμουήλ δεν μπόρεσε να σώση τον Σαούλ από την Οργή του Θεού, έσωσε όμως πολλές φορές τους Ισραηλίτες. Και ο Ιερεμίας δεν μπόρεσε να σώση τους ιουδαίους . Και ο Ιερεμίας δεν μπόρεσε να σώση τους Ιουδαίους, προφύλαξε όμως κάποιον άλλον με την προφητεία του. Και ο Δανιήλ μπόρεσε να σώση από την οργή τους βαρβάρους, δεν μπόρεσε όμως να σώση τους Ιουδαίους από την αιχμαλωσία ( Δαν. 2 ) . Και στα Ευαγγέλια συναντούμε περιπτώσεις που συμβαίνουν και τα δύο αυτά στο ίδιο πρόσωπο. Συναντούμε δηλαδή περιπτώσεις που το ίδιο πρόσωπο άλλοτε να σώζη τον εαυτό του και άλλοτε να το καταστρέφη. Ο χρεώστης , για παράδειγμα, των δέκα χιλιάδων ταλάντων κατώρθωσε να σώση τον εαυτό του με τις παρακλήσεις του, αλλά στο τέλος καταστράφηκε.
Κάποιος άλλος αντίθετα στην αρχή κατέστρεψε τον εαυτό του, αργότερα όμως μπόρεσε να τον βοηθήση πάρα πολύ. Και ποιός είναι αυτός; Εκείνος που έφαγε την πατρική του περιουσία.
Ώστε αν εμείς είμαστε αμελείς και αδιάφοροι, δεν θα μπορέσουν να μας σώσουν οι άλλοι. Αντίθετα, αν εμείς είμαστε ευσεβείς , θα σωθούμε με τις δικές μας δυνάμεις και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια απ’ ό,τι με τις δυνάμεις των άλλων. Διότι ο Θεός προτιμά να μας προσφέρη την βοήθειά Του αμέσως και όχι μέσω άλλων, για να ελευθερωθούμε από την κακία και να γίνουμε καλλίτεροι, προσπαθώντας να καταπαύσουμε την οργή του Θεού. Έτσι βοήθησε την Χαναναία, έτσι έσωσε την  πόρνη, έτσι τον ληστή˙ χωρίς να μεσολαβήση και χωρίς να τους υπερασπίση κανείς.
Αυτά τα λέγω όχι για να μην παρακαλούμε τους αγίους, αλλά για να μην είμαστε αδιάφοροι , να μην μείνουμε αδρανείς και ήσυχοι και να στηρίζουμε τις ελπίδες μας μόνο στους άλλους.

( Κατά Ματθαίον Ε΄, ΕΠΕ 9, 176-182. PG 57, 58-60 )
Από το βιβλίο: «ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων
Ε΄
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Τα νεύρα της ψυχής»
Έκδοσις
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους

Γ. Παίσιος-Όταν δίνεις ευλογία,παίρνεις ευλογία.Η ευλογία γεννάει ευλογία


Μερικοί, Γέροντα, από την τσιγγουνιά μένουν νηστικοί.
- Μόνον νηστικοί; Ηταν ένας έμπορος πλούσιος που είχε ένα μεγάλο εμπορικό και έκοβε με τόν σουγιά στα τρία εκείνα τα σπίρτα τα πλακέ!
Μιά άλλη πολύ πλούσια είχε ένα θειαφοκέρι.Κρατούσε κάρβουνα και έπαιρνε με το θειαφοκέρι από τα κάρβουνα να ανάψη την φωτιά, για να μην ξοδέψη κανένα σπίρτο. Και είχε σπίτια, κτήματα, μεγάλη περιουσία.
Δεν λέω να είναι κανείς σπάταλος, αλλά τουλάχιστον, όταν κάποιος είναι σπάταλος, αν του ζήτησης κάτι,εύκολα θα σου το δώση. Αν είναι τσιγγούνης, θα λυπάται να σου το δώση.
Ήταν μιά φορά δυο νοικοκυρές και συζητούσαν στην γειτονιά για σαλάτες, για ξίδια και πάνω στην συζήτηση είπε η μία: «Εχω πολύ καλό ξίδι».


Μιά φορά χρειάσθηκε η άλλη η φουκαριάρα λίγο ξίδι και πήγε να της ζητήση. «Ακου εδώ, της λέει εκείνη, εγώ, αν τό έδινα, δεν θα είχα ξίδι επτά χρόνων!».
Καλά είναι να κάνη οικονομία κανείς και να δίνη. Οικονόμος δεν θα πη τσιγγούνης.
Ό πατέρας μου χρήματα δεν κρατούσε. Στα Φάρασα δεν είχαν ξενοδοχείο- το σπίτι μας ήταν σαν ξενοδοχείο. Όποιος ερχόταν στο χωριό, στον πρόεδρο θα πήγαινε να μείνη. Θα έτρωγε, θα του έπλεναν τα πόδια, θα του έδιναν καi κάλτσες καθαρές.

Τώρα, βλέπω ότι και σε μερικά προσκυνήματα έχουν αποθήκες ολόκληρες με κανδήλια και δεν λένε: «Εχουμε, μη μας δίνετε άλλα».
Αυτά ούτε μπορούν να τα χρήσιμοποιήσουν ούτε να τα πουλήσουν, αλλά ούτε και τα δίνουν.
Οταν αρχίση να μαζεύη κανείς, δένεται και δεν μπορεί να δώση. Αν όμως άρχίση να μη μαζεύη πράγματα και τα δίνη, τότε θα μαζευτή η καρδιά στον Χριστό, χωρίς να το καταλάβη.

Μιά χήρα να μην έχη χρήματα να αγοράση έναν πήχυ ύφασμα να ντύσει τα παιδιά της, και εγώ να μαζεύω! Πώς να το ανεχθώ αυτό;
Στο Καλύβι δεν έχω ούτε πιάτα ούτε κατσαρόλια,τενεκεδάκια έχω.
Προτιμώ ένα πεντακοσάρικο να το δώσω σε έναν φοιτητή, να πάη από το ένα μοναστήρι στο άλλο, παρά να πάρω κάτι για μένα.

Αν δεν μαζεύης, έχεις ευλογία από τον Θεό.
Οταν δίνης ευλογία, παίρνεις ευλογία. Η ευλογία γεννάει ευλογία.


Πηγή:ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Β