Monday, 29 October 2012

Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης-Ναι, θα σε ελεήσω, απαντά ο Θεός


       Γέροντος Εφραίμ, Προηγουμένου της Ιεράς Μονής Φιλόθεου.

Σήμερα θα μιλήσουμε για την μεγάλη πνευματική ασθένεια που λέγεται εγωισμός.
Ο εγωισμός είναι ένα παράλογο πάθος που μαστίζει κυριολεκτικά όλο το ανθρώπινο γένος· όλοι οι άνθρωποι πάσχουμε από αυτή τη μεγάλη ασθένεια. Τον εγωιστή άνθρωπο ο εγωισμός τον ρεζιλεύει και τον θεατρίζει. Αυτόν τον εγωισμό καλούμεθα από το Θεό να αγωνιστούμε, να τον καταπολεμήσουμε, για να απαλλαγούμε απ’ αυτόν.



Ο παλαιός άνθρωπος είναι η εμπαθής κατάσταση της ψυχής και στην κυριολεξία είναι εγωισμός.
Όλα τα πάθη, όλα τα αμαρτήματα, όλες οι πτώσεις, έχουν την αρχή τους, την αφετηρία τους στον εγωισμό. Μεγάλο κακό. Δεν αφήνει τον άνθρωπο ήσυχο· τον τυραννά νύχτα -μέρα. Όλοι γενικά οι άνθρωποι πάσχουν από αυτό το κακό, και περισσότερο από όλους εγώ ο αμαρτωλός.

Στον πρώτο καιρό που ήμουνα κοντά στον άγιο Γέροντά μου, όταν πρωτοπήγα κοντά του εκεί σ’ εκείνον τον απαράκλητο τόπο της ερήμου, εκεί κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γνώρισα και είδα στην πράξη τον εγωισμό μου.

Όταν ήμουν στον κόσμο, οι άνθρωποι της Εκκλησίας με νόμιζαν ότι ήμουν ένα αγιασμένο παιδί. Εγώ αντιδρούσα σ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς, πλην όμως σιγά-σιγά οι έπαινοι μου κάνανε κακό. Και το κακό, αυτό το είδα στη πράξη, όταν έβαλα την κατά Θεόν αρχή να θεραπευθώ ψυχικά από όλα μου τα πάθη.

Όταν πρωτοπήγα στο Γέροντα Ιωσήφ, από την πρώτη μέρα αμέσως άρχισε την επίβλεψή του, άρχισε τη θεραπεία του. Και με μεταχειριζόταν αυστηρά· με ήλεγχε συνέχεια, με μάλωνε, και με κούραζε αρκετά, διότι ήμουν αδύνατος ψυχικά.

Είναι αλήθεια ότι, όταν μου έκανε τους ελέγχους, δηλαδή όταν έβαζε το φάρμακο πάνω στην πληγή μου, εγώ πονούσα. Ο εγωισμός μου κλωτσούσε μέσα μου και μου έλεγε· γιατί μόνο σε μένα ο Γέροντας εξασκεί αυτή την αυστηρή παιδεία, γιατί να με μαλώνει, γιατί και γιατί…; Εγώ με την ευχή του Γέροντά μου αντιδρούσα, αντέλεγα, άνοιγα μαζί του πόλεμο. Και πολλές φορές, μετά από έναν κραταιό αγώνα, πήγαινα μέσα στο κελάκι μου και έπαιρνα τον Εσταυρωμένο και έκλαιγα επάνω του και του έλεγα:

«Ιησού μου γλυκύτατε! Εσύ που ήσουν ο αναμάρτητος Θεός, υπέμεινες τόσα και τόσα κακά, τόση αντιλογία, τόσες ύβρεις και χλευασμούς από ένα τόσο μεγάλο πλήθος ανθρώπων που σε μισούσαν και είχαν μεγάλη κακία απέναντι σου. Και εσύ με ανεξικακία όλα αυτά τα υπέμεινες για τη δική μου αγάπη και σωτηρία. Και εγώ ένας αμαρτωλός άνθρωπος, ένας εμπαθής και ελεεινός να διαμαρτύρομαι και να λέω, γιατί μου βάζει ο Γέροντας το πικρό φάρμακο της σωτηρίας μου; Άξια αυτών που έπραξα απολαμβάνω. Επομένως δεν έχω ούτε μια δικαιολογία αλλά μόνο πρέπει να κάνω υπομονή να σηκώσω το Σταυρό τον οποίο μου χάρισε η αγαθότητά Σου προς σωτηρία μου».
Αυτά του έλεγα του Χριστού και πράγματι δεχόμουνα μεγάλη ανακούφιση. Μετά από ένα τέτοιο κλάμα ένοιωθα μια δύναμη μέσα στην καρδιά μου, στο να υπομείνω μέχρι τέλους, έως ότου να σταυρωθώ ψυχικά για να δεχθώ στη συνέχεια την ανάσταση της ψυχής μου.

Πολλά παραδείγματα αγίων ανθρώπων μας δίνουν πολύ κουράγιο για να σηκώσουμε και εμείς αυτόν το σταυρό, αυτή τη δυσκολία στην αντιμετώπιση του τρομερού εγωισμού.
Κακό πάθος, δύσκολο. Την καρδιά την έχει περιπλέξει πολύ δύσκολα. Γι’ αυτό ο μεγάλος Πατέρας της ερήμου, ο Ποιμήν, λέει, ότι, εκείνος που θέλει να ξεριζώνει τα πάθη του, πονάει και αιμορραγεί. Και πράγματι έτσι έχει η αλήθεια.

Όταν κάποιος μας ελέγξει, μας προσβάλει, αμέσως μέσα μας γίνεται ένα κλώτσημα, μια δυσκολία εσωτερική, μια στενοχώρια, ένας πνιγμός, μια πίεση που μας σπρώχνει να αντιμιλήσουμε, να ανταποδώσουμε, να θυμώσουμε σ’ αυτόν τον άνθρωπο που μας έκανε τον μεγάλο. Εκείνη την ώρα χρειάζεται σφίξιμο, χρειάζεται να καταπιούμε μέσα βαθειά στη ψυχή μας, το φαρμάκι αυτό του εγωισμού. Να πνίξουμε το θηρίο που έρχεται να βγει προς τα έξω για να μας ενοχοποιήσει. Και όταν στη συνέχεια, σε κάθε τέτοια περίπτωση, αντιμετωπίσουμε το κακό κατ’ αυτό τον τρόπο, πνίγοντας το θηρίο όταν πρόκειται να βγει προς τα έξω, με το πέρασμα του χρόνου, εσωτερικά θα ψοφήσει. Όταν ένα θηρίο το κλείσει κανείς μέσα σ’ ένα κλειστό χώρο και δεν το τροφοδοτεί, δεν του ρίχνει τροφή, κατά φυσική συνέπεια, μετά από ένα διάστημα χρόνου θα πεθάνει. Έτσι και με το θηρίο αυτό του εγωισμού, εάν δεν το τροφοδοτούμε με υποχωρήσεις, με τη χάρη του Θεού σιγά-σιγά θα εκλείψει.

Μια παρθένος πήγε στον Αββά Παμβώ και του λέγει: «Αββά, εγώ νηστεύω πολύ και τρώω ανά επτά ημέρες. Κάνω και διάφορες άλλες ασκήσεις. Έχω αποστηθίσει τη Πάλαια και Καινή Διαθήκη. Τί μου υπολείπεται ακόμη να πράξω, ώστε να φθάσω στην τελειότητα;»

Ο σοφός γέροντας της λέει:
-Παιδί μου, όταν κανείς σε βρίσει, σε χλευάσει, σου φαίνεται μέσα σου σαν να σε επαινεί;
-Όχι.
-Όταν σε επαινεί κάποιος, σου φαίνεται μέσα σου σαν να σε βρίζει;
-Όχι Αββά.
-Άντε παιδάκι μου πήγαινε, λέει, και τίποτα δεν έχεις κάνει μέχρι τώρα.

Ο Αββάς Ποιμήν είχε άλλους έξι αδελφούς. Ο μεγαλύτερος ήταν ο Αββάς Ανούβ. Και κάποτε όλοι μαζί πήγανε και κατοικήσανε σε ένα κελί, σε ένα παλιό ειδωλολατρικό ναό που έξω από αυτόν ήταν στημένο ένα άγαλμα, μία θεότητα. Και κάποια μέρα ο Αββάς Ανούβ, κατά παράδοξο τρόπο, πήγε και άρχισε να ρίχνει πέτρες στο άγαλμα και να το βρίζει. Την άλλη μέρα πήγε και το προσκυνούσε και του έλεγε πολλά επαινετικά λόγια.

Όταν είδαν τον Αββά να κάνει κάτι τέτοιο, οι αδελφοί τον ρώτησαν:
-Γέροντα μ’ αυτό που έκανες τί θέλεις να μας διδάξεις;
-Να, λέγει, όταν με είδατε που πήγα και το λιθοβολούσα και το έβριζα το είδωλο αυτό, μου απαντούσε;
-Όχι.
-Όταν την άλλη μέρα, είδατε να το προσκυνώ και να το επαινώ, είδατε πάλι να μου πει τίποτα;
-Όχι, Αββά.
-Ε, αν θέλετε κι εσείς να μείνουμε όλοι μαζί και να βιώσουμε με αγάπη, έτσι πρέπει να κάνουμε.

Να υπομένουμε ο ένας τον άλλο.
Ο εγωισμός είναι μια κληρονομιά που δεχθήκαμε από τους πρωτοπλάστους, από τον Αδάμ και την Εύα. Και οι πρωτόπλαστοι νικήθηκαν από το διάβολο, τον εωσφόρο. Εκείνος ξεκίνησε το θέμα.
Ο εωσφόρος είχε το πρώτο τάγμα των αγγέλων. Ήταν το πλησιέστερο προς τη δόξα του Θεού. Απολάμβανε την πρώτη χάρη. Δεχόταν τις πληροφορίες, τις αποκαλύψεις πιο μπροστά από τα άλλα 9 τάγματα. Για όλη αυτή τη δόξα του και τη χάρη του, σκέφτηκε πονηρά κατά του Θεού. Έλεγε στο λογισμό του: «Γιατί ο Θεός να είναι τόσο ψηλά; Γιατί να έχει αυτή τη δόξα; Γιατί να τον προσκυνούμε; Γιατί να του υποτάσσονται τα πάντα. Και εγώ δεν μπορώ να γίνω Θεός; Θ’ ανεβώ κι’ εγώ ψηλά και θα καθίσω δίπλα Του, θα γίνω και εγώ όμοιός Του. Και θα με προσκυνούν τα πάντα. Και θα έχω και εγώ την ιδία δόξα.

Όταν σκέφτηκε αυτά και τα πίστεψε, αμέσως ο Θεός τον απέρριψε από το πρόσωπό Του, τον πέταξε κάτω. Όλο το τάγμα χάθηκε στην άβυσσο. Έτσι και κάθε υπερήφανος και εγωιστής· αποβάλλεται από το Θεό.

Ο διάβολος, ο εωσφόρος, δεν αρκέστηκε στη δική του μόνο πτώση. Φθόνησε και τον άνθρωπο τον οποίον είχε πλάσει με ιδιαίτερο τρόπο ο Θεός και τον είχε κάνει βασιλέα μέσα στον παράδεισο, και σε όλη την κτίση. Σου λέει: «Γιατί αυτός να απολαμβάνει τέτοια ευτυχία; Όχι. Και αυτός πρέπει να προσβάλει το Θεό και αυτός δεν πρέπει να Του υποτάσσεται· και αυτός πρέπει να πλανηθεί. Τον πλησιάζει και του ψιθυρίζει τα ίδια πράγματα, με το να του πει· «γιατί ο Θεός να σου απαγορεύσει να φάς από αυτό τον καρπό· αυτό είναι πονηριά του Θεού, για να μη γίνεις κι εσύ Θεός, ώστε να γνωρίζεις το καλό και το κακό, το πονηρό και το αγαθό· φάε και θα δεις ότι θα γίνεις Θεός».

Τον άκουσε ο πρωτόπλαστος και στη συνέχεια έγινε το παραπάτημα· γνώρισε στην πράξη ότι έπρεπε να πειθαρχήσει στην εντολή του Θεού. Η υπερηφάνεια και ο εγωισμός έβγαλε τους πρωτοπλάστους από τον παράδεισο του Θεού. Κληρονομήσαμε και μείς σαν μια περιουσία τον εγωισμό αυτό και τώρα υποφέρουμε και αγωνιζόμαστε μέχρις αίματος για να απαλλαγούμε.

Ο μοναχισμός είναι το άμισθο ιατρείο· είναι η κλινική του Θεού, που έρχεται ο άνθρωπος για να γίνει καλά. Τον καλεί ο Θεός με κλήση αγία και τον φέρνει με την αγάπη του σ’ αυτό το ιατρείο.

Ο άνθρωπος ζητά τη θεραπεία του και φωνάζει: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
-Ναι, θα σε ελεήσω, απαντά ο Θεός. Και αρχίζει ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων τη θεραπεία.


Μας στέλλει διάφορες θλίψεις, επιτρέπει πειρασμούς. Και όλα αυτά είναι τα φάρμακα, τα πικρά φάρμακα που θεραπεύουν τη ψυχή του ανθρώπου.

Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να πει ότι στον καιρό της εγχειρήσεως ή της ιατρικής επεμβάσεως δεν πονά, δεν αγωνίζεται να ξεπεράσει το πόνο και τη θλίψη· ωστόσο όμως στο τέλος της θεραπείας γίνεται ψυχικώς καλά.

Όταν ο Γέροντας μου ήταν αρχάριος στην έρημο, ήταν στην υποταγή του γέροντα Εφραίμ, ενός απλού ανθρώπου. Ήταν ένα γεροντάκι ευλογημένο. Κάποτε ένας γείτονας μοναχός, δεν γνωρίζω τί είχε συμβεί, το έθλιβε το Γεροντάκι. Ο παππούς φώναζε διότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Διαμαρτυρόταν, έβγαζε φωνές, τσίριζε… Ο Γέροντας ο δικός μου, νέο παιδί, δυνατό που μπορούσε να τα βάλει με δέκα ανθρώπους, όταν άκουγε το Γέροντά του να φωνάζει έξω και ο άλλος να σηκώνει το ανάστημά του, μέσα του άρχιζε να βράζει ο θυμός και η οργή. Μόλις είδε τον κίνδυνο ότι αν βγει έξω δεν μπορούσε να προβλέψει τί θα συνέβαινε, σαν νέος που ήταν, αμέσως τρέχει στην εκκλησία, γονατίζει κι’ αρχίζει να φωνάζει: «Παναγία βοήθησε με». Και άρχισε να κλαίει· να κλαίει, και να παρακαλεί, ώστε να επέμβει η Παναγία να βοηθήσει μη τυχόν και σ’ αυτή την κατάσταση βγει έξω. Και αφού έκλαψε πολύ, και έχυσε πολλά δάκρυα, τότε είδε το θηρίο του εγωισμού και τού θυμού να μαλακώνει και να υποχωρεί. Όταν είδε ότι ήρθε σε μια κατάσταση που μπορούσε να βγει έξω και να μιλήσει με πραότητα και ηρεμία, βγήκε και απάλλαξε, βέβαια με ήρεμο τρόπο και με ευγένεια, τον γέροντα από το γείτονα. Και αυτό μας το έλεγε σαν παράδειγμα του πώς αντιμετωπίζεται ο εγωισμός στη πράξη.

Έρχεται και στον μοναχό ο πειρασμός και του ψιθυρίζει παραπλήσια πράγματα με εκείνα που ψιθύρισε στον Αδάμ. Αν ο Γέροντας τον μαλώνει ή του κόβει το θέλημα, διαμαρτύρεται μέσα ο εγωισμός και ψιθυρίζει στο μοναχό να αντιλογήσει, να φιλονικήσει, να στήσει το δικό του θέλημα· μ’ αυτό τον τρόπο δεν πρόκειται να θεραπευθεί ποτέ.

Ο μοναχός πρέπει να έχει συνεχώς την προσοχή για να αντιμετωπίζει την κάθε περίπτωση, τον κάθε πειρασμό με επιτυχία, ώστε με τη χάρη του Θεού να απαλλαγεί από τον παλαιό άνθρωπο. Στη θέση του παλαιού να μπεί ο νέος, ο κατά Χριστόν, ο άνθρωπος της απάθειας και της αναστάσεως.

Ο αγώνας δεν είναι μικρός, ούτε και σε λίγο χρόνο κατορθώνεται η νίκη και ο θρίαμβος κατά του εγωισμού. Μεγάλο θηρίο. Πολυκέφαλο.

Ο Όσιος Εφραίμ λέει: «Με λιοντάρι καταπιάστηκες; Πρόσεξε μη σου συντρίψει τα οστά.»
Αυτό το θηρίο είναι ο Ε γ ω ι σ μ ό ς. Σαν λιοντάρι παραφυλάει και μας επιτίθεται. Εμείς πρέπει να έχουμε στα χέρια μας το όπλο και το μαχαίρι της αντιρρήσεως κατά των λογισμών.

Οι τύραννοι των χριστιανών στους χρόνους των διωγμών προσπαθούσαν να παρασύρουν τους Μάρτυρες στο να αρνηθούν τη Θεότητα του Χριστού. Τους υπόσχονταν πολλά· πλούτη, δόξες τιμές. Οι Μάρτυρες όμως δεν υποχωρούσαν. Θριαμβευτικά ομολογούσαν τη πίστη στο Χριστό και στο τέλος δέχονταν το στεφάνι του μαρτυρίου, και έτσι ο Χριστός δοξαζόταν.

Και τώρα οι τύραννοι των παθών μας πιέζουν. Τα πάθη μας υπόσχονται, αν υποχωρήσουμε, απόλαυση και ικανοποίηση. Δεν πρέπει ο μοναχός να υποχωρεί σε μια τέτοια βία, αλλά να αντιστέκεται με όλη την ανδρεία της ψυχής και να περιμένει μετά από μια νόμιμη πάλη το στεφάνι του μαρτυρίου.

Οι Μάρτυρες μαρτύρησαν σε λίγο χρόνο. Πολλοί μάρτυρες σε λίγα λεπτά δεχθήκανε το στεφάνι. Ο μοναχός μαρτυρεί συνέχεια, σε όλη του τη ζωή. Όχι σε ένα τύραννο άλλα σε πολλούς. Κάθε πάθος και ένας τύραννος. Γι’ αυτό όχι λιγότερο θα στεφανωθούν οι μοναχοί που θα αντισταθούν στη βία των παθών και θα ομολογήσουν την καλή ομολογία της ασκήσεως, της μη υποχωρήσεως.

Μας σπρώχνει το πάθος της αντιλογίας. Εμείς πρέπει να βάλουμε εμπόδιο, φράγμα, να ανοίξουμε όρυγμα, να πέσει το άρμα της αντιλογίας μέσα μας.

Ο αγώνας πρέπει να είναι συνεχής. Να μην παρουσιάζουμε κενά· διότι τα κενά τα εκμεταλλεύεται ο διάβολος και σφηνώνει μέσα στα κενά και μας δημιουργεί κατάσταση επικίνδυνη. Η προσευχή πρέπει να είναι ακατάπαυστη. Η προσευχή είναι το όπλο μας. Και μόνο να προσεύχεται κανείς, ο διάβολος δεν τον πλησιάζει εύκολα.

Ας αγωνισθούμε εναντίον κυρίως αυτού του πάθους, διότι από εδώ ξεκινούν όλα. Και το κυρίως φάρμακο κατά του εγωισμού είναι η ταπείνωση. Ο Κύριος μας, μας είπε· «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσεται ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Η ταπείνωση και η πραότητα χαρίζουν μια πνευματική ανάπαυση στη ψυχή. Της χαρίζουν φως και βλέπει καθαρότερα τα πράγματα.


Ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος, την ταπείνωση την αποκαλεί «Θεοΰφαντον στολήν». Την ταπείνωση, λέγει, φόρεσε ο Υιός και Λόγος του Θεού και μπόρεσε και κατήλθε εκ των ουρανών, και μπόρεσε η γη να τον δεχθεί χωρίς να καταφλεχθεί.

Η ταπεινοφροσύνη στολίζει τον άνθρωπο. Ο ταπεινός άνθρωπος όπου και αν σταθεί, όπου και αν βρεθεί, σκορπάει μια κατά κάποιο τρόπο μυστηριώδη χάρη και γίνεται αγαπητός και προσφιλής. Την ταπείνωση οι δαίμονες την τρέμουν, όπως ακριβώς συνέβη και με έναν υποτακτικό.

Ένας χριστιανός είχε μια κόρη δαιμονισμένη και την πήγε σε πολλούς γιατρούς αλλά δεν βρήκε τη θεραπεία της. Αυτός ο χριστιανός είχε ένα φίλο, πνευματικό άνθρωπο, ο οποίος είχε σχέση με τους μοναχούς, και λέγοντάς του το παράπονο, τον πόνο του για το κορίτσι του, του λέει εκείνος· «Το παιδί σου θα βρει θεραπεία μόνον όταν καλέσεις ένα μοναχό, υποτακτικό, και έλθει στο σπίτι σου και κάνει μια ευχούλα, θα δεις αμέσως το παιδί σου θα γίνει καλά.
-Και που θα τον βρω εγώ αυτόν τον μοναχό;
-Να! Κάτω στην αγορά κατεβαίνουν, λέει, από την έρημο νεώτεροι υποτακτικοί μοναχοί και πωλούν διάφορα εργόχειρα. Σ’ ένα τέτοιο μοναχό πες του· «Έλα στο σπίτι να σου πληρώσω τα εργόχειρα, διότι τώρα επάνω μου δεν έχω χρήματα». Και πες του να σου κάνει μια ευχή και θα δεις ότι το παιδί σου θα γίνει καλά.

Αυτός αμέσως το πρωί κατεβαίνει στην αγορά, βλέπει ένα νέο μοναχό να πουλά διάφορα, εκεί, εργόχειρα.
Του λέει: Πάτερ, πόσο τα δίνεις αυτά;
-Τόσο. Είπε ο μοναχός.
-Μπορείς να έλθεις μέχρι το σπίτι να σε πληρώσω, γιατί επάνω μου δεν έχω χρήματα;
-Έρχομαι, λέει.

Και αφού προχωρούσαν προς το σπίτι και πλησίαζαν, ο διάβολος μυρίστηκε το πράγμα, ότι ήρθε η ώρα του να πάρει το εξιτήριο του και να φύγει από τον άνθρωπο, ετοιμάστηκε και αυτός. Και μπαίνοντας ο μοναχός μέσα στο σπίτι, τον συναντά η κόρη και σηκώνει το χέρι και του δίνει ένα ράπισμα, του μονάχου. Αυτός, ο μοναχός, γύρισε και την άλλη πλευρά του προσώπου και του δίνει και απ’ εκεί ένα ράπισμα, και αμέσως η κόρη έπεσε κάτω κι’ έβγαζε αφρούς. Και στο τέλος, φεύγοντας το δαιμόνιο είπε, ότι η εντολή του Χριστού με βγάζει και με διώχνει. Και αμέσως το παιδί έγινε καλά.

Ο υποτακτικός αυτός, από την πράξη αυτή φαίνεται ότι ήταν ένας προοδευμένος, ένας πετυχημένος μοναχός ο οποίος θα είχε εξασκηθεί στην παιδία και τη θεραπεία της ψυχής του.

Στην προσευχή μας πάντοτε να παρακαλούμε και να δεόμεθα του Θεού να μας απαλλάσσει απ’ αυτό το θηρίο, τον εγωισμό, και να μας χαρίζει την αγία ταπείνωση της ψυχής .

Elder Ephraim of Arizona-On Sin, Repentance, Mourning, and Tears

To fall and be injured is human, since—even if a man’s life lasted for only one day—his mind is inclined to evil from his youth (cf. Gen. 8:21 ). But to fall and remain fallen is not human. Repentance recreates man; it was given to us to cure the soul after baptism. If it did not exist, rarely would a person be saved. That is why, the virtue of repentance is unending as long as man is alive, for only the perfect do not err. My children, every time you see your thoughts reproaching you for some sin, immediately take the medicine: repent, weep, go to confession, and behold, you return to your former and better state.

2. After Judas the traitor dedicated himself to the Lord and became a partaker of grace, he performed miracles along with the rest of the Apostles, yet in the end he shipwrecked; whereas the thief who had done impious, evil, immoral deeds, by crying out for mercy, was granted repose in the calm haven of eternal bliss. The Jewish nation, which had received the promises of God and was called by Him special, chosen, and holy (vid. Ex. 19:5, 1 Pet. 2:9 ), was blinded and lost Him forever. The barbaric nations, on the other hand, which were like the harlot in their works, received the gospel and inherited what Israel had rejected: God. Therefore, away with despair and hopelessness! No matter how sinful we may be, we should always turn the eyes of our soul to God and entrust ourselves to Him as servants entrust themselves to the hands of their master. In this manner let our eyes be fixed on the Lord, always trusting in His mercy until He has mercy on us (Ps. 122:2 ).

3. The fall of man into physical mortality and the consequences of exile and alienation from our good Heavenly Father, brought about the law of sin, which wars against the law of God (cf. Rom. 7:23 ). From his youth, man is subject to the law of sin as a tendency, as an inclination, and as wickedness (cf.Gen. 8:21 ). And this tendency towards evil—as an ancestral inheritance and as a mark, product, and remnant of the ancient severance from the fountain of happiness—naturally took on substantial proportions in human nature, thus drawing it to evil. Thereafter, it was only natural for grievous calamities to befall the children of Adam and Eve. The restoration to the sonship of old by means of the Lord Jesus’ death on the cross led to eternal salvation. However, this did not remove the law of sin existing within man: not that God was unable to—for just one drop of the awesome and holy blood of Jesus Christ could transform everything—but providentially He let it coexist in man so that by means of it He could not only instruct him, but also make manifest the intentions of each person. The Scriptures say that God did not permit Joshua the son of Nun to destroy all the surrounding idolatrous nations, but he left some so that through them He could teach the art of war to the sons of Israel
(vid. Josh. 17:13 ). So when this law of sin does not find a brave adversary (that is, one with good intentions and with the divine commandments and precepts as weapons ), then it vanquishes and captures the spiritual struggler; it strips him of his divine weapons and then drags him to the life of sin. From all these and many other things, we reach the truthful conclusion that all the distressing events and things in human nature are a consequence of its fall from its original immortality to mortality. Furthermore, we see that the salvific sacrifice of the God-man Jesus providentially did not remove the law of sin existing within man in order to instruct him, as well as for many other reasons pertaining to our salvation, so that by them He may make him a wise heir of His eternal blessings.

4. “As I find you, I will judge you” (cf. Ez. 33:20 ). Behold, the value of a moment. Did He find you in repentance? Did He meet you in confession? Did He reach you saying “I have sinned against heaven and before you”? (Lk. 15:18 ). Did He approach you when you had tears of genuine repentance and self-reproach in your eyes? Behold, it is in one moment that God makes his decision. “The Lord is faithful in all His words” (Ps. 144:13 ). However, if He finds you otherwise, O man, then the eyes of your soul will open, and you will see what you have lost—but what is the use? If God condemns a person, repentance is futile; when the “fair” of life ends, words are pointless. It is all over! Oh, what a great mystery this is! O my God, my Sweet Jesus, open the eyes of my soul that I may see very clearly this great mystery of my eternal salvation, so that, helped by Thy grace, I may prepare provisions and not repent at the end of my life to no avail. As Thou dost see, I do absolutely nothing and am entirely leprous with passions. Grant me tears and complete repentance before the last hour comes, when I shall hear Thy voice, “Set thy house in order, for thou shalt die and not live” (Is. 38:1 ).

 5 . Repentance is endless. All the virtues, by the grace of God, may be perfected by man, but no one can perfect repentance, since we need repentance until our last breath, for we err in the twinkling of an eye. Therefore, repentance is interminable. Oh, how good God is! Justly will my fellow sinners be punished, for they have ignored the infinite compassion of the heavenly Father. Although we err as humans, we are sluggish to say, “I have sinned!” But how can we say this, since we (and I, above all ) are forgetful and lazy and proud, too—mighty obstacles on the road to humility! Christ showed this road to us through His Cross, but unfortunately we voluntarily turn a deaf ear to Him, to our great regret. Time flies, the years roll by, and we are drawing nearer and nearer to eternity. We see this, yet a mental numbness has bound us until we (and I, first ) are thrown into hell! My God, Who has delivered the human race from the enemy’s slavery, deliver us also from the future condemnation when You come to judge the world and render to each according to his works (cf. Rev. 22:12 ). Through your prayers, may I find mercy when my wretched soul is judged, for I am afraid to meet the fearsome Judge because my conscience reproaches me.

 6 . Obedience, cutting off one’s will, self-reproach, and patience in general are what lay the foundations of the soul, while fervor and zeal preserve one’s tears. If you want to be zealous until the end of your life, diligently pursue constant tears. If you have such tears, do not be afraid; the zeal of yearning for your salvation will remain. Water normally quenches fire; the water of God, however, which streams from the eyes of the repentant, lights not a physical fire—as we know—but a divine fire burning up the enemy’s weeds!

 7 . Let us sincerely repent; let us confess frankly and in detail. Let the tribunal of God and His decision preoccupy us continuously, and let us say, “I wonder, shall I be saved or shall I face the torments of hell?” Now is the time we must shed tears of repentance—in fact, constantly. Ah, how much we should be preoccupied by the question of how white and clean our soul is! We must purify it; otherwise, we shall be unable to present ourselves before Christ as we are now. Meditation on death should not escape us at all during our monastic routine.

 8 . How precious is the time of this life! Every minute has great worth, for within one minute we can think so many things, either good or evil. One godly thought raises us to heaven, and one diabolical thought lowers us to hell. So then, behold how valuable every minute in this present life is. Unfortunately, though, we do not think about this, and hours, days, and years pass with no profit—but is it merely with no profit? How much damage we have all suffered—and I, first—without realizing it! But some day, when our soul is about to depart from our body, we shall realize it. But, alas, it will be too late; there is no room for correction then. We must realize this now when we can still make a start. We should take advantage of the precious time of our life. Truly blessed is he who compels himself and makes a start, because some day he will become spiritually rich. It is never too late, for the Lord awaits each one of us to awaken so that He may give us work. He waits until the eleventh hour (cf. Mt. 20:6 ). He tries with every means to awaken us. I pray that all of us will awaken, light our lamps, and with a vigilant eye wait patiently for the Lord to come, so that we may enter the resplendent bridal chamber of eternal bliss, the festival of the bright angels, to chant with them the resurrectional canticles, which will elevate us from theoria to theoria and to divine ascents! Then—oh, then!—we shall fully realize what a great work it is to compel ourselves in everything and that our superiors did well to push us and grieve us, for we shall say, “Behold what we see now!” Then our thanks to God will have no limits. Then we shall really render thanks worthily to God!

 9 . Let us not lose our time in vain. The kingdom of heaven belongs to those who force themselves (cf.Mt. 11:12 ). Bear in mind the departure of our souls, the final hour and moment of that difficult separation. Keep in mind how the demons seek to snatch the poor soul at this final hour and lead it to Hades. Oh, what grief! What pain of soul! How the soul sighs then! Alas, what a sorrowful situation it is in at that moment! How many promises a person will make to God that he will change his life, that he will walk the path of repentance and hardship, as long as he does not die! All of us shall reach this hour and encounter the above and much more, and we shall then promise much more earnestly that we shall take the path of repentance and spiritual warfare. Let us imagine that this has already happened and that God has heard our request. Now what is left for us to do? To fulfill our promises by showing true repentance and the struggle to correct our soul. Behold the appropriate time for repentance and spiritual warfare! Little by little the time of our life is cut short, and without even realizing it, we are led to the end and to the grave! A tribunal and a Judge await us, as well as entire books in which the deeds of each one of us are written. Who is able to escape these things? No one. We shall all stand before the judgment seat of Christ “naked and open” (Heb. 4:13 ) for each of us to give an account of his deeds, words, and thoughts. Let us bear in mind these and many more such things night and day, so that we may bring our souls to mourning and tears!


10 . Sin, as a hook camouflaged with the suitable pleasure, comes craftily as something sweet and charming to the tongue in order to attack the soul. However, he who has been lured by the momentary pleasure and its comfort will find it more bitter than poison and more destructive than a pestilent disease in his soul.

 11 . No matter what happened with your parents, confession forgives and erases everything, my dear brother in the Lord. Recall how much the prodigal son sinned (vid. Lk. 16:19-31 ), and how much he grieved his father with his reckless life. But when he repented, at once his father’s arms opened and the past was wiped out as if it had never happened. So the cure for your sad parents has already occurred, for the change of your life to a spiritual life has rectified everything. Now that they are in the true life, they are informed by God about the change of your lifestyle and your repentance, for them. If, when we sin against our true Father, God, He forgives us no matter what we have done, how much more so will our parents be pleased, there in the true life, where they see things clearly. They know human weakness and how easily youth slips, and they are aware of the great master of evil, the devil, who was the cause for all the troubles. Instead, they will be thankful to you that through you they receive aid from God. Remain fully at peace, my brother. Walk the path of repentance with a peaceful mind, and do not let the past trouble you. “Forgetting those things which are behind, and reaching forward to those things which are ahead” (Phil. 3:14 ), we should look to the goal of our salvation. As soon as man says, “I have sinned!” God forgives him immediately and overlooks his sins. How much did blessed Augustine grieve that holy mother of his! Nevertheless, what sanctity and eros of God he attained later! With repentance everything is corrected. There is nothing that overcomes the compassion of God. “He is merciful to the last and provides for the first; to this one He gives, and to that one He shows kindness” (Paschal Homily of St. John Chrysostom ). The love of God covers and corrects everything. No one is sinless except for one-God.

 12 . [The Elder writes to one of his spiritual daughters in the world (“In the world” means not in a monastery. ]:
All that you suffered, my daughter, was because of your self-reliance. Didn’t I advise you to have humility and self-reproach? What did you trust in? don’t you know that if one boldly leans on a bamboo rod, it will break and pierce his hands? So what did you trust in? Don’t you know the saying: “Without Me you can do nothing”? (Jn. 15:5 ). Don’t you know that many Fathers fell by trusting in themselves? Humble yourself, blame yourself, weep, my daughter, wash your wedding garment. Your Bridegroom, Who is more beautiful than the sons of men, is calling you, is seeking you, and has prepared an abode for you in the heavens. The spiritual bridal chamber is extremely luxurious! Angels are serving; do not be sluggish. Arise; get some water and wash your wedding gown well, for you do not know when He will come. The time of death is unknown; it comes to us all. We do not know at what moment it will come. Repent. See how the harlot washed the immaculate feet of the Master. She shed tears more precious than myrrh, and they attracted God’s mercy and forgiveness. Then she heard, “Your sins are forgiven; go in peace” (Lk. 7:48,50 ). Repent, my daughter. Fall before the fearsome feet of the Master with mourning. Weep; cry out, “I have sinned, my Jesus. Accept me in repentance and save me. Overlook not my tears, O joy of the angels. Abhor me not, cast me not away. Thou Who hast bent the heavens by Thine ineffable abasement”. With these and many other such words importune Christ, resting assured that you will find His love three times as strong. Your repentance will give limitless joy to the angels, and exuberantly they will exclaim, “She stopped! She stopped! She stopped!” That is, she stopped short of falling. You were caught out of the flow, and now you are ascending again.

 13 . Pray for me, my brother, so that the Lord may grant me repentance before I depart on the great journey from this world—for we were not created for this earth, but for heaven. There, God has prepared a place for His children who are obedient to Him in everything He tells them. On the contrary, for all who are deaf to His divine commandments, He has prepared a place of eternal imprisonment—may God keep us from going there. Now God cries out through the Holy Scriptures, the preachers, the spiritual father: “Repent, for the kingdom of heaven is at hand” (Mt.3:2 ). Unfortunately, though, those who think they are smart and strong turn a deaf ear to Him with various excuses. But the all-good God, wanting to distribute His riches to man, calls “all the feeble, the weak, the things that are not” (cf.1 Cor. 1:27,28 ). “Go out quickly into the streets and lanes of the city, and bring in here the poor and the maimed and the lame and the blind, that my house may be filled” (Lk 14:21,23 ), says God through the Holy Gospel. By calling the useless, His compassion is glorified more, and man is led to gratitude, for what leper counted worthy of purification would not render thanks to his benefactor? What person condemned to an eternal imprisonment would not be grateful to his Savior? Unfortunately, my brother, I do not thank God, because forgetfulness—the offspring of pride—has made me lose my head.

 14 . Beloved brother, may God, Who has visited our humbleness, grant us genuine repentance, through which God’s tribunal is propitiated. Sincere repentance is repentance that displays regret for sins committed, mourning, burning tears that break down the strongholds of sin, and sincere and frank confession. Repentance leaves nothing unhealed. If man had not been given repentance, no one would be saved. Triumph and victory are given to man through the weapon of repentance. Glory to the only wise God, Who gave man such an effective medicine that cures every kind of illness, as long as it is taken properly. Let us struggle, my brother; let us live in simplicity and innocence of heart like small children, as the Savior said: “Unless you become as little children, you will by no means enter the kingdom of heaven” (Mt.18:3 ). With simplicity and faith we are freed from evil day-dreaming, which destroys the good seeds of the Holy Spirit. Things will happen according to our faith. What you sow is what you reap. Let us ask God for compunction and mourning, and He will grant them to us so that a stream of life-giving tears may follow. Then our heart will produce the fruits of the Holy Spirit.

Taken from  "Counsels from the Holy Mountain" Selected from the letters and homilies of Elder Ephraim

Rules for a Pious life

 

By Bishop Platon of Kostroma
(abridged)

Force yourself to get up early and on a set schedule. As soon as you wake up, turn your mind to God: make the Sign of the Cross, and thank Him for the night that has passed and for all His mercies towards you. Ask Him to guide all your thoughts, feelings and desires, so that everything you say or do will be pleasing to Him.
After washing yourself, get down to morning prayers. Pray kneeling, with concentration, and with reverence. Ask Him to give you faith, hope, and charity, as well as calm strength to accept all that the coming day may bring to you - its hardships and troubles. Ask Him to bless your labors. Ask for help: to accomplish some particular task that you face; to steer clear of some particular sin.
If you can, read something from the Bible, especially from the New Testament and the Psalms. Read with intent to receive some spiritual enlightenment, inclining your heart to compunction.
Try to devote at least fifteen minutes to spiritually contemplate the teachings of the Faith and the profit to your soul in what you have read.
Start every morning as if you had just decided to become a Christian and to live according to God's commandments.
As you enter upon your duties, strive to do everything towards the glory of God. Start nothing without prayer, because whatever we do without prayer later turns out to be futile or harmful. The words of the Lord are true: "Without me, you can do nothing."
If your labors are successful, give thanks to the Lord; If not accept all hardships as a penance for your sins - in the spirit of obedience and humility.
Before every meal, pray that God will bless the food and drink; and after the meal give thanks to Him and ask Him not to deprive you of spiritual blessings. In everything, avoid excess. Following the example of Christians of old, fast on Wednesdays and Fridays.
Do not be greedy. Be content having food and clothing, imitating Christ Who became impoverished for our sake.
Strive to please the Lord in everything, so that you will not be reproached by your own conscience. Remember God always sees you, and so be carefully vigilant concerning the feelings, thoughts and desires of your heart.
Never argue or make excuses. Be gentle, quiet and humble; endure everything, according to the example of Jesus. He will not burden you with a cross that exceeds your strength. He will also help you carry the Cross that you have.
Having done a good deed, do not expect gratitude, but temptation: for love towards God is tested by obstacles. Do not hope to acquire any virtues without suffering sorrows. In the midst of temptations do not despair, but address God with short prayers: "Lord, help... Teach me to... Do not leave... Protect me... " The Lord allows temptations and trials; He also gives the strength to overcome them.
Ask God to take away from you every thing that feeds your pride, even if it will be bitter. Avoid being harsh, gloomy, nagging, mistrustful, suspicious or hypocritical, and avoid rivalry. Be sincere and simple in your attitude. Humbly accept the admonitions of others, even if you are more wise and experienced.
When you feel slack, or a certain coolness, do not leave off the usual order of prayer and pious practices which you have established. Everything that you do in the name of the Lord Jesus, even the small and imperfect things, becomes an act of piety.
If you desire to find peace, commit yourself completely onto God. You will find no peace until you calm down in God, loving Him alone.
From time to time seclude yourself, following the example of Jesus, for prayer and contemplation of God. Contemplate the infinite love of our Lord Jesus Christ, His sufferings and death, His Resurrection, His Second Coming and the Last Judgment.
Visit the church as often as possible. Confess more often and receive the Holy Mysteries. Doing so you will abide in God, and this is the highest blessing. During Confession, repent and confess frankly and with contrition all your sins; for the unrepented sin leads to death.
Devote Sundays to works of charity and mercy; for example, visit someone who is sick, console someone who is in sorrow, save one who is lost. If anyone will help the lost one turn towards God he will receive a great reward in this life and in the age to come. Encourage your friends to read Christian spiritual literature and to participate in discussing spiritual matters.
Let the Lord Jesus Christ be your teacher in everything. Constantly address Him by turning your mind to Him; ask yourself: what would He do in similar circumstances?
Before you go to sleep, pray frankly and with all your heart, look searchingly at your sins during the past day. You should always compel yourself to repent with a contrite heart, with suffering and tears, lest you repeat past sins. As you go to bed, make the Sign of the Cross, kiss the cross, and entrust yourself to the Lord God, who is your Good Shepherd. Consider that perhaps this night you will have to appear before Him.
Remember the Lord's love towards you and love Him with all your heart, your soul and your mind.
Acting in this way, you will reach the blessed life in the Kingdom of Eternal Light.
The grace of our Lord Jesus Christ be with you. Amen.

The Prayer Rope-Design Bracelet or Prayer Rope?


Many of the Orthodox Christians piously wear at their hands a "bracelet" made of wool knots or wooden beads. Fewer however know its true significance. The first thing we should stress is that it is not a piece of jewelry but an actual prayer rope. Its purpose is not just as decoration or to show others we are Orthodox, as many believe, but to be used as an aid in accomplishing our daily prayers. 

The use of the prayer ropes is ancient in itself, going back to the origins of Christian monasticism. The prayer rope, creation attributed to Saint Pachomius in the fourth century, was intended as an aid for monks that could not read to accomplish a consistent number of prayers and prostrations in their cells. The use of the rope made it possible to pray the Jesus Prayer unceasingly, whether inside the cell or out, in accordance with Saint Paul's injunction to "Pray without ceasing" (I Thessalonians 5:17).
The method of tying the prayer rope also goes back to the fathers of monasticism. Saint Anthony the Great it is said to have started by tying a leather rope with a simple knot for every time he prayed Kyrie Eleison ("Lord have Mercy"), but the Devil would come and untie the knots to throw off his count. He then devised a way--inspired by a vision he had of the Theotokos--of tying the knots so that the knots themselves would constantly make the sign of the cross. This is why prayer ropes today are still tied using knots that each contain seven little crosses being tied over and over. The Devil could not untie it because the Devil is vanquished by the Sign of the Cross.
The prayer ropes are not to be confused with worry beads used as a pass-timer or calming device. The prayer ropes are to be used only in prayer. They come in various shapes and sizes but always they have a fixed number of knots or beads. This can be 33 (for the normal "bracelets") or 40, 50, 100, 200, 300, etc. for the longer ropes.

The use of the Jesus prayer with prostrations is sanctioned by our Church, which directs that one can (in cases of need) replace the common worship services with a definite number of prostrations and the Jesus Prayer (which would be difficult to carry out without the rope). Here is a guide we find at the end of some Psalter books.

Instead of the entire Psalter: 6000 Jesus Prayers
One kathisma: 300 prayers; for each stasis: 100
Midnight Service: 600
Matins: 1500
Vespers: 600
Great Compline: 700
Small Compline: 400
An Akathist to the Blessed Theotokos: 500
All those who are zealous for their salvation are invited to this unceasing remembrance of the saving name of Jesus, both laymen and monastics, for the spirit of life in Christ is one and the same for both. Many of our spiritual elders, men of prayer, ascetics and directors in faith and piety, down to the most recent time have recommended the use of the prayer rope to laymen and at times have even given them their own prayer ropes as a blessing.
For this reason we also recommend to the lay people today to properly use the prayer ropes around their hands to pray wherever they are, at home, at work, or driving, with a simple prayer: "Lord Jesus Christ Son of God have mercy on me the sinner" or simply "Lord Jesus Christ have mercy on me".

St. Nikolai Velimirovic - How God can be inside man

St. Nikolai Velimirovic


Letter # - How God can be inside man
 
To a soldier of a student's brigade who asks how God can be inside man

You asked somebody, "where is God?" And you got an answer that God is inside you. And you marvel at this answer. How can that be?

Kind of like light in a room, or like fire in a stove. When you are able to feel God within you, you will feel and know that He is inside you, but you will not be able to explain it to someone else. But you will look for images in nature and then you will speak to the other person as I speak to you: God is within me like light in a room, or a like fire in a stove, or like air in the lungs, or like life in every creature, or like force and love and thought inside of man. Of course, these are just images and likenesses, and they cannot express what a man feels when God dwells within him in His fullness. God's apostle, our spiritual father Paul, wishes for the faithful to be filled with all fullness in God (Eph. 3, 19). God works from within a man in two ways -- by helping and by governing.

When helping, God works within a man of medium or weak faith, who only occasionally remembers God and only keeps His Commandments partially. God does not abandon him because he also does not completely abandon God. However, God acts through governing in a man of great faith, who has opened wide the doors of his soul to his Creator. And it is written, "He who opens the door I will enter to him" (Rev. 3, 20). Such a man does not rely on himself at all but only on the Almighty. He feels the presence and the working of the Spirit of God within himself and has great love toward his Lord. And Christ has promised to the one who loves God that God will come and dwell within him. "He who loves me will keep my word and my Father will love him. And we will come to him and will make our abode within him." You will not be able to understand this. If you forget that God is a Spirit, who can enter everything and be everywhere, according to his power, and will. He is high above all matter, like the Sun is high above the earth but its light can enter every open thing. As the apostle says: "One God and the Father of all who is above all and through all, and in us all" (Eph. 4, 6). He writes this about the holy and the faithful.

But when someone rejects God, starts thinking ugly thoughts and speaking against God, God also leads him. It is the same as if somebody would close off the windows of a room and prevent the light from coming in and illuminating everything. For God's prophet Samuel said to the self-willed King Saul, "You have rejected the word of the Lord and for this the Lord has rejected you... and the spirit of the Lord abandoned Saul." But even when God abandons the soul of a stubborn man, He does not stop working on him from without, the way he works on water and stone and wood. But if a man remains stubborn and resists God until the end and refuses to repent, then God allows an evil spirit to enter in. Like it is written about Saul when the Spirit of the Lord abandoned him, "and an evil spirit disturbed him from the Lord". Or as it is written, even worse, about Judas the betrayer, "Satan entered into him".

Such people, who rise against God, of course, can never feel God within themselves or say, "God is inside of us." And those who love God, and desire Him, and see Him, and entreat Him to come they feel God within themselves and they can say, "God is within us by His Holy Spirit." Blessed are such bright souls, for they will always reign in the kingdom of Christ. As the Lord has promised to those who love Him saying, "I will take you to myself so that you may be where I am."