Sunday, 28 October 2012

The Greatest of All Impediments to Salvation


Of the many things which impede our salvation the greatest of all is that when we commit any transgression we do not at once turn back to God and ask forgiveness. Because we feel shame and fear we think that the way back to God is difficult, and that He is angry and ill-tempered towards us, and that there is need of great preparation if we wish to approach Him. But the loving-kindness of God utterly banishes this thought from the soul. What can prevent anyone who clearly knows how kind He is and that, as it is said, “While you are yet speaking, He will say, ‘Here I am’” (Isa. 58:9), from approaching Him at once for the pardon of the sins which he has committed?
This is a scheme and device against us on the part of our common enemy, that he moves him whom he leads into sin with rashness and daring, but inspires men with shame and groundless fear once they have ventured on the most terrible deeds. Thus in the former case he prepares their fall, in the latter he does not permit them to rise anew, but rather both leads them away from God and prevents them from returning to Him. So he leads to the same ruin by opposite paths.

 St. Nicholas Cabasilas, The Life in Christ

Guarding the mind- Knocking on the Door of the Heart



To guard the mind requires that we know Christ's presence in our heart.  Once we know this presence, we can bring our innocent thoughts to Christ.  But first, our heart needs to be opened.  Until it is open, Fr. Dimitru Staniloae says,
we must knock at its door, with thoughts sacrificed to Christ, with the hope that we will gain the awareness of His presence and by this our heart will be opened.
He also says that we don't have a full feeling of His presence at first.  We will experience gradual progress in this. We must be persistent and have patience.


The whole notion about guarding the mind is dependent on us being able to bring our thoughts to the door of the heart.  Therefore it is also called watching of the heart.


Fr Dimitru says,

Standing watch at the door of the heart, the mind does nothing but keep itself from going astray, because the heart is after all nothing but the depths of the mind.
Think about how often our minds go astray. How often by our immersion in our ego needs we ignore this place of the heart.  The mind never stops and our actions seemingly spinout of the control of our highest values. We need to be ever vigilant.

Mark the Ascetic says,

The mind must keep vigil over the heart and guard it with all watchfulness, trying to penetrate into its innermost and undisturbed chamber, where there are no winds of evil thoughts... to be vigilant over the heart and go ever deeper into it and to approach God alone, with out becoming disgusted with the toils of attention and persistence.
We have to train the mind to be the supervisor and to watch the thoughts as they enter.  At the same time to be aware of the presence of Christ within us, in the heart.  Then our thoughts can be presented to Christ as a discipline.


Fr Dimitru says this is how it works,

First a simple thought appears in the consciousness.  Immediately somewhere on the periphery an evil thought shows itself, with the tendency of monopolizing the simple thought.
But often this watchful defense fails.  We allow our thought to become associated with to a desire.


Fr. Staniloae says,

The mind forgets itself for a little and lets itself be touched by the gentle breeze which is coming from the aroused appetite; it finds that it was robbed of its simple first-born thought and was bitten by the passions.
Even when we let our guard down allowing a thought that arouses our passions, our approach is to still refer this thought to God in our heart.  We must now call on Him with all our power––"Lord have mercy, Lord have mercy, Lord have mercy."


We may also experience the first thought as a direct attack and not an innocent thought.  We need to develop that capacity to recognize it as a direct attack at the very beginning. 


For Dimitru says,

It must however, be unmasked at the start, so that we will scarcely be able to escape. 
He then tells us that this calls for a special spiritual sensitivity which is gained only through steady practice and much effort to cleanse ourselves from the passions.


The challenge is developing continual prayer so we will continually have God on our mind. We need to be able to at any time stop and say, Lord have mercy, or to recite the Lord's Prayer, Our Father...


Dr Dimitru concludes this topic as follows.

Guarding thought... consists of a continual reciting of the name of God in the mind, in the seeking of the heart, or in concentrating within it.  But nothing but a concentrated uninterrupted prayer...
This is the meaning of Saint Paul's teaching on unceasing prayer.
pray without ceasing...test all things; hold fast what is good. Abstain from every form of evil. (1Thess 5:17, 21,22)  Rejoicing in hope, patient in tribulation, continuing steadfastly in prayer... (Romans 12: 9,12)
This seems to be be an advanced spiritual practice demanding lots of self-control, a life of repentance, and significant progress in mastering the passions.
Reference: "Orthodox Spirituality

Αγ.Ιωάννης Χρυσόστομος - Για όλα φροντίζουμε εκτός από τον εκκλησιασμό τους


Αλλά για να λάβουν την κοσμική παιδεία και για να υπηρετήσουν στον στρατό, φροντίζουμε και χρήματα δίνουμε και φίλους παρακαλούμε και πολύ τρέχουμε εδώ κι εκεί∙ ενώ για να ευδοκιμήσουν κοντά στο βασιλιά των αγγέλων, δεν κάνουμε απολύτως τίποτε.
Και στα θεάματα βέβαια, τα επιτρέπουμε να πηγαίνουν συνεχώς, ποτέ όμως δεν τα αναγκάζουμε να πάνε στην εκκλησία, αλλά κι αν μία ή δύο φορές έλθη το παιδί, θα έλθη άδικα και άσκοπα και τυχαία και για ψυχαγωγία.
 -Εμείς πρέπει να οδηγούμε το παιδί στην εκκλησία
Δεν έπρεπε όμως να γίνεται έτσι, αλλά όπως όταν το στέλνουμε στο σχολείο του ζητάμε ευθύνες για τα μαθήματα, έτσι και όταν το στέλνουμε στην εκκλησία ή καλλίτερα όταν το οδηγούμε σ’ αυτήν. Διότι δεν πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά μας σε άλλους να τα πηγαίνουν στην εκκλησία, αλλά εμείς να τα κρατάμε και να ερχώμαστε εδώ μέσα και να απαιτούμε από αυτά την απομνημόνευσι της εδώ ακροάσεως και διδασκαλίας.
Διότι έτσι , μόνο έτσι θα μας γινόταν εύκολη και άνετη η διόρθωσις των παιδιών. Αν δηλαδή στο σπίτι σας άκουαν συνέχεια να συζητάτε για τη χριστιανική ευσέβεια και να τα συμβουλεύετε τα σωστά, και μαζί με εκείνα προστίθονταν και αυτά, θα μας παρείχαν γρήγορα και μάλιστα πλούσιο τον καρπό από τα καλά αυτά σπέρματα.
 -Τολμάς ακόμη να ονομάζεσαι πατέρας;
Όμως τίποτε από αυτά δεν κάνουμε, αλλά τα αναγκαία θεωρούνται από μας πάρεργα. Και αν συμβουλέψη κανείς γι’ αυτά προκαλείται αμέσως γέλιο∙ γι’ αυτό και ανατράπηκαν τα πάντα, και εκείνους που δεν τιμωρούν οι γονείς, τους τιμωρούν οι νόμοι της πολιτείας.
Δεν ντρέπεσαι και δεν κοκκινίζεις , πες μου, όταν ο δικαστής τιμωρήση τον γυιό σου και τον κάνη φρονιμώτερο και να φτάνη στο σημείο να χρειάζεται διόρθωση από τον κόσμο, αν και από την αρχή έζησε μαζί σου τόσο καιρό; δεν κρύβεσαι και δεν εξαφανίζεσαι ; Και γενικά, πες μου, τολμάς να ονομάζεσαι πατέρας ακόμη, αφού πρόδωσες έτσι τον γυιό σου και δεν του πρόσφερες την απαραίτητη βοήθεια, αλλά τον άφησες να διαφθαρή από την κακία;
Από το βιβλίο: ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων Γ΄
«Ο ΓΑΜΟΣ, Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ»
Συνοδεία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου Νέα Σκήτη Αγ. Όρους
 

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ


«Ο Κύριος Ιησούς και Θεός μας χωρίς να φταίει σε τίποτε ραπίσθηκε, ώστε οι αμαρτωλοί που θα τον μιμηθούν, όχι μόνον να λάβουν άφεση των αμαρτιών τους, αλλά και να γίνουν συγκοινωνοί στη θεότητά του με την υπακοή τους.
Εκείνος ήταν Θεός κι έγινε για μας άνθρωπος. Ραπίσθηκε, φτύστηκε και σταυρώθηκε, και με όσα έπαθε ο απαθής κατά τη θεότητα είναι σαν να μας διδάσκει και να λέει στον καθένα μας:
«Αν θέλεις, άνθρωπε, να γίνεις Θεός, να κερδίσεις την αιώνια ζωή και να ζήσεις μαζί μου, πράγμα που ο προπάτοράς σου, επειδή το επεδίωξε με κακό τρόπο, δεν το πέτυχε, ταπεινώσου, καθώς ταπεινώθηκα κι εγώ για σένα– απόφυγε την αλαζονεία και την υπερηφάνεια του δαιμονικού φρονήματος, δέξου ραπίσματα, φτυσίματα, κολαφίσματα, υπόμεινέ τα μέχρι θανάτου και μην ντραπείς.
Αν όμως εσύ ντραπείς να πάθεις κάτι χάρη των εντολών μου, καθώς εγώ ο Θεός έπαθα για σένα, θα θεωρήσω κι εγώ ντροπή μου το να είσαι μαζί μου κατά την ένδοξη έλευσή μου και θα πω στους αγγέλους μου:
Αυτός κατά την ταπείνωσή μου ντράπηκε να με ομολογήσει και δεν καταδέχθηκε να εγκαταλείψει τον κόσμο και να γίνει όμοιός μου. Τώρα λοιπόν που απογυμνώθηκε από τη φθαρτή δόξα του Πατέρα μου, θεωρώ ντροπή μου ακόμη και να τον βλέπω. Πετάξτε τον λοιπόν έξω: «αρθήτω ο ασεβής, ίνα μή ίδη τήν δόξαν Κυρίου» (Ησ. 26:10) (διώξτε τον ασεβή για να μη δει τη δόξα του Κυρίου).
Φρίξετε, άνθρωποι, και τρομάξετε, και υπομείνετε με χαρά τις ύβρεις που ο Θεός υπέμεινε για τη σωτηρία μας... Ο Θεός ραπίζεται από έναν τιποτένιο δούλο... και εσύ δεν καταδέχεσαι να το πάθεις αυτό από τον ομοιοπαθή σου άνθρωπο; Ντρέπεσαι να γίνεις μιμητής του Θεού, και πώς θα συμβασιλεύσεις μ’ αυτόν και θα συνδοξασθείς στη βασιλεία των ουρανών, αν δεν υπομείνεις τον αδελφό σου; Αν και ’κείνος δεν καταδεχόταν να γίνει άνθρωπος για σένα και σ’ άφηνε να κείτεσαι μέχρι τώρα στην πτώση της παραβάσεως, δεν θα βρισκόσουν τώρα στον πυθμένα του Άδη, άθλιε, με τους άπιστους και τους ασεβείς;
Αλλά τί θα πούμε προς αυτούς πού δήθεν εγκατέλειψαν τα πάντα κι έγιναν φτωχοί για την βασιλεία των ουρανών;
— Αδελφέ, φτώχυνες και μιμήθηκες το Δεσπότη Χριστό και Θεό σου. Βλέπεις λοιπόν ότι τώρα ζει και συναναστρέφεται μαζί σου, αυτός που βρίσκεται υπεράνω όλων των ουρανών. Να, βαδίζετε τώρα οι δυο μαζί– κάποιος σας συναντάει στο δρόμο της ζωής, δίνει ράπισμα στον Δεσπότη σου, δίνει και σε σένα. Ο Δεσπότης δεν αντιλέγει και συ αντεπιτίθεσαι; «Ναι», λέει, γιατί είπε σε εκείνον που τον ράπισε: «ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού– ει δε καλώς, τί με δέρεις;» (Ιω. 18,23). (Αν είπα κάτι κακό, πες ποιο ήταν– αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;)».
Αυτό όμως δεν το είπε αντιμιλώντας, όπως φαντάστηκες, αλλά επειδή εκείνος «αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (δεν έκανε αμαρτία, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του).
Και για να μη νομισθεί, ότι, επειδή τάχα αμάρτησε, δίκαια τον χτύπησε ο δούλος λέγοντάς του: «ούτως αποκρίνει τω αρχιερεί;» (Ιω. 18,22)– (έτσι αποκρίνεσαι στον αρχιερέα;), για να αποδείξει λοιπόν ανεύθυνο τον εαυτό του, είπε τον παραπάνω λόγο. Δεν είμαστε όμως όμοιοί του εμείς οι υπεύθυνοι για πολλές αμαρτίες.
Έπειτα, μολονότι υπέμεινε πολύ χειρότερα απ’ αυτό, δεν μίλησε καθόλου, αλλά μάλλον προσευχήθηκε για τους σταυρωτές Του.
Εκείνος, αν και τον περιέπαιζαν, δεν αγανακτούσε, και σε γογγύζεις;
Εκείνος ανέχεται φτυσίματα, κολαφίσματα και φραγγελώσεις, και σε δεν ανέχεσαι ούτε ένα σκληρό λόγο;
Εκείνος δέχεται σταυρό και την οδύνη των καρφιών κι ατιμωτικό θάνατο, και συ δεν καταδέχεσαι να εκτελέσεις τα ταπεινά διακονήματα;
Πώς λοιπόν θα γίνεις συγκοινωνός στη δόξα, αφού δεν καταδέχεσαι να γίνεις συγκοινωνός στον ατιμωτικό του θάνατο; Μάταια στ’ αλήθεια εγκατέλειψες τον πλούτο, αφού δεν δέχθηκες να σηκώσεις τον σταυρό, δηλ. να υπομείνεις πρόθυμα την επίθεση όλων των πειρασμών – έτσι απόμεινες μόνος στον δρόμο της ζωής και χωρίσθηκες δυστυχώς από τον γλυκύτατο Δεσπότη και Θεό σου!»

(από το βιβλίο «Σταυροαναστάσιμα», έκδοσις Ι.Μ. Αγίου Συμεών Νέου Θεολόγου)

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς-Το θανάσιμο αμάρτημα!

Η αυτοκτονία είναι αμαρτία θανάσιμη και πράξη καταφρονήσεως, προσβολής του ιδίου του Ζωοποιού Αγίου Πνεύματος. Η αυτοκτονία είναι πολύ βαρύτερη αμαρτία από την ανθρωποκτονία· διότι ένας εγκληματίας μπορεί να μετανοήσει, αλλά ο αυτόχειρας δεν έχει περιθώριο μετανοίας. Να δύο παραδείγματα συγκλονιστικής κακοτυχίας, στην εμφάνιση της οποίας ένας ολιγόψυχος άνθρωπος θα μπορούσε να οδηγηθεί στην αυτοκτονία, ενώ ένας άγιος άνθρωπος του Θεού στην ίδια συγκυρία αναδεικνύεται ήρωας,
Ο άγιος Ευστάθιος βρέθηκε σε μια τραγική συγκυρία γεγονότων: είχε αφήσει τον ένα γιό του στην όχθη ενός ποταμού, ενώ μετέφερε τον άλλο γιό του στην απέναντι όχθη και επέστρεφε για να πάρει τον πρώτο. Στα μισά της διαδρομής βλέπει απέναντι ένα λιοντάρι να έχει αρπάξει το αγόρι του και να το μεταφέρει μακριά. Κοιτάζει μετά στην απέναντι όχθη και βλέπει ένα λύκο να αρπάζει τον δεύτερο γιό του και να απομακρύνεται τρέχοντας.
Σε μια τέτοια τραγική συγκυρία, άλλος άνθρωπος θα λιγοψυχούσε και θα αφηνόταν να πνιγεί οπό νερό για να δώσει τέλος στην τραγωδία της ζωής του. Ο Ευστάθιος δεν έδωσε τέλος στη ζωή του, αλλά απεναντίας έζησε με ελπίδα στον Θεό ως χειρώνακτας εργάτης δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Ο υπομονετικός αυτός άνθρωπος έζησε για να δει ξανά την οικογένειά του. Ο Θεός τον αντάμειψε για την πίστη και την υπομονή του!
Ως νέος, ο άγιος Ιλαρίων αναγκάστηκε να γίνει μουσουλμάνος, αλλά η συνείδησή του άρχισε βίαια να τον τύπτει και δεν έβρισκε πουθενά ειρήνη. Γρήγορα μετανόησε, επέστρεψε στη χριστιανική πίστη κι έγινε μοναχός παραδίδοντας το σώμα του στην έντονη νηστεία και τη σκληραγωγία του ασκητικού βίου. Μολαταύτα, δεν επέστρεφε στην ψυχή του η ειρήνη.
Σε ανάλογη περίπτωση ένας ολιγόψυχος άνθρωπος θα αυτοκτονούσε. Όμως ο Ιλαρίων επέλεξε ένα ασυγκρίτως ανώτερο μονοπάτι. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον πνευματικό πατέρα του Βησσαρίωνα και όχι μόνον ομολόγησε ανοικτά τη χριστιανική πίστη στην αυλή του σουλτάνου, αλλά επίσης συμβούλεψε και τον ίδιο να πάει στη Ρωσία και να βαπτιστεί. Μετά από χλευασμούς, εμπαιγμούς και βασανιστήρια ο νεαρός αλλά γενναίος αυτός άνδρας αποκεφαλίστηκε και ο Θεός τον δόξασε τόσο στον ουρανό όσο και στη γη. Ακόμη και σήμερα τα άγια λείψανά του επιτελούν θαύματα. Αλλά πού είναι η δόξα όσων κόβουν οι ίδιοι το νήμα της ζωής τους; Που είναι τα λείψανά τους;

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Αχρίδος», εκδ. Άθως – Σεπτέμβριος)

Το μυστικό λουλούδι...


Ήθελα να φυτέψω ένα λουλούδι στης ψυχής σου την αυλή , και να’ ρχομαι να το ποτίζω το εσπέρας, την αυγή Ήθελα να θέσω ένα λουλούδι στης ψυχής σου την ανθοδόχη, τώρα που μαλάκωσε το χώμα του Φθινοπώρου το πρωτοβρόχι.
Ήθελα να σου δείξω ένα δρόμο κουραστικό και ανηφορικό, που την ψυχή ανεβάζει σ ένα παλάτι φωτεινό. Ήθελα να σου δείξω ένα μονοπάτι καθαρό και μυστικό, και εκεί στο τέλος σ’ αναμένει ζωή αιώνιος στον ουρανό. Ήθελα να πιείς νερό από μια μοναδική πηγή, που πάντα αυτή χαρίζει αθανασία στην ψυχή. Ήθελα να οσφρανθεί η ψυχή σου μια ακατάληπτη ευωδία, και τότε θα πληροφορηθεί τι είναι ζωή η αιωνία.
Ήθελα να ιδής και το φώς που το σκότος της ψυχής φωτίζει, και ταπείνωση αληθινή και μετάνοια ειλικρινή χαρίζει. Εσύ ψυχή μου τι θα ήθελες από όλα αυτά να σου χαρίσω; Λέγε μου τον κρυφό σου λογισμό και δεν θ’ αργοπορήσω. Χάριζέ μου ένα άνθος άφθαρτο και ευωδιαστό … Πιστέ μου φίλε ένα μόνο λαχταρώ. Δεν θέλω εγώ πολλά μόνο ένα άνθος αγαπώ που η μυστική του χάρη δίδει τον ουράνιο θησαυρό. Εάν θέλεις τέτοια χάρη ψυχή μου ευγενική στα βάθη σ αναμένει η νοερά η προσευχή.
Αυτή γίνεται για σένα λουλούδι, πηγή και οδός Ευωδία παρηγορία και φώς και ο απλανής σου οδηγός. Ένα λουλούδι γίνεται η ψυχή και πάντοτε ανθοφορεί, όταν στα βάθη ενεργεί η αδιάλειπτος ευχή. Εφύτευσα ένα λουλούδι στης ψυχής σου την αυλή, και σύντομα θα αισθανθείς μια ευωδιαστή οσμή. Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί, αδιάψευστα πληροφορεί η αδιάλειπτος ευχή. Ταύτην ψυχή μου φύλλατε και θα λείψει κάθε λογισμός και εντός θα μορφωθεί ο Ιησούς Χριστός .

χείρ αμαρτωλού μοναχού +Μοναχού Μαρκέλλου Καρακαλληνού
// Από το βιβλίο Αίσθησις ζωής αιωνίου Χ.Φ.Δ//