Friday, 26 October 2012

ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΜΨΩΝ-Η Πάλη Με Την Αμαρτία

                      ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΜΨΩΝ
Η πάλη με την αμαρτία, η ελεημοσύνη και ο πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Κόνονωφ.

1. Ερώτηση: Υπάρχει και ελεημοσύνη πνευματική; Μας είναι δυνατόν να μην ελεούμε μόνο με χρήματα ή με κάτι υλικό, μα και με κάτι άλλο;


Απάντηση: Βεβαίως. Με μια συμβουλή. Με την συμπόνια. Με το δάκρυ. Με ένα δάκρυ σου. Όταν χαίρεις μετά χαιρόντων. Όταν δίνης στον καθένα εκείνο πού του ανήκει- εκείνο πού του χρειάζεται. Σύμφωνα με τον κανόνα, δεν πρέπει να λέμε όχι ποτέ σε κανένα. Μα συμβαίνει και δεν έχεις μαζί σου τίποτα. Δός του το μαντήλι σου, αν είναι καθαρό. Δώσε κάτι. Κρατάς ένα ραβδί; Δώσε το ραβδί σου. Πήγαινε στο σπίτι σου χωρίς μαντήλι- χωρίς ραβδί.

Σάς έλεγα κάποτε, πώς ενώ βαδίζαμε στον δρόμο με τον πάτερ Ιωάννη Κόνονωφ, τον άκουσα να λέει σ' ένα φτωχό: «Μια στιγμή- να πάω μέχρι την γωνία εκεί και θα σου φέρω κάτι». Επήγε στη γωνία. Έβγαλε το ένα και μοναδικό του, το τελευταίο του υποκάμισο και το έφερε στο φτωχό. «Να, πάρε»! Έμεινε με το αντερί του. Τα τελείωσε τα πράγματα του. Και στο σπίτι του δεν είχε πια ούτε εσώρουχα, ούτε άλλα είδη. Άρχισε ό ίδιος να φοράει τα ρούχα της παπαδιάς του. Μα και αυτά σιγά-σιγά τα έδωκε στους φτωχούς. Ή γυναίκα άρχισε να κλαίει. Δεν είχε κάτι να φορέσει! Μα ευτυχώς πέθανε. Και ησύχασε!...

Πόσο του άρεσε να δίνη! Κατάντησαν στο σπίτι να του τα κρύβουν όλα. Του έκρυβαν την ζάχαρη, το αλάτι- ακόμη και το χυλάλευρο! Όλα τα μοίραζε. Τα βιβλία τα μοίρασε. Τις εικόνες της έδωκε! Τόση ήταν ή αγάπη του! Έλεγε: «Πώς να μη τον παρηγορήσω; Πώς να μη τον ενισχύσω; Πώς να μη τον κάνω κι εγώ να χάρη»; Ευωδίαζε από ένα σωρό θαυμάσιες αρετές. Είχε τελειώσει την Θεολογική Ακαδημία του Καζάν. Κάναμε μαζί στη φυλακή. Πήγαινα στην ενορία του και λειτουργούσα. Και εκείνος ερχόταν σε μένα και λειτουργούσε. Είμαστε φίλοι. Και οί φιλαράκοι μας, μας έβαλαν μαζί στην φυλακή. Στην αρχή σε διαφορετικούς θαλάμους. Μα μετά αποφάσισαν να μας ενώσουν. Έτσι μείναμε σχεδόν ένα χρόνο οι δυο μας σ' ένα θάλαμο! Δεν το ήξεραν, πώς ήμαστε φίλοι. Μα μετά κάποιος μας χώρισε. Έμεινα εγώ μόνος μου. Εκείνον τον επήραν. Τον απεφυλάκισαν. Μα όχι για πολύ.

Ήταν ένας θαυμάσιος ιεροκήρυκας. Και θαυμάσιος πνευματικός. Βαθύς ψυχολόγος. Είχε κάμει καλά δαιμονισμένους. Είχε θεραπεύσει αρρώστους. Οι ακολουθίες πού κάναμε μαζί, κρατούσαν έξη ώρες. «Ας τα πούμε άλλη μια φορά»! Στο Κύριε εκέκραξα τα τροπάρια τα κάναμε δώδεκα. Δυο φορές από δώδεκα! «Τι γλυκά πού είναι! Τι ωραία πού είναι! Ας τα ειπούμε άλλη μια φορά ακόμη»! Ευτυχώς δεν είχαμε ψάλτες. Τα λέγαμε μόνοι μας. Εμείς και ό λαός. «Πάτερ Συμεών, μου έλεγε, ας τα ψάλλομε μια φορά ακόμη»!...

Τα τροπάρια του κανόνα τα κάναμε σε δώδεκα.
Σπανίως, Σάββατο ή σε μεγάλη εορτή τα κάναμε οχτώ.
Φυσικά τον «άρπαξαν»! Μετά από λίγο «άρπαξαν» ξαφνικά και μένα.

2. Ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος. Ήταν ένας πραγματικός άγιος. Πήγαινε δείξε σ' ένα δαιμονισμένο ένα κομματάκι χαρτί του, και αρχίζει αμέσως ό δαιμονισμένος να γαβγίζει!...

Ερώτηση: Με ένα του χαρτάκι μόνο;


Απάντηση: Ναι. Με μια φωτογραφία. Με την φωτογραφία του. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος ό πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Κόνονωφ. Υπηρετούσε κοντά στην Σταυρούπολη. Εξορία τον έστειλαν στο Μπορισογλιέμπσκ. Εκεί είχαν στείλει και έμενα. Εξορία με όλη την σημασία της λέξης. Εκεί, πού τα λέμε, γνωριστήκαμε. Δώδεκα φορές επήγε φυλακή! Χωρίς λόγο. Χωρίς αφορμή. Δεν ασχολιόταν ποτέ με πολιτική. Και δεν έκανε ποτέ αντισοβιετικές συζητήσεις. Ήταν πολύ έξυπνος, ήταν πολύ μυαλωμένος άνθρωπος. Ήταν απλώς, όπως λέμε, ένας «καλός ποιμήν».

Το Ευαγγέλιο το ήξερε ολόκληρο απ' έξω! Από την αρχή ως το τέλος! Και ξέρετε, ποια ήταν ή διδακτορική του διατριβή; Εξέταζε από χριστιανική άποψη την σκηνή των Αδελφών Καραμαζώφ και του Στάρετς Ζωσιμά. Με την μελέτη του αυτή έγινε διδάκτωρ.

Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος-Τότε για ποιο λόγο φοβόμαστε το θάνατο;


Δεν είναι κακό, λοιπόν, το να πεθάνει κανείς. Τότε για ποιο λόγο φοβόμαστε το θάνατο; Γιατί δεν μας έχει κυριέψει ο έρωτας της ουράνιας βασιλείας, γιατί δεν μας έχει φλογίσει ο πόθος των μελλοντικών αγαθών. Αν είχε συμβεί αυτό, όλα τα αγαθά της γης θα τα περιφρονούσαμε.
Όποιος φοβάται πάντα την κόλαση, δεν θα φοβηθεί ποτέ το θάνατο. Να μην έχετε, λοιπόν, τη σκέψη μικρού παιδιού, αλλά την ακακία μικρού παιδιού. Τα μικρά παιδιά φοβούνται τις αγριωπές αλλ' ακίνδυνες μάσκες, δεν φοβούνται όμως την επικίνδυνη φωτιά. Έτσι, αν τα κρατάει κανείς κοντά σ' ένα αναμμένο λυχνάρι, χωρίς να το σκεφτούν, ακουμπάνε το χέρι τους στη φλόγα και καίγονται.
Θέλετε να σας πω και άλλη αιτία, για την οποία φοβόμαστε το θάνατο; Γιατί δεν ζούμε ενάρετη ζωή και δεν έχουμε καθαρή συνείδηση. Αλλιώς ο θάνατος δεν θα μας τρόμαζε. Απόδειξέ μου ότι θα κληρονομήσω τη βασιλεία των ουρανών και σφάξε με τώρα κιόλας. Θα σου χρωστάω μάλιστα και χάρη για τη σφαγή μου, αφού θα με στείλεις γρήγορα σ' εκείνα τα αγαθά. "Αλλά φοβάμαι να πεθάνω άδικα", ίσως θα μου πεις.
Ώστε ήθελες να πεθάνεις δίκαια; Και ποιός είναι τόσο ταλαίπωρος, που, ενώ μπορεί να πεθάνει άδικα, προτιμάει να πεθάνει δίκαια; Αν πρέπει να φοβόμαστε θάνατο, πρέπει να φοβόμαστε εκείνον που μας βρίσκει δίκαια. Όποιος πεθαίνει άδικα, μοιάζει στους αγίους. Γιατί οι περισσότεροι απ' αυτούς που ευαρέστησαν το Θεό, θανατώθηκαν άδικα. Και πρώτος ο Αβελ. Δεν δολοφονήθηκε γιατί έφταιξε στον Κάιν, αλλά γιατί τίμησε το Θεό. Και ο Θεός παραχώρησε να γίνει αυτός ο φόνος γιατί αγαπούσε τον Αβελ ή γιατί τον μισούσε; Ολοφάνερα γιατί τον αγαπούσε και ήθελε να του προσφέρει πιο λαμπρό στεφάνι, λόγω της άδικης σφαγής του.
Βλέπεις που δεν πρέπει να φοβάσαι μήπως πεθάνεις άδικα, αλλά μήπως πεθάνεις φορτωμένος με αμαρτίες; Ο Αβελ πέθανε άδικα, μα ο Κάιν πέρασε την υπόλοιπη ζωή του έχοντας την κατάρα του Θεού, στενάζοντας και τρέμοντας ακατάπαυστα. Ποιός από τους δύο ήταν πιο μακάριος; Εκείνος που έπαψε να ζει μέσα στη αρετή ή αυτός που έζησε μέσα στην αμαρτία; Εκείνος που άδικα πέθανε ή αυτός που δίκαια τιμωρήθηκε;

πηγή-http://1myblog.pblogs.gr/2012/10/tote-gia-poio-logo-fobomaste-to-thanato.html

Γ Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης – Λόγος Περί Νήψεως


Θυμάμαι κάποιον, που από μικρό παιδάκι τον συμβούλευαν πώς να ζει, για να γίνει τέλειος χριστιανός.
Του απαριθμούσαν όσα όφειλε να αποφεύγει, και τα τεκμηρίωναν με παραδείγματα από την ιστορία και από τους αγίους, για να τα εφαρμόσει.
Εκείνος ο καημένος στενοχωριόταν, διότι όλα αυτά ήταν πολλά και δεν μπορούσε να τα θυμηθεί.
Του είπαν τότε ότι θα του κάνουν ένα περιληπτικό σχέδιο, και συμφώνησε με χαρά.
Το έμαθε γρήγορα κατακόρυφα, το συνδύασε μετά και οριζόντια, το έλεγε από έξω.
Προσπαθούσε να το εφαρμόσει. Περνούσαν όμως τα χρόνια και έβλεπε ότι τίποτε δεν πετύχαινε.

Πήγε τότε στον Πνευματικό του και του λέγει: Πάτερ μου, εγώ δεν μπορώ να τα εφαρμόσω αυτά, έχω πλέον κουραστεί. Πες μου κάτι πιο εύκολο.
Και εκείνος του απαντά: Να σιωπάς. Να σιωπά η γλώσσα σου και το μυαλό σου, και να μην αφήνεις τον νου σου να πάει αλλού, παρά μόνον
στον Χριστό. Πονάς; Μην πεις πονώ, διότι θα φεύγει ο νους σου από τον Χριστό. Το στόμα και το μυαλό σου θα μιλούν μόνον δια τον Χριστό.

Στην αρχή απόρησε εκείνος: Μα, πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό;
Αλλά προσπαθούσε, όσο μπορούσε να το εφαρμόσει.
Πέρασαν δύο χρόνια, και τότε θυμήθηκε την αγωνία που είχε για να εφαρμόσει το σχέδιο που του έλεγαν. Τί παράξενο όμως! Διαπίστωσε ότι όσα δεν μπορούσε να κάνει τότε, είχαν γίνει τώρα από μόνα τους!

Πώς; Από το Άγιο Πνεύμα. Τον επισκέφθηκε το Άγιον Πνεύμα, του λάλησε στην καρδιά, του φώτισε την ύπαρξη, και η κατάστασης του αλλοιώθηκε από μόνη της. Όπως, όταν μπαίνει σε αυτόν τον χώρο το φώς, φεύγει το σκοτάδι, και τότε βλέπω το χαμόγελό σας, τα καθάρια μάτια σας και διορώ τις αγνές και καθαρές καρδιές σας, έτσι ακριβώς και τα πάντα μέσα μας φωτίζονται και παίρνουν θέση ενώπιον του Θεού.
Να τα αποτελέσματα της νήψεως. Έρχεται το Άγιον Πνεύμα και ανακαλύπτεις ότι κατέχεις τα πάντα.

St. John of Kronstadt-On Praying Before Icons

When praying, do everything with understanding. When you pour oil into the lamp burning before an icon, represent to yourself that the Life-giver every day, every hour, every minute supports your life by His Spirit, and, as daily by means of sleep in bodily respects, through prayer and the Word of God in spiritual respects, pours into you the sacred oil of life, by means of which your soul and body burn. When you place a candle before an icon, remember that your life is like a burning candle, that it will burn out and be extinguished, or that some other reasons, such as the passions, surfeiting, wine and other pleasures, make it burn faster than it should.

During prayer, before the icons or without them, it is necessary to always have full hope of receiving that which we ask for — for instance, deliverance from afflictions, spiritual sickness, and sins, because we have already a thousand times experienced that we do clearly obtain mercy from the Lord or Our Lady; and therefore, not to hope to obtain that which we ask in prayer, or to doubt in the fact of our prayers being heard, would be the greatest foolishness and blindness.

It is an excellent custom with Christians, and one pleasing to God, to have an icon of the Saviour and to pray to Him before it. This is a crying necessity of our soul. The Lord Himself, with the love which is proper to Him, desires to be formed in us, as the Apostle says: "My little children, of whom I travail in birth again until Christ be formed in you"[1230] ; or "that Christ may dwell in your hearts by faith."[1231] But how can I form Christ in my heart if I do not first represent Him sensibly before my eyes? Thus we have images of the Saviour, of the Mother of God, and others. The love of Christians for them, desiring to always carry their images in their thoughts and hearts, as well as our nature, which is both carnal and spiritual, has called forth the necessity of representing Them on painted icons, placing them in the most honoured places of the house, as in our hearts or the chambers of our soul, and of reverencing them by bowing to them, first spiritually, and then bodily. And how in accordance with God's intention our veneration of icons is! Heaven itself replies to us from the icons, as the Lord in olden times replied from the mercy-seat in the Hebrew tabernacle; many of them shine by miracles.

Every place is the place of God's presence and sovereignty. Hence it is undoubtedly true that the Lord looks upon us with the eyes of the holy icons as with His own, and can speak to us by the mouths of the holy icons as by His own. Also, owing to the fact that the Lord is in every place, His cross, His name work miracles. His icons show themselves to be wonder-working, and are in every case places of His gracious presence.
An Excerpt from the diary of St. John of Kronstadt On Holy Icons, Images and Symbols.

Γέροντας Παϊσιος-Οι τρείς αγάπες...


-Κατ' εμέ η αγάπη είναι τριών ειδών: η σαρκική αγάπη, η οποία είναι γεμάτη πνευματικά μικρόβια ,η κοσμική αγάπη, η οποία είναι φαινομενική, τυπική, υποκριτική, δίχως βάθος, και η πνευματική αγάπη, η οποία είναι η αληθινή, η αγνή, η ακριβή αγάπη. Αυτή η αγάπη είναι αθάνατη μένει «εις αιώνας αιώνων».

-Πώς θα καταλάβω γέροντα, αν έχω αληθινή αγάπη;


-Για να το καταλάβης, να εξετάσης αν αγαπάς όλους τους ανθρώπους εξίσου κι αν όλους τους ανθρώπους τους θεωρείς καλύτερους από σένα.


-Γέροντα, έχει ψυχρανθή η αγάπη μου για τον Θεό και για τον πλησίον.


-Σπείρε την λίγη αγάπη που σου έμεινε, για να φυτρώση αγάπη, να μεγαλώση, να καρπίση και να θερίσης αγάπη. Μετά θα σπείρης την περισσότερη αγάπη που θα θερίσης, και σιγά-σιγά θα γεμίση το αμπάρι σου και δεν θα έχης πού να την βάλης, γιατί, όσο σπέρνεις αγάπη ,τόσο πιο πολύ αυξάνει. Ας πούμε, ένας γεωργός έχει ένα σακκουλάκι σπόρο και τον σπέρνει. Μετά μαζεύει τον καρπό και γεμίζει μία μεγάλη σακκούλα. Αν σπείρη ύστερα τον καρπό που έχει στην σακκούλα, θα γεμίση ένα σακκί. Και όταν μαζέψη πολύ σπόρο και τον σπείρη, θα γεμίση ένα αμπάρι. Ενώ, αν κρατήση τον σπόρο στο σακκουλάκι και δεν τον σπείρη, ο σπόρος θα σκουληκιάση. Πρέπει να πετάξη τον σπόρο στην γη, για να φυτρώση , να μεγαλώση και να κάνη καρπό.


Έτσι ,θέλω να πω, γίνεται και με την αγάπη. Για να αυξηθή η αγάπη, πρέπει να την δώσης. Όποιος όμως δεν δίνει έστω και την λίγη αγάπη που έχει, είναι σαν να έχη ένα απλόχερο σπόρο, αλλά τον κρατάει και δεν τον σπέρνει. Αυτός είναι ο πονηρός δούλος που έκρυψε το τάλαντο.


Ανάλογα με την αγάπη που θα προσφέρης, θα έχης να λάβης. Αν δεν δώσης αγάπη, δεν θα λάβης αγάπη. Βλέπεις , η μάνα δίνει συνέχεια στα παιδιά της, αλλά και συνέχεια παίρνει από τα παιδιά της, και συνέχεια αυξάνει η αγάπη της. Όταν όμως ζητάμε την αγάπη των άλλων αποκλειστικά για τον εαυτό μας και θέλουμε όλοι να μας δίνουν και, όταν κάνουμε κάποιο καλό, σκεφτώμαστε την ανταπόδοση, δεν έχουμε ακριβή αλλά φθηνή αγάπη. Τότε αποξενωνόμαστε από τον Θεό και δεν λαμβάνουμε αγάπη ούτε από τον Θεό ούτε από τους ανθρώπους.


Όσοι έχουν κοσμική αγάπη μαλώνουν ποιός να αρπάξη περισσότερη αγάπη για τον εαυτό του. Όσοι όμως έχουν την πνευματική ,την ακριβή, αγάπη, μαλώνουν ποιός να δώση περισσότερη αγάπη στον άλλον. Αγαπούν, χωρίς να σκέφτωνται αν τους αγαπούν ή αν δεν τους αγαπούν οι άλλοι, ούτε ζητούν από τους άλλους να τους αγαπούν. Θέλουν όλο να δίνουν και να δίνωνται, χωρίς να θέλουν να τους δίνουν και να τους δίνωνται. Αυτοί οι άνθρωποι αγαπιούνται απ' όλους, αλλά πιο πολύ από τον Θεό, με τον Οποίο και συγγενεύουν.


Αγάπη χωρίς αντιπαροχή! Να μην κάνουμε καλωσύνες, για να πάρουμε ευλογίες. Να καλλιεργήσουμε την αρχοντική, την ακριβή αγάπη, την οποία έχει ο Θεός, και όχι την φθηνή κοσμική αγάπη, η οποία έχει κάθε ανθρώπινη αδυναμία.


-Γέροντα, δυσκολεύομαι να δώσω την αγάπη μου εκεί που δεν θα την εκτιμήσουν.


-Δεν έχεις πραγματική αγάπη, γι' αυτό δυσκολεύεσαι. Όποιος έχει πραγματική αγάπη, δεν τον απασχολεί αν εκτιμήσουν την αγάπη του ή όχι. Την θυσία που κάνει για τον πλησίον του, επειδή την κάνει από καθαρή αγάπη, ούτε καν την θυμάται.

Αββάς Δωρόθεος-Η πιο εύκολη αμαρτία

Ξέρεις πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να κρίνεις τον πλησίον; Παραγματικά, τί μπορεί να είναι βαρύτερο απ' αυτό; Τί άλλο μισεί τόσο πολύ και αποστρέφεται ο Θεός σαν την κατάκριση; Όπως ακριβώς είπαν οι Πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ' αυτήν.

Και όμως λένε ότι από αυτά τα μικροπράγματα φτάνει κανείς σ' αυτό το τόσο μεγάλο κακό. Από το να δεχτεί μιά μικρή υποψία για τον πλησίον, από το να λέει: «Τί σημασία έχει αν ακούσω τι λέει αυτός ο αδελφός; Τί σημασία έχει αν πω και εγώ αυτόν τον λόγο; Τί σημασία έχει αν δω που πάει αυτός ο αδελφός ή τι πάει να κάνει αυτός ο ξένος»;
Αρχίζει ...; ο νους να αφήνει τις δικές του αμαρτίες και ν' απασχολείται με τη ζωή του πλησίον. Από εκεί φτάνει κανείς στην κατάκριση, στην καταλαλιά, στην εξουθένωση. Από εκεί πέφτει σ' όσα κατακρίνει.
Επειδή δεν φροντίζει για τις δικές του κακίες, επειδή δεν κλαίει, όπως είπαν οι Πατέρες, τον πεθαμένο εαυτόν του, δεν μπορεί σε τίποτα απολύτως να διορθώσει τον εαυτόν του, αλλά πάντοτε απασχολείται με τον πλησίον. Και τίποτα δεν παροργίζει τόσο το Θεό, τίποτα δεν ξεγυμνώνει τόσο τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη, όσο η καταλαλιά, η κατάκριση και η εξουθένωση του πλησίον.

Γιατί άλλο πράγμα είναι η καταλαλιά και άλλο η κατάκριση και άλλο η εξουθένωση.


" Καταλαλιά είναι το να διαδίδεις με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον π.χ. ο τάδε είπε ψέματα, οργίστηκε ή πόρνευσε ή κάτι τέτοιο έκαμε. Λέγοντας όλα αυτά, ήδη κανείς «καταλαλεί», δηλαδή, μιλάει με εμπάθεια εναντίον κάποιου, συζητάει με εμπάθεια για το αμάρτημά του.


" Κατάκριση είναι το να κατηγορήσει κανείς τον ίδιο τον άνθρωπο, λέγοντας ότι αυτός είναι ψεύτης, είναι οργίλος, είναι πόρνος. Γιατί έτσι κατέκρινε την ίδια τη διάθεση της ψυχής του και έβγαλε συμπέρασμα για όλη τη ζωή του, λέγοντας ότι είναι τέτοια η ζωή του, τέτοιος είναι αυτός και σαν τέτοιο τον κατέκρινε.
Και αυτό είναι πολύ μεγάλη αμαρτία. Γιατί είναι άλλο να πει κανείς ότι κάποιος οργίστηκε και άλλο να πει ότι κάποιος είναι οργίλος και να βγάλει συμπέρασμα, όπως είπα, για όλη του τη ζωή. Και τόσο πιο βαριά από κάθε άλλη αμαρτία είναι η κατάκριση, ώστε και ο ίδιος ο Χριστός να φτάσει να πει: « Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε κοίταξε να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου» (Λουκ. 6, 42). Και παρομοίασε τη μεν αμαρτία του πλησίον με αγκίδα, τη δε κατάκριση με δοκάρι. Τόσο πολύ βαριά είναι η κατάκριση που ξεπερνάει σχεδόν κάθε άλλη αμαρτία...

Γιατί να μην κατακρίνουμε καλύτερα τους εαυτούς μας και τα ελαττώματά μας, που τα ξέρουμε πολύ καλά και που γι' αυτά θα δώσουμε λόγο στο Θεό; Γιατί αρπάζουμε την κρίση από το Θεό; Τί ζητάμε από το πλάσμα Του;... Γιατί θέλουμε να πάρουμε επάνω μας τα βάρη των άλλων;
Εμείς έχουμε τι να φροντίσουμε, αδελφοί μου. Καθένας ας έχει το νου του στον εαυτόν του και στις αμαρτίες του. Μόνο ο Θεός μπορεί είτε να δικαιώσει είτε να κατακρίνει τον καθένα, γιατί Αυτός μόνο ξέρει του καθενός την κατάσταση και τη δύναμη και το περιβάλλον και τα χαρίσματα και την ιδιοσυγκρασία και τις ιδιαίτερες ικανότητές του και κρίνει σύμφωνα μ' όλα αυτά, όπως Αυτός μόνον γνωρίζει.
Διαφορετικά, βέβαια, κρίνει ο Θεός τα έργα του επισκόπου και διαφορετικά του άρχοντα, αλλιώς του ηγουμένου και αλλιώς του υποτακτικού, αλλιώς του νέου και αλλιώς του γέρου, αλλιώς του αρρώστου και αλλιώς του γερού. Και ποιός μπορεί να κρίνει σύμφωνα μ' αυτές τις προϋποθέσεις παρά μόνον Αυτός που δημιούργησε τα πάντα, Αυτός που έπλασε τα πάντα και γνωρίζει τα πάντα;...

Τίποτα απολύτως δεν μπορεί να ξέρει ο άνθρωπος από τις βουλές του Θεού. Μόνον Αυτός είναι Εκείνος που καταλαβαίνει τα πάντα και είναι σε θέση να κρίνει τον καθένα, όπως μόνος αυτός γνωρίζει.


Πραγματικά, συμβαίνει να κάνει κάποιος αδελφός μερικά πράγματα με απλότητα. Αυτή όμως η απλότητα ευαρεστεί στο Θεό περισσότερο από ολόκληρη τη δική σου ζωή. Και συ κάθεσαι και τον κατακρίνεις και κολάζεις τη ψυχή σου; Και αν κάποτε υποκύψει στην αμαρτία, πώς μπορείς να ξέρεις πόσο αγωνίστηκε και πόσο αίμα έσταξε, πριν κάνει το κακό, ώστε να φτάνει να μοιάζει η αμαρτία του σχεδόν σαν αρετή στα μάτια του Θεού;
Γιατί ο Θεός βλέπει τον κόπο του και τη θλίψη που δοκίμασε, όπως είπα, πριν να κάνει το κακό, και τον ελεεί και τον συγχωρεί. Και ο μεν Θεός τον ελεεί, εσύ δε τον κατακρίνεις, και χάνεις τη ψυχή σου; Πού ξέρεις ακόμα και πόσα δάκρυα έχυσε γι' αυτό, ενώπιον του Θεού; Και συ μεν έμαθες την αμαρτία, δεν ξέρεις όμως τη μετάνοια. Μερικές φορές μάλιστα δεν κατακρίνουμε μόνο, αλλά και εξουθενώνουμε.

" Εξουθένωση είναι όταν, όχι μόνον κατακρίνει κανείς κάποιον, αλλά και τον εκμηδενίζει, σαν να τον αποστρέφεται και τον σιχαίνεται σαν κάτι αηδιαστικό. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο καο πολύ πιο καταστρεπτικό από την κατάκριση.


Όσοι όμως θέλουν να σωθούν δεν προσέχουν καθόλου τα ελαττώματα του πλησίον, αλλά προσέχουν πάντοτε τις δικές τους αδυναμίες και έτσι προκόβουν. Σαν εκείνον που είδε τον αδελφό του να αμαρτάνει και στενάζοντας βαθιά είπε: «Αλλοίμονό μου, γιατί σήμερα πέφτει αυτός, οπωσδήποτε αύριο θα πέσω εγώ». Βλέπεις με ποιό τρόπο επιδιώκει τη σωτηρία του, πως προετοιμάζει τη ψυχή του;
Πως κατάφερε να ξεφύγει αμέσως από την κατάκριση του αδελφού του; Γιατί λέγοντας ότι: «Οπωσδήποτε θα αμαρτήσω και εγώ αύριο» έδωσε την ευκαιρία στον εαυτόν του ν' ανησυχήσει και να φροντίσει για τις αμαρτίες που επρόκειτο δήθεν να κάνει. Και μ' αυτό τον τρόπο ξέφυγε την κατάκριση του πλησίον.
Και δεν αρκέστηκε μέχρις εδώ, αλλά κατέβασε τον εαυτόν του χαμηλότερα απ' αυτόν που αμάρτησε λέγοντας: «Και αυτός μεν μετανοεί για την αμαρτία του, εγώ όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα μετανοήσω, δεν είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρω, δεν είναι σίγουρο ότι θα έχω τη δύναμη να μετανοήσω».

Βλέπεις το φωτισμό της θείας αυτής ψυχής; Γιατί όχι μόνον κατάφερε να ξεφύγει από την κατάκριση του πλησίον, αλλά έβαλε τον εαυτό της πιο κάτω απ' αυτόν.


Και εμείς οι άθλιοι, εντελώς αδιάκριτα, κατακρίνουμε, αποστρεφόμαστε, εξευτελίζουμε, αν δούμε ή αν ακούσουμε ή αν υποψιαστούμε κάτι. Και το χειρότερο είναι ότι δεν σταματάμε μέχρι τη ζημιά που κάνουμε στον εαυτό μας, αλλά συναντάμε και άλλον αδελφό και αμέσως του λέμε: «Αυτό και αυτό έγινε».
Και του κάνουμε κακό βάζοντας στην καρδιά του αμαρτίες... Αλλά ενώ κάνουμε διαβολικό έργο δεν ανησυχούμε κιόλας. Γιατί, τί άλλο έχει να κάνει ο διάβολος από το να ταράζει και να βλάπτει; Και γινόμαστε συνεργάτες των δαιμόνων και για τη δική μας καταστροφή και για του πλησίον...

Από ποιό άλλο λόγο τα παθαίνουμε αυτά, παρά από το ότι δεν έχουμε αγάπη; Γιατί αν είχαμε αγάπη και συμπαθούσαμε και πονούσαμε τον πλησίον μας, δεν θα είχαμε το νου μας στα ελαττώματα του πλησίον... Αν είχαμε αγάπη, η ίδια η αγάπη θα σκέπαζε κάθε σφάλμα, όπως ακριβώς έκαναν οι άγιοι, όταν έβλεπαν τα ελαττώματα των ανθρώπων. Γιατί μήπως είναι τυφλοί οι άγιοι και δεν βλέπουν τα αμαρτήματα; Και ποιός μισεί τόσο πολύ την αμαρτία όσο οι άγιοι;
Και όμως δεν μισούν εκείνον που αμαρτάνει, ούτε τον κατακρίνουν, ούτε τον αποστρέφονται, αλλά υποφέρουν μαζί του, τον συμβουλεύουν, τον παρηγορούν, τον γιατρεύουν σαν άρρωστο μέλος του σώματός τους. Κάνουν τα πάντα για να τον σώσουν... Με την μακροθυμία και την αγάπη τραβούν τον αδελφό και δεν τον απωθούν, ούτε τον σιχαίνονται...

Ας αποκτήσουμε λοιπόν και εμείς αγάπη, ας αποκτήσουμε ευσπλαχνία για τον πλησίον. Και έτσι θ' αποφεύγουμε να καταλαλούμε, να κατακρίνουμε, να εξουδενώνουμε τους άλλους. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον σαν να είμαστε μέλη του ίδιου σώματος...

Ο Θεός ας μας αξιώσει να προσέχουμε όσα μας συμφέρουν πνευματικά και να τα εφαρμόζουμε. Γιατί όσο φροντίζουμε και ενδιαφερόμαστε να εφαρμόζουμε όσα ακούμε, τόσο περισσότερο μας φωτίζει ο Θεός πάντοτε και μας διδάσκει το θέλημά Του.

 

St. Dorotheos of Gaza-On Refusing to Judge our Neighbor

If we remember the saying of the holy fathers, brothers, and put them into practice all the time, it will be difficult for us to neglect ourselves. For if, as they used to say, we do not despise little things and think they are of no consequence to us, we shall not fall into great and grievous things.

I am always telling you that bad habits are formed in the soul by these very small things–when we say, ‘What does this or that matter,’–and it is the first step to despising great things. You know how great a wrong it is to judge your neighbor. What is graver than this? What does God hate and turn away from so much as from this? As the fathers say, what is worse than judging rashly? [1] Nevertheless, from things that appear negligible a man comes to such great evil. For by accepting a suspicion against the neighbor, by saying, ‘What does it matter if I put in a word [about my suspicion]? What does it matter if I find out what this brother is saying or what that guest is doing?’ the mind begins to forget about its own sins and to talk idly about his neighbor, speaking evil against him, despising him, and from this he falls into the very thing that he condemns. Because we become careless about our own faults and do not lament our own death (as the Fathers put it), [2] we lose the power to correct ourselves and we are always at work on our neighbor. Nothing angers God so much or strips a man so bare or carries him so effectively to his ruin as calumniating, condemning, or despising his neighbor.

There are three distinct things here: running a man down; condemning him unjustly; and despising him. Running a man down is saying that so-and-so has told a lie, or got into a rage, or gone whoring, or the like. A man has already committed calumny if he speaks about his brother’s sins as if with sympathy. Condemning a man is saying, ‘he is a wicked liar, or he is an angry man, or he is a fornicator. For in this way one judges the condition of his soul and draws a conclusion about his whole life, saying it is of such a kind and condemns him as such. This is a very serious thing. For it is one thing to say, ‘He got mad’, and another thing to say, ‘He is bad-tempered’, and to reveal, as we said, the whole disposition of his life. It is serious to judge a man for each one of his sins. As Christ himself says, ‘Hypocrite, first take the board from your own eye, then you can see to take the splinter out of your brother’s eye.’ [3]

You see, he compares your brother’s sin to a splinter and your rash judgment to a board. Very nearly the most difficult of all sins to deal with is judging our neighbor! That Pharisee who was praying and giving thanks to God for his [own] good works was not lying but speaking the truth, and he was not condemned for that. For we must give thanks to God when we are worthy to do something good, as he is then working with us and helping us. Because of this he was not condemned, as I said, not even because he said, ‘I am not like other men’, but [he was condemned] because he said, ‘I am not like this tax-collector’. [4] It was then that he made a judgment. He condemned a person and the dispositions of his soul–to put it shortly, his whole life. Therefore, the tax-collector rather than the Pharisee went away justified.

Nothing is more serious, nothing more difficult to deal with, as I say repeatedly, than judging and despising our neighbor. Why do we not rather judge ourselves and our own wickedness which we know so accurately and about which we have to render an account to God? Why do we usurp God’s right to judge? Why should we demand a reckoning from his creature, his servant? Ought we not to be afraid when we hear about a brother falling into fornication said, ‘He has acted wickedly!’ If you know what it says about this in the Book of the Ancients, it would make you shudder. For an angel brought [Isaac the Theban] the soul of someone who had fallen into sin, and said to him, ‘Here is the person you have judged. He has just died. Where do you order him to be put, into the Kingdom or into eternal punishment?’, [5] Can you imagine a more terrible situation to be in? What else could the angel mean by these words than, ‘Since you want to be the judge of the just and the unjust, what do you command for this poor soul? Is he to be spared or to be punished?’ The holy old man, frightened beyond measure, spent the rest of his life praying with sighs and tears and continuous hard work to be forgiven this sin, and this in spite of having fallen on his knees before the angel and been forgiven, for the angel said to him, ‘You see, God has shown you how serious a thing it is to judge; you must never do it again.’ [6] This was the way he granted forgiveness but the soul of the old man would not allow him to be completely comforted from his pain and repentance until he died.

Why are we so ready to judge our neighbor? Why are we so concerned about the burden of others? We have plenty to be concerned about, each one has his own debt and his own sins. It is for God alone to judge, to justify or to condemn. He knows the state of each one of us and our capacities, our deviations, and our gifts, our constitution and our preparedness, and it is for him to judge each of these things according to the knowledge that he alone has. For God judges the affairs of a bishop in one way and those of a prince in another. His judgment is for an abbot or for a disciple, he judges differently the senior and the neophyte, the sick man and the healthy man. Who could understand all these judgments except the one who has done everything, formed everything, knows everything?

I remember once hearing the following story: a slave ship put in at a certain port where there lived a holy virgin who was in earnest about her spiritual life. When she learned about the arrival of the ship she was glad, for she wanted to buy a small serving maid for herself. She thought to herself, ‘I will take her into my home and bring her up in my way of life so that she knows nothing of the evils of the world.’ So she sent and enquired of the master of the ship and found that he had two small girls who he thought would suit her. Whereupon she gladly paid the price and took one of the children into her house. The ship’s master went away. He had not gone very far when there met him the leader of a dancing troupe who saw the other small girl with him and wanted to buy her; the price was agreed and paid, and he took her away with him.

Now take a look at God’s mystery; see what his judgment was. Which of us could give any judgment about this case? The holy virgin took one of these little ones to bring her up in the fear of God, to instruct her in every good work, to teach her all that belongs to the monastic state and all the sweetness of holy commandments of God. The other unfortunate child was taken for the dancing troupe, to be trained in the works of the devil. What effect would teaching her this orgiastic dancing have, but the ruin of her soul? What can we have to say about this frightful judgment? Here were two little girls taken away from their parents by violence. Neither knew where they came from; one is found in the hands of God and the other falls into the hands of the devil. Is it possible to say that what God asks from the one he asks also from the other? Surely not! Suppose they both fell into fornication or some other deadly sin; is it possible that they both face the same judgment or that their fall is the same? How does it appear to the mind of God when one learns about the Judgment and about the Kingdom of God day and night, while the other unfortunate knows nothing of it, never hears anything good but only the contrary, everything shameful, everything diabolical? How can he allow them to be examined by the same standard?

Wherefore a man can know nothing about the judgments of God. He alone is the one who takes account of all and is able to judge the hearts of each one of us, as he alone is our Master. Truly it happens that a man may do a certain thing (which seems to be wrong) out of simplicity, and there may be something about it which makes more amends to God than your whole life; how are you going to sit in judgment and constrict your own soul? And should it happen that he has fallen away, how do you know how much and how well he fought, how much blood he sweated before he did it? Perhaps so little fault can be found in him that God can took on his action as if it were just, for God looks on his labor and all the struggle he had before he did it, and has pity on him. And you know this, and what God has spared him for, are you going to condemn him for, and ruin your own soul? And how do you know what tears he has shed about it before God? You may well know about the sin, but you do not know about the repentance.

But there are times when we not only condemn but also despise a man; for it is one thing to condemn and quite another to despise, as I have said. Contempt adds to condemnation the desire to set someone at nought–as if the neighbor were a bad smell which has to be got rid of as something disgusting, and this is worse than rash judgment and exceedingly destructive.

Those who want to be saved scrutinize not the shortcomings of their neighbor but always their own and they set about eliminating them. Such was the man who saw his brother doing wrong and groaned, ‘Woe is me; him today–me tomorrow!’ You see his caution? You see the preparedness of his mind? How he swiftly foresaw how to avoid judging his brother? When he said ‘me tomorrow’ he aroused his fear of sinning, and by this he increased his caution about avoiding those sins which he was likely to commit, and so he escaped judging his neighbor; and he did not stop at this, but put himself below his brother, saying, ‘He has repented for his sin but I do not always repent. I am never first to ask for forgiveness and I am never completely converted.’ Do you see the divine light in his soul? Not only was he able to escape making judgment but he humiliated himself as well. And we miserable fellows judge rashly, we hate indiscriminately and set people at nought whether we see something, or hear something, or even only suspect something! And what is worse, we do not let it stop at harming ourselves, but we go and look for another brother and say, ‘Here is what happened!’ We harm him and put sin into his heart also and we do not fear the saying, ‘Woe to the man who gives his neighbor something dark and dangerous to drink!’ But we do the devil’s work and are not one bit concerned about it. What else has the devil to do but knock us down and harm us? We are found to work with him for our own destruction and that of our neighbor, for a man who harms his own soul is working with, and helping, the devil. The man who seeks to profit his soul is co-operating with the angels.

How can we put up with these things unless it is because we have no true love? If we have true love with sympathy and patient labor, we shall not go about scrutinizing our neighbor’s shortcomings. As it is said, ‘Love covers up a multitude of sins’, [7] and again, ‘Love thinks no evil ... hides everything,’ etc. [8] As I said, if we have true love, that very love should screen anything of this kind, as did the saints when they saw the shortcomings of men. Were they blind? Not at all! But they simply would not let their eyes dwell on sins. Who hated sin more than the saints? But they did not hate the sinners all the same time, nor condemn them, nor turn away from them, but they suffered with them, admonished them, comforted them, gave them remedies as sickly members, and did all they could to heal them. Take a fisherman: when he casts his hook into the sea and a large fish takes the bait, he perceives first that the fish struggles violently and is full of fight, so he does not try to pull it in immediately by main force for the line would break and the catch would be lost in the end. No! He plays out the line

and, as he says, allows the fish to run freely, but when he feels the line slacken and the first struggles have calmed down, he takes up the slack line and begins, little by little, to draw him in. So the holy fathers, by patience and love, draw the brother and do not spurn him nor show themselves unfriendly towards him, but as a mother who has an unruly son does not hate him or turn away from him but rules him with sweetness and sometimes does things to please him, so they always protect him and keep him in order and they gain a hold on him so that with time they correct the erring brother and do not allow him to harm anyone else, and in doing so they greatly advance towards the love of Christ. What did the blessed Ammon do when those brothers, greatly disturbed, came to him and said, ‘Come and see, Father. There is a young woman in brother X’s cell!’ [9] What tenderness he showed to the erring brother. What great love there was in that great soul. Knowing that the brother had hidden the woman in a large barrel, he went in, sat down on it, and told the others to search the whole place. And when they found nothing he said to them, ‘May God forgive you!’ And so dismissing them in disgrace, he called out to them that they should not readily believe anything against their neighbor. By his consideration for his brother he not only protected him after God but corrected him when the right moment came. For when they were alone he laid on him the hand with which he had thrown the others out, and said, ‘Have a care for yourself, brother’. Immediately the other’s conscience pricked him and he was stricken with remorse, so swiftly did the mercy and sympathy of the old man work upon his soul.

Let us, therefore, strive to gain this love for ourselves, let us acquire this tenderness towards our neighbor so that we may guard ourselves from wickedly speaking evil of our neighbor, and from judging and despising him. Let us help one another, as we are members one of another. Which of us, having a wound on his hand or foot, or any other member, would despise it and cut it off, even if it turned septic? Would he not rather bathe it and take away the poison and put a plaster on it, sign it with the cross, apply a relic, and pray and beg the saints to pray for its cure, as Abbot Zosimos used to say [10]–to put it simply, not to turn aside or run away from our own members even those of bad reputation but to do all we can to cure their disease. In this way we ought to bear one another’s burdens, to help one another and be helped by others who are stronger than ourselves, to think of everything and do everything that can help ourselves and others, for we are members one of another,’ as the Apostle says. If we are one body each is a member of the other. If one member suffers, all the others suffer with it. [12]

What does our ‘cenobia’, our community life mean to you? Do you not reckon that we are one body, and all members of one another? Those in charge are the head; those who supervise and correct are the eyes; those entrusted with instruction are the mouth; those who listen and obey are the ears; those who do the work are the hands; those who run messages, who have outside ministries, are the feet. Are you the head? Fulfil your charge. Are you the eyes? Be in touch and consider. Are you the mouth? Speak and give help. Are you the ear? Listen. The hand? Work. The foot? Do your errands! Let each one give assistance to the body according to his ability and take care to help one another, whether it is a matter of teaching and putting the word of God into the heart of a brother, or of consoling him in time of trouble or of giving a hand with work and helping him. In a word, as I was saying, each one according to his means should take care to be at one with everyone else, for the more one is united to his neighbor the more he is united to God.

And now I give you an example from the Fathers. Suppose we were to take a compass and insert the point and draw the outline of a circle. The centre point is the same distance from any point on the circumference. Now concentrate your minds on what is to be said! Let us suppose that this circle is the world and that God himself is the centre; the straight lines drawn from the circumference to the centre are the lives of men. To the degree that the saints enter into the things of the spirit, they desire to come near to God; and in proportion to their progress in the things of the spirit, they do in fact come close to God and to their neighbor. The closer they are to God, the closer they become to one another; and the closer they are to one another, the closer they become to God.

Now consider in the same context the question of separation; for when they stand away from God and turn to external things, it is clear that the more they recede and become distant from God, the more they become distant from one another. See! This is the very nature of love. The more we are turned away from and do not love God, the greater the distance that separates us from our neighbor. If we were to love God more, we should be closer to God, and through love of him we should be more united in love to our neighbor; and the more we are united to our neighbor the more we are united to God. May God make us worthy to listen to what is fitting for us and do it. For in the measure that we pay attention and take care to carry out what we hear, God will always enlighten us and make us understand his will.

St. Philaret the Confessor-On Modesty and Will


Our Lord Jesus Christ, instructing His disciples and apostles, imbued in them the necessity of observing purity of heart and thought. From the thought and from the heart proceed our sinful impulses: "But those things which proceed out of the mouth come forth from the heart," says the Saviour; "and they defile the man. For out of the heart proceed evil thoughts, murders, adulteries, fornications, thefts, false witnesses, blasphemies" (Matt. 15:18-19).
The Saviour pointed to this farther with the following words:


"Ye have heard that it was said by them of old time, Thou shalt not commit adultery; But I say unto you, that whosoever looketh on a woman to lust after her hath committed adultery with her already in his heart" (Matt. 27-28).

This law of the psycho-political nature of man is well-known to contemporary perverters, who are consciously striving to corrupt our youth. We remember how in Russia those who prepared the revolution, and then the communists, began the spiritual weakening of that nation by imbuing the youth with shamelessness and depravity. Special circles were organized for this, which spread contempt for the ordinary laws of morality. Such propagation of "free morals" which surrounds us now more than ever, is frequently being spread even among school age children.

In our days, as in pre-revolutionary times in Russia, this propagation has the definite goal of corrupting contemporary society. This is an old method. History is filled with examples of nations which perished from the spread of depravity; The Lord turned Sodom and Gomorrah. Babylon fell. The Roman Empire perished. The free West could be subjected to this same corruption... What do we see in the life which surrounds us? Indecency and shamelessness in clothing; shameless kissing and embracing on the streets and in public places; shameless advertisements, filthy pornographic literature... All of this dissoluteness and perversion pours into life in an immense wave. Truly, there is no less shamelessness now, if not more, than in pagan times when the Holy Apostles and their successors had to exhort Christians with especial zeal in the observance of modesty.

Man's nature is such that the sins of the flesh, the active role belongs on the one hand to the male sex, while on the other, the temptation comes from women. Because of this, Christian cultures everywhere established customs which helped the preservation of good morals, as well as modest dress for women, so that the exposure of the latter should not evoke sinful thoughts and tempting inclinations in anyone. The more elevated the spiritual culture, the more modest was the dress of the women.

Modesty in dress is our first line of defense. It must guard the purity of women and keep men from the temptation of sinful desires. Meanwhile, the evocation of precisely these feelings characterizes contemporary fashion.

What was peculiar before to a fallen woman, who, in plying her base trade, dressed provocatively with the goal of evoking sensuality in men, is now becoming the mode and norm for young women who are often unconscious of the meaning and consequences of this fashion which enslaves them. We know that the fight against sin which surrounds us on all sides is not an easy matter. The path of salvation is made narrower in proportion to the intensification in the world of evil and apostasy. But the ancient pagan world which surrounded the handful of the first Christians was no less corrupt. These latter, however, did not accede to the temptations of the pagan modes, even as some now do not accede to contemporary temptations.

The Holy Apostle Paul in his epistle to the Philippians wrote that they shone as lights in the midst of a crooked and perverse nation (Phil. 2:15). A lofty spiritual disposition and irreproachably clean, strictly, chaste life; these were the characteristic traits of the Philippian Christians, for which the Apostle Paul praised them. We live in later times; nineteen centuries separate us from those days in which the Apostle Paul wrote his epistles. But now, just as the Christians of the first centuries, we are encircled by an environment full of shamelessness and perversion. May the high and holy example of the ancient Christians teach us to be as steadfast and firm in the observance of the laws of Christian morals, and not accede to the temptations which surround us.

The moral character and moral value of man's personality depends most of all on the direction and strength of the will. Of course, everyone understands that for a Christian it is necessary to have first, a strong and decisive will, and second, a will which is firmly directed toward the good of his neighbor, toward the side of good and not evil. How is one to develop a strong will? The answer is simple: above all through the exercise of the will. To do this, as with bodily exercise, it is necessary to begin slowly, little by little. However, having begun to exercise one's will in anything (e.g., in a constant struggle with one's sinful habits or whims) this work on oneself must never cease. Moreover, a Christian who wishes to strengthen his will, his character, must from the very beginning avoid all dissipation, disorder and inconsistency of behavior. Otherwise, he will be a person without character, unreliable, a reed shaking in the wind, as we read in Holy Scripture.

Discipline is necessary for every one of us. It has such vital significance that without it, a correct, normal order and success in our endeavors is impossible. This is of primary importance in the ilk of each individual; for inner self-discipline takes the place here of external school or military discipline. Man must place himself in definite frameworks, having created definite conditions and an order of life, and he must not depart from this.

Let us note this, too: man's habits are of great significance in the matter of strengthening the will. Bad, sinful habits are a great obstacle for a Christian moral life. On the other hand, good habits are a valuable acquisition for the soul and, therefore, man must teach himself much good so that what is good becomes his own—habitual. This is especially important in the early years, when a man's character takes shape. It is not in vain that we say that the second half of man's earthly life is formed from habits acquired in the first half.

Probably no one would argue against the need for a strong will. In life we meet people with varying degrees of strength of will. It often happens that a person who is very gifted, talented, with a strong mind and a profoundly good heart, turns out to be weak willed and cannot carry out his plans in life, no matter how good and valuable they might be. On the other hand, a less talented person who is stronger in character and has great strength of will, this person often succeeds in life.

What is more important than strength of will is its direction: does it act for good or evil? A well intentioned but weak-willed person is seldom of great use to society; while a person with a strong will bent on evil is very dangerous. From this it is clear how very important are those principles, those basic foundations and rules by which man's will is guided.

What is the source from which man's will can draw suitable principles of guidance? For a non-believer, an answer to this is extremely difficult and essentially impossible. Are they to be drawn from science? In the first place, science is interested primarily in questions of knowledge and not morals, and secondly, it does not contain anything solid and constant in principles because it is constantly changing. From philosophy? Philosophy teaches about the relativity of its truths and does not claim their unconditional authority. From practical life? Even less. This life itself is in need of positive principles which can remove from it unruly and unprincipled conditions. But while the answer to the present question is so difficult for non-believers, for a believing Christian the answer is simple and clear. The source of good principles is God's will, and this is revealed to us in the Saviour's teaching, in His Holy Gospel. It alone has an unconditional, steadfast authority in this regard; and it alone teaches us self-sacrifice and Christian freedom, Christian equality and brotherhood (a concept stolen by those outside the Faith). The Lord Himself said of true Christians, "Not everyone who says to Me, Lord, Lord, will enter the kingdom of heaven, but he who does the will of My Father" (Matt. 7:21).