Sunday, 21 October 2012

Πότε κάνουμε το σταυρό μας κατά τις ακολουθίες


Κάνουμε τον σταυρό μας:

1. Μόλις ανάψουμε το κερί μας.


2. Όταν μπαίνουμε στους Ιερούς Ναούς και όταν βγαίνουμε από αυτούς.


3. Στην αρχή κάθε ακολουθίας.


4. Σε κάθε Τριαδική εκφώνηση.


Δηλαδή κάθε φορά που θα λέγεται ή θα ψάλλεται το: «Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι», η όταν ακούγεται το «… του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…».


5. Σε κάθε εκφώνηση της Παναγίας:

«Της Παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου, Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας…» που υπάρχει στα Ειρηνικά, Πληρωτικά και Μικρές Συναπτές.


6. Στα Απολυτίκια ή Τροπάρια όταν και όπου ακούγεται το όνομα του Αγίου ή της Αγίας της ημέρας, του Ναού κλπ.


7. Στον Όρθρο, όταν ψάλλεται, επαναλαμβανόμενο, το Μεγαλυνάριο της Παναγίας: «Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ…». Το σταυρό μας είναι προτιμότερο να τον κάνουμε , όταν φθάνει η ψαλμωδία στο: «…την όντως Θεοτόκον …», για να τονίζεται η πίστη ότι εγέννησε Θεόν.


8. Στη Μικρή και Μεγάλη Είσοδο, όταν περνούν από μπροστά μας το Ευαγγέλιο και τα Τίμια Δώρα.


9. Στον Τρισάγιο Ύμνο: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς».


10. Στο «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν…» το οποίο επαναλαμβάνεται τρις. Μαζί με το σταυρό μας σ’ αυτήν την περίπτωση κάνουμε κάθε φορά και μία μικρή μετάνοια.


11. Πριν από το τέλος του Εσπερινού, όταν ο Ιερέας λέγει το «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου…».


12. Στις απολύσεις των ακολουθιών (Εσπερινού, Όρθρου και λοιπών ακολουθιών), καθώς και στην απόλυση της Θείας Λειτουργίας.


13. Κάθε άλλη φορά, κατά τις διάφορες αιτήσεις του Ιερέα , εφ’ όσον αυτό αναπαύει ή ευχαριστεί τον πιστό.


14. Όταν προσκυνούμε τις άγιες Εικόνες ή άγια Λείψανα.


15. Πριν κοινωνήσουμε και μετά τη Θεία Κοινωνία.


ΔΕΝ κάνουμε τον σταυρό μας:


1. Όταν μας θυμιάζει ο Ιερέας. Στις περιπτώσεις αυτές αντί σταυρού, κάνουμε μια υπόκλιση της κεφαλής ευχαριστούντες τον Ιερέα για την τιμή που μας κάνει: Μετά τις άγιες Εικόνες να θυμιάζει και εμάς, ως εικόνες του Θεού! Εάν καθόμαστε, πρέπει να σηκωνόμαστε.


2. Όταν στην αρχή του Όρθρου αναγινώσκεται ο Εξάψαλμος.


Το σταυρό μας μπορούμε να κάνουμε στην αρχή και στο τέλος του Εξάψαλμου. Σ’ όλη όμως τη διάρκεια αυτού, ακόμη και στο μέσον του, όταν λέγουμε τα «Δόξα… Και νυν… Αλληλούια…» ΔΕΝ κάνουμε το σταυρό μας, αλλά παρακολουθούμε «εν πάση σιωπή και κατανύξει» τον Αναγνώστη, ο οποίος «μετ’ ευλαβείας και φόβου Θεού», διαβάζει τον Εξάψαλμο. Διότι ο χρόνος αυτός της αναγνώσεως προεικονίζει το χρόνο της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, κατά τη διάρκεια του οποίου με φόβο και τρόμο θα αναμένουμε την τελική κρίση Του για εμάς. Και, όπως τότε, έτσι και τώρα θα πρέπει σιωπώντες, όρθιοι, ακίνητοι, χωρίς μετακινήσεις η, προπαντός, χωρίς και τους παραμικρούς θορύβους, να παρακολουθούμε την ανάγνωση αυτή. (Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στις εσπερινές ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, οι οποίες είναι ο Όρθρος της επομένης. Διότι τότε, αφηρημένοι, μπαίνουμε στους Ναούς χωρίς να προσέχουμε, εάν εκείνη την ώρα διαβάζεται ο Εξάψαλμος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να παραμένουμε ακίνητοι στην είσοδο του Κυρίως Ναού και μετά το πέρας της αναγνώσεως να μετακινούμαστε για να καταλάβουμε τη θέση μας).


3. Όταν φιλάμε το χέρι Ιερωμένου.


Η συνήθεια ορισμένων να κάνουν το σταυρό τους πριν φιλήσουν το χέρι του Επισκόπου ή Ιερέα ή οποιουδήποτε ρασοφόρου είναι λανθασμένη. Το σταυρό μας τον κάνουμε, όταν ασπαζόμαστε τις άγιες Εικόνες και όχι όταν ασπαζόμαστε το χέρι του Ιερωμένου. Όταν λοιπόν πρόκειται να

επικοινωνήσουμε ή να συναντηθούμε με Ιερωμένο, μπορούμε να πούμε «Ευλόγησον, Δέσποτα ή Πάτερ» ή «Την ευχή σας, Σεβασμιώτατε ή Άγιε Καθηγούμενε ή Πάτερ και κάνοντας μία μικρή υπόκλιση της κεφαλής να ασπαστούμε το δεξί του χέρι, οπότε συνεχίζουμε το διάλογο μαζί του, όπως επιθυμεί ο καθένας.


 Το ίδιο κάνουμε και φεύγοντας από κοντά του. Λέμε, «Την ευχή σας ή Ευλογείτε, Πάτερ», κάνουμε μικρή υπόκλιση, προτείνοντας τις παλάμες μας σταυροειδώς, ασπαζόμαστε τη δεξιά του και φεύγουμε.

4. Όταν λαμβάνουμε το αντίδωρο από το χέρι του Ιερέα, το οποίο (χέρι) στη συνέχεια το ασπαζόμαστε.

Fr. Meletios Webber on Orthodox Psychotherapy & Addiction

During ROCOR's annual Winter Pastoral Conference held on December 6-8th, Archimandrite Meletios Webber, Abbot of St. John of Shanghai Monastery in Manton, CA, gave a keynote address to the Eastern American Diocese on the topics of psychotherapy, addiction and hesychasm. For more informaton visit www.eadiocese.org

Living a Balanced Orthodox Life - Youth Seminar by Archpriest John Moses

On March 24, 2012, a spiritually instructive discussion on leading a healthy Christian spiritual life was held with Diocesan youth by Archpriest John Moses (rector of All Saints of North America Church in Middlebrook, VA) Video produced by the Media Office of the Eastern American Diocese www.eadiocese.org

N.A. Motovilov’s Unfortunate Illness

Nikolas Alexandrovitch Motovilov, “Seraphim’s servant” as he liked to call himself, had been granted a miraculous healing and the further privilege of seeing with his own eyes St. Seraphim’s illumination by the light of Tabor or, in other words, by the grace of the Holy Spirit. Being a fervent and sincere man, he wanted to perpetuate Father Seraphim’s memory. So he decided to visit Kursk (the saint’s birth-place) personally in order to collect information about his childhood and youth; he also wanted to visit the Kiev-Florovsky Monastery. The journey had very sad consequences for Nikolas Alexandrovitch. Through the permissive will of God, the enemy inflicted upon him an illness in revenge for his literary labours; for his writings served to enhance the fame of one of God’s Saints — Father Seraphim — to a very considerable extent.
Certain circumstances which preceded N.A. Motovilov’s illness throw light on its origin. Once during a talk with St. Seraphim the question somehow arose as to the reality of diabolic assaults on men. Motovilov who had had a worldly upbringing did not fail, of course, to doubt the existence of the evil power. Then the saint told him of his terrible fight with the devils for one thousand days and nights, and by the power of his word, by the authority of his holiness which excluded all possibility of even the shadow of a lie or exaggeration, he convinced Motovilov of the existence of devils, not as phantoms or figments of the imagination, but as a stark and bitter reality. The impetuous Motovilov was so stirred by the elder’s talk that he cried from the depths of his soul:
“Father, how I should like to have a bout with the devils!”
Father Seraphim, in alarm, cut him short:
“What on earth are you talking about, your Godliness! You don’t know what you are saying. If you knew that the least of them can turn the world upside down with it’s claw, you would never challenge them to a fight.”
“But Father, have the devils really got claws?”
“Ah, your Godliness, whatever do they teach you at the university? Don’t you know that the devils have no claws? They have been represented with hoofs, horns and tails becuase it is impossible for the human imagination to conceive of anything more hideous. And they really are hideous, for their conscious desertion of God and their voluntary resistance to divine grace made them, who before the Fall, were angels of light, angels of such darkness and abomination that they cannot be portrayed in any human likeness. Still some likeness is necessary; that is why they are represented as black and ugly. But having been created with the powers and properties of angels, they possess such indomitable might against man and everything earthly that, as I told you already, the least of them can turn the world upside down with its nail. Only the divine grace of the Holy Spirit which has been given to us Orthodox Christians as a free gift through the merits of the God-Man, our Lord Jesus Christ –  only this frustrates all the wiles and artifices of the enemy.”
An uncanny feeling crept over Motovilov. While he was still under the saint’s protection he could defy Satan’s malice. But, by the permissive will of God, his reckless challenge did not remain unanswered. It was accepted.
When Motovilov went to Kursk afer Father Seraphim’s death, he did not get much information about the childhood and youth of the saint. Of the near relatives who had known Father Seraphim as a child, some were dead, while others had forgotten the facts. Even the house where the saint was born and brought up was destroyed, and new buildings had sprung up in its place. However, one old man was found who was a contemporary of Father Seraphim, and who supplied Motovilov with the facts which have been included in all the editions of the saint’s life. The actual journey to Kursk and his stay there were without mishap. The storm broke out on his way back to Voronezh.
Motovilov was obliged to spend a night at one of the post-stations on the road from Kursk. As he was quite alone in the room for travelers, he took his manuscripts out of his suitcase and began to sort them out by the dim light of a single candle which scarcely lit up the spacious room. One of the first records he discovered contained a description of the cure of possessed lady of noble parentage called Eropkin at the Shrine of St. Metrophan of Voronezh.
“I wondered,” writes Motovilov, “how it could happen that an Orthodox Christian who partook of the most pure and life-giving Mysteries of the Lord could suddenly be possessed by a devil, and morever, for such a long period as over thirty years. And I thought Nonsense! It is impossible! I should like to see how the devil would dare to make his abode in me, especially  when I frequently have recourse to the Sacrament of Holy Communion.”
At that very moment he was surrounded by a horrible, cold, evil-smelling cloud which began to makes its way into his mouth, while he made convulsive efforts to keep it tightly shut.
The unhappy Motovilov struggled desperately, trying to protect himself from the stench and icy cold cloud of the cloud which was gradually creeping into him. In spite of all his efforts it got into him completely.
His hands became exactly as if they were paralyzed, and he could not make the Sign of the Cross; his mind became frozen with terror and he could not remember the saving name of Jesus. Something terrible and repulsive had happened, and Nikolas Alexandrovitch experienced a time of dreadful torture. A manuscript in his own handwriting gives us the following description of the torments he experienced:
“The Lord granted me to experience in my own body, and not in a dream or apparition, the three torments of hell. The first was that of the fire which gives no light and which can be extinguished only by the grace of the Most Holy Spirit. This agony lasted for three days. I felt myself burning, yet I was not consumed. Ten or eleven times a day they had to scrape off the hellish soot which covered my whole body and was visible to all. This torture ceased only after Confession and Holy Communion, through the prayers of Archbishop Anthony of Voronezh who ordered litanies to be said for the suffering servant of God Nikolas in the forty-seven churches and monasteries of his diocese.
Then I was tormented for two days by the unbearable cold of Tartarus, so that fire could neither burn nor warm me. According to the wish of His Grace, Archbishop Anthony of Voronezh, I held my hand over a candle for about half an hour, and though it was thickly coated with soot, it did not get warm in the least. I described this experiment on a whole sheet of paper and signed it by stamping it with my sooty hand. Both these torments were visible to all; yet with the help of Holy Communion I could partake of food, drink and sleep to some extent.
But the third torment of Gehenna, though it was still shorter by half a day, for it lasted only a day and a half (possibly a little more), caused me the greatest terror and suffering as it was something indescribable and incomprehensible. It is a wonder that I remained alive! This torment also disappeared after Confession and Holy Communion. This time Archbishop Anthony himself administered the Holy Sacrament to me with his own hands. This torment was the undying worm of Gehenna. The worm in this case was visible only to Archbishop Anthony and myself. But my whole body was riddled with this pernicious worm which crawled through the whole of me and in an indescribably frightful manner gnawed at my vitals. Though it crawled out through my nose, mouth and ears, yet it went back in again. However, God gave me some power of it, and  I could take it into my hands and stretch it like rubber.
I feel myself compelled to make this declaration, for God did not grant me this vision for nothing. Let no one think that I dare take the Lord’s name in vain. No! On the day of the Lord’s awful judgment, He Himself — my God, my Helper and my Protector — will testify that I did not lie against Him, my Lord, and against the operation of His Divine Providence which was accomplished in me.”
Soon after this terrible test which is beyond the experience of ordinary men, Motovilov had a vision of his patron St. Seraphim who had comforted the sufferer with the promise that he would be cured at the exposition of the relics of St. Tikhon of Zadonsk and that until that time the devil residing in him would not torment him so cruelly.
The expostiton of the relics of St. Tikhon actually took place thirty years later, and Motovilov lived to see it and was in fact cured according to his great faith.
On the day of the exposition of the relics of St. Tikhon of Zadonsk (1865), Motovilov was standing in the sanctuary praying and weeping bitterly because the Lord had not granted him a cure for which his tortured soul was waiting according to the promise of St. Seraphim of Sarov. During the Song of the Cherubim, he glanced at the bishop’s throne in the apse and saw St. Tikhon there. The holy prelate blessed the weeping Motovilov and vanished from sight. Motovilov was healed instantly. (St. Seraphim of Sarov: A Spiritual Biography by Archimandrite Lazarus Moore. Chapter IX: Are the Torments of Hell a Reality? pp. 209-215)

St. Silouan the Athonite-On the Saints and Their Intercessions



To many people the Saints seem far removed from us. But the Saints are far only from people who have distanced themselves – they are very close to them that keep Christ’s commandments and possess the grace of the Holy Spirit. In heaven all things live and move in the Holy Spirit. But this same Holy Spirit is on earth too. The Holy Spirit dwells in our Church; in the sacraments; in the Holy Scriptures; in the souls of the faithful. The Holy Spirit unites all men, and so the Saints are close to us; and when we pray to them they hear our prayers in the Holy Spirit, and our souls feel that they are praying for us.
The Saints live in another world, and there through the Holy Spirit they behold the glory of God and the beauty of the Lord’s countenance. But in the same Holy Spirit they see our lives, too, and our deeds. They know our sorrows and hear our ardent prayers. In their lives they learned of the love of God from the Holy Spirit; and he who knows love on earth takes it with him into eternal life in the Kingdom of Heaven, where love grows and becomes perfect. And if love makes one unable to forget a brother here, how much more do the Saints remember and pray for us!
The holy Saints have attained the Kingdom of Heaven, and there they look upon the glory of our Lord Jesus Christ; but by the Holy Spirit they see, too, the sufferings of men on earth. The Lord gave them such great grace that they embrace the whole world with their love. They see and know how we languish in affliction, how are hearts have withered within us, how despondency has fettered our souls; and they never cease to intercede for us with God.
The Saints rejoice when we repent, and grieve when men forsake God and become like brute beasts. They grieve to see people living on earth and not realizing that if they were to love one another, the world would know freedom from sin; and where sin is absent there is joy and gladness from the Holy Spirit, in such wise that on all sides everything looks pleasing, and the soul marvels that all is so well with her, and praises God.
Call with faith upon the Mother of God and the Saints, and pray to them. They hear our prayers and know even our inmost thoughts. And marvel not at this. Heaven and all the saints live by the Holy Spirit and in all the world there is naught hidden by the Holy Spirit. Once upon a time I did not understand how it was that the holy inhabitants of heaven could see our lives. But when the Mother of God brought my sins home to me I realized that they see us in the Holy Spirit, and know our entire lives.
The Saints hear our prayers and are possessed from God of the strength to help us. The whole Christian race knows this. Father Roman told me that when he was a boy he had to cross the river Don in the winter, and his horse fell through the ice and was just about to go under, dragging the sledge with it. He was a little boy at the time, and he cried at the top of his voice: ‘St.Nicholas, help me pull the horse out!’ And he tugged at the bridle and pulled the horse and sledge out from under the ice. And when Father Matthew, who came from my village, was a little boy he used to graze his father’s sheep, like the prophet David. He was no bigger than a sheep himself. His elder brother was working on the other side of a large field, and suddenly he saw a pack of wolves rushing at Misha – Father Matthew’s name in the world – and little Misha cried out, ‘St. Nicholas, help!’ and no sooner had the words left his lips than the wolves turned back and did no harm either to him or his flock. And for a long time after that the people of the village would smile and say, ‘Our Misha was terribly frightened by a pack of wolves but St. Nicholas rescued him!’
And we know of many an instance where the Saints come to our help the moment we call upon them. Thus it is evident that all heaven hears our prayers.

  (St. Silouan the Athonite by Archimandrite Sophrony Chap. XII On the Saints pp. 395-397)

"THANK YOU"...

 
I saw in my dream, that I visited Paradise and an angel assumed my hospitality. We walked beside each other in a great hall full of angels. My angel guide stopped in front of the first work station and said. "Here is the receiving department. Here we receive all the requests that reach God in the form of prayers". I glanced around the place. It was busy with activity, with so many angels receiving and classifying huge stacks of notes from people around the world. We then proceeded through a long corridor till we reached the second station. My angel told me: "This is the packaging and delivery department. Here the graces and blessings that are requested are brought forward and delivered to those who requested them".
     I noticed again how active it was here. Innumerable angels were going back and forth to  earth. Finally in the end of a long corridor, we stopped at the door of a very small station. To my great surprise only one angel was sitting there, doing basically nothing. "This is the department of the thank you's" whispered my angel, feeling a bit ashamed. "How is it possible? Is there no work here?" I asked. "It is sad" sighed the angel. "After  people receive their gifts, very few send their thank you's". "How can one thank God for the blessings received" I asked again. "Simply" he replied, "you only need to say, thank you my God". "And why exactly do we need to thank Him?"
     "If you have food in your fridge, clothes on your back, a roof over your head and a place to sleep, you are richer than 75% of this world.
     If you have money in the Bank, in your wallet and some coins on a plate, you are one of the 8% of the people who prosper.
     If you wake up in the morning feeling healthier than others with sickness, you are more blessed than those who will not survive this day.
     If you have not lived to experience the fear of war, the loneliness of prison, the struggle of torture and the piercing pangs of famine, you are ahead of 700 million people of this world.
     If you can pray in a temple without fear of attack, of arrest and execution, some 3 billion people of this world will envy you.
     If your parents are still alive and are still married, you are unique.
     If you can hold your head high and smile, you are not the rule but the exception, for all those who live with doubt and exasperation.
     And if you can read now this text, you received a double blessing because it was given by someone who loves you and because you are luckier than two billion people who do not know and cannot even read".
     "I understand. And now what should I do? How can I start?" "Say good morning" my angel smiled, "and count your blessings and pass this message to other people to remind them how blessed they are".
     "And don't forget to send your thank you".
 
Magazine "Tolmi" by Archimandrite Daniel Sapika, Doctor.

Πότε η ελπίδα στον Θεό είναι ψεύτικη;

Κάποιος έχει ελπίδα στο Θεό που στηρίζεται στην εγκάρδια πίστη. Αυτή είναι γνήσια, γιατί δημιουργήθηκε με τη διάκριση και τη γνώση. Κι ένας άλλος έχει ελπίδα διαφορετική, που γεννιέται από την αφροσύνη και την οκνηρία. Αυτή είναι ψεύτικη.

Ο άνθρωπος βέβαια που καθόλου δεν φροντίζει για τα φθαρτά πράγματα, αλλά αφού πρόσφερε ολόκληρο τον εαυτό του στο Θεό, διαθέτει ακατάπαυστα, νύχτα και μέρα, όλο του το χρόνο και το ζήλο στη λατρεία και την ευαρέστηση Εκείνου, παραμελώντας έτσι την εκπλήρωση των υλικών του αναγκών, αυτός καλά και γνωστικά ελπίζει στον Κύριο. Ότι θα του εξασφαλίσει όσα του χρειάζονται.
Και είναι δίκαιο να δείξει ο Θεός σε έναν τέτοιο άνθρωπο όλη Του τη φροντίδα και να του δώσει άκοπα ό,τι έχει ανάγκη, γιατί είναι υπηρέτης Του γνήσιος και τηρεί την εντολή Του που λέει: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. στ' 33).

Η ελπίδα λοιπόν του ανθρώπου αυτού είναι καλή και έλλογη, και για αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να μην εκπληρωθεί.


Εκείνος όμως που έχει ακόμα κολλημένο το νου του στη γη, εκείνος που έχει προσπάθεια (δηλαδή εμπαθή προσκόλληση) στα επίγεια,
εκείνος που τρώει χώμα σαν το φίδι, παραδίνοντας τον εαυτό του σε μετεωρισμούς και δε αιχμαλωσίες της καρδιάς και σε αργολογίες, εκείνος που τεντώνει τεμπέλικα τα πόδια του λέγοντας : «Πιστεύω πως ο Θεός θα μου εξασφαλίσει ό,τι μου χρειάζεται», αυτός θα ακούσει οπωσδήποτε τα λόγια που του απευθύνει ο Θεός με το στόμα του προφήτη: «Εγγίζεις μοι εν τω στόματί σου, η δε καρδία σου πόρρω απέχει απ' εμού» (πβ. Ησ. κθ' 13). Αλλά και ο αδελφόθεος Ιάκωβος θα του πει: «Ει πιστεύεις τω Θεώ, καλώς ποιείς. Και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίσσουσι». Η πίστη όμως χρειάζεται και έργα, γιατί «άνευ έργων νεκρά εστί» (πβ. Ιακ. β' 19, 26).

Μην πλανιέσαι ασύνετε!
Πριν από την ελπίδα στο Θεό, χρειάζεται ο κόπος και ο ιδρώτας για το Θεό στην καλλιέργεια των αρετών. Αν λοιπόν κι εσύ πιστεύεις ότι ο Θεός φροντίζει για τα πλάσματά Του και είναι παντοδύναμος, δείξε κι εσύ εργασία τέτοια, που να ταιριάζει στην πίστη σου. Και τότε θα έχεις το Θεό έτοιμο να σε ακούσει, να σου παρέχει άκοπα όλα όσα χρειάζεσαι, και ακόμα να σε φυλάει από κάθε κίνδυνο και από κάθε βλάβη και θλίψη.

Γιατί ο Θεός πρόσταξε όλους τους άλλους ανθρώπους να τακτοποιούν τις υποθέσεις τους
με διάκριση, και μαζί με την πρόνοια του Θεού να σμίξουν και τη φρόνηση, που έλαβαν από Αυτόν. Όποιος όμως αφιέρωσε όλη του τη ζωή στο Θεό και φροντίζει μόνο για την ευαρέστηση Εκείνου, δεν έχει ανάγκη από αυτή τη φρόνηση για τη ρύθμιση της ζωής του. Γιατί, αντί για αυτή, έχει την πίστη, με την οποία ανατρέπει «παν ύψωμα επαιρόμενον κατά της γνώσεως του Θεού» (Β' Κορ. ι' 5). Και λογισμούς ανθρώπινους ή φυσικούς δεν παραδέχεται, γιατί ανέβηκε ψηλότερα από τη φύση και προσκολλήθηκε στο Θεό με την αδίστακτη και ακλόνητη πίστη, με την οποία αντιμετωπίζει τα πάντα – όχι για να πειράξει τον Κύριο. Αλλά γιατί έχει το θάρρος του σ' Αυτόν και είναι πάνοπλος με την ακατανίκητη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Για έναν τέτοιον άνθρωπο, πραγματικά, είναι που λέει ο Θεός: «Μετ' αυτού ειμί εν θλίψει. Εξελούμαι αυτόν και δοξάσω αυτόν. Μακρότητα ημερών εμπλήσω αυτόν και δείξω αυτώ το σωτήριόν μου» (Ψαλμ. 90 15-16).

 Αββάς Ισαάκ ,Μικρός Ευεργετινός

Διάφορες διηγήσεις ωφέλιμες για τους πολέμους που ξεσηκώνει μέσα μας το πάθος της πορνείας


 
1. Είπε ο αββάς Αντώνιος: “Νομίζω πώς το σώμα έχει μία φυσική κίνηση που έχει γίνει ένα μ΄αυτό, αλλά δεν ενεργεί χωρίς τη συγκατάθεση της ψυχής, σημειώνει μόνο στο σώμα μια απαθή κίνηση. Υπάρχει όμως και άλλη κίνηση που προέρχεται από το ότι τρέφουμε και περιποιούμαστε το σώμα με φαγητά και ποτά. Και η θερμότητα του αίματος που οφείλεται σ΄αυτά, διεγείρει το σώμα σε ενέργεια.
Γι΄αυτό και έλεγε ο Απόστολος: “Μη μεθάτε με κρασί που οδηγεί στην ασωτεία”.
Αλλά και ο Κύριος, όταν έδινε εντολές στους μαθητές του, είπε: “Προσέχετε μη σκληρύνουν οι καρδιές σας μέσα στην κραιπάλη και στη μέθη”.
Υπάρχει όμως και μια άλλη κίνηση σ΄αυτούς που αγωνίζονται πνευματικά. Αυτή προέρχεται από την δολιότητα και τον φθόνο των δαιμόνων.
Ώστε πρέπει να γνωρίζουμε ότι τρεις σωματικές κινήσεις υπάρχουν. Μια η φυσική, η άλλη από απροσεξία στις τροφές και η τρίτη από τους δαίμονες”.


14. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
“Όπως ο σωματοφύλακας του βασιλιά στέκεται στο πλάι του πάντοτε έτοιμος, το ίδιο και η ψυχή πρέπει να είναι σε εγρήγορση απέναντι στον δαίμονα της σαρκικής αμαρτίας”.


24. Διηγούνταν για την αμμά Σάρρα ότι υπέμεινε δεκατρία χρόνια σφοδρό πόλεμο από τον δαίμονα της πορνείας και ποτέ δεν προσεύχηθηκε για να απομακρυνθεί ο πόλεμος, αλλά μόνο έλεγε: “Θεέ μου, δός μου δύναμη”.


25. Είπαν επίσης για την ίδια ότι κάποια φορά το πονηρό πνεύμα της πορνείας της επετέθη σφοδρότερα θυμίζοντάς την τα μάταια πράγματα του κόσμου αυτού.
Αλλά αυτή ανυποχώρητη χάρις στο φόβο του Θεού και την άσκησή της, ευθύς ανέβηκε στο δωμάτιό της να προσευχηθεί.
Της παρουσιάζεται τότε το πνεύμα της πορνείας σωματικά και της λέει: “Εσύ με νίκησες, Σάρρα”.
Κι εκείνη απαντά: “Δεν σε νίκησα εγώ, αλλά ο Δεσπότης μου Χριστός”.


33. Είπε ένας Γέροντας: “Λέει ο εχθρός στον Πατέρα, στέλνω τους δικούς μου στους δικούς σου για να καταστρέψω τους δικούς σου. Κι αν δεν μπορώ να περάσω την πονηριά μου στους εκλεκτούς σου, τουλάχιστον τους δημιουργώ φαντασίες μέσα στη νύκτα”.
Και λέει σ΄αυτόν ο Σωτήρας: “Εάν ποτέ το έκτρωμα θα κληρονομήσει τον πατέρα του, άλλο τόσο κι αυτό θα λογαριασθεί ως αμαρτία στους εκλεκτούς μου”.


35. Για την αντιμετώπιση των βλαβερών λογισμών αποκρίθηκε κάποιος Γέροντας:
“Παρακαλώ, αδελφέ, όπως σταματήσαμε τις βλαβερές πράξεις, ας σταματήσουμε και τους λογισμούς. Γιατί τι είμαστε, παρά χώμα που προήλθε από χώμα;”


42. Πολεμήθηκε κάποτε ένας μαθητής μεγάλου Γέροντα από σαρκικό πειρασμό.
Και ο Γέροντας βλέποντας τον κόπο του, του λέει: “Θέλεις να παρακαλέσω τον Θεό να σου ξαλαφρώσει τον πόλεμο;”
Κι αυτός είπε: “Όχι, αββά, γιατί αν και κοπιάζω, αλλά βλέπω καρπό από τον κόπο μου. Καλύτερα παρακάλεσε τον Θεό να μου δίνει υπομονή να τον αντέξω”.
Κι ο αββάς τότε του είπε: “Σήμερα διαπίστωσα ότι έχεις προκόψει και με έχεις ξεπεράσει”.


80. Είπε επίσης ο Γέροντας ότι οι πονηροί λογισμοί μοιάζουν τις μύγες που μπαίνουν μέσα στο σπίτι.
Αν λοιπόν τις σκοτώνεις τμηματικά, μία-μία καθώς μπαίνουν, δεν κουράζεσαι. Αν όμως αφήσεις να γεμίσει το σπίτι, πολύς κόπος θα χρειαστεί για να τις βγάλεις.
Μπορεί βέβαια να το κατορθώσεις, μπορεί όμως να αποκάμεις και να τις αφήσεις να σου ρήμαξουν το σπίτι.


87. Είπε ένας Γέροντας: “Η αμεριμνία, η σιωπή και η καλυμμένη εσωτερική εργασία γεννούν την καθαρότητα”.
 
 ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΜΟΣ B΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄