Friday, 5 October 2012
Is Grace active even in unworthy Priests?
St Gregory the Theologian, Bishop of Nazianzus
Worthy of faith is every [priest] (called) to purify thee, if only he be of the number of those who have received authority for this, who are not manifestly condemned and not alienated from the Church. Thou, who requirest treatment, judge not the judges, look not into the worthiness of those cleansing thee, make not a selection, looking at the parents. Even if one is better and another lower, still every one is higher than thee. Reason thus: there are two rings - one of gold and one of iron - and on both is engraved one and the same royal countenance, and by both are wax seals made. In what way does one seal differ from the other? In no way. Identify the material on the wax, if thou art wiser than everyone; tell which impression is from the iron ring and which from the gold ring? And why are they identical? For although the material is different, but there is no difference in the seals. So too may every [priest] be a baptizer for thee, for even though one surpasses another by his life, but the force of Baptism is equal, and every [priest] who is instructed in the same faith can equally bring thee to perfection.
St John Chrysostom
It happens that laymen live in piety, while priests live in
unrighteousness, and therefore, if grace were to seek everywhere only
the worthy, neither Baptism nor the offering of the Body of Christ ought
to be performed through them. But now the Lord usually acts even
through the unworthy, and the grace of Baptism is not in the least
injured by the life of the priest. I say this so that anyone strictly
examining the life of a priest would not begin to be tempted, reasoning
about what he performs in the Sacraments. For a man does not introduce
anything from himself, but all this is the work of God's power, and God
sanctifies you in the Sacraments.
Της Οσιοτάτης Μητέρας Ταϊσίας,Ηγουμένης του Λεουσένι – Περὶ Προσευχῆς
῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος διαιρεῖ τὴν προσευχὴ σὲ τρία στάδια καὶ λέγει:
«᾿Αρχὴ μὲν προσευχῆς, προσβολαὶ μονολογίστως διωκόμεναι ἐκ προοιμίων
αὐτῶν· μεσότης δέ, τὸ ἐν τοῖς λεγομένοις καὶ νοουμένοις εἶναι τὴν
διάνοιαν· τὸ δὲ ταύτης τέλειον, ἁρπαγὴ πρὸς Κύριον»
«᾿Αρχὴ τῆς προσευχῆς εἶναι νὰ διώκωνται οἱ ἐχθρικὲς προσβολὲς στὴν
ἀρχή τους μ᾿ ἕναν ἀποφασιστικὸ λόγο .Μέσον τὸ νὰ παραμένη ὁ νοῦς στὰ
λόγια καὶ στὰ νοήματα τῆς προσευχῆς. Καὶ τέλος τὸ νὰ ἁρπαγῆ ὁ νοῦς πρὸς
τὸν Κύριο».
ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΤΑΪΣΙΑ
Σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο στάδιο φθάνουν κατὰ κανόνα μόνον ὅσοι ἔχουν
τελειοποιηθῆ στὴν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ ὁ Κύριος μὲ τὸ μεγάλο του ἔλεος
ἀξιώνει μερικοὺς νὰ πάρουν μιὰ γεύση αὐτῆς τῆς κατα- στάσεως, ἔστω κι᾿
ἂν δὲν ἔχουν προχωρήσει πολὺ στὴν προσευχή,
σὰν ἀνταμοιβὴ τῶν προσπαθειῶν ποὺ καταβάλλουν.
Θὰ σοῦ ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα
῎Ημουν ἀκόμη ἀρχάρια, Δόκιμη, καὶ ἡ Γερόντισσά μου, ἡ Μητέρα Γλαφύρα, μ᾿ ἔστειλε σὲ μιὰν ἄλλη Γερόντισσα, τὴν Μοναχὴ Θεοκτίστη.
῏Ηταν μετὰ τὸν ῾Εσπερινό, ὅταν οἱ περισσότερες Μοναχὲς πηγαίνουν στὴν Τράπεζα.
῞Οταν ἔφθασα στὴν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ εἶπα, σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό, τὴν
μονολόγιστη εὐχὴ καὶ ἄνοιξα τὴν πόρτα δίχως νὰ περιμένω ἀπάντηση. Πέρασα
τὸ κατώφλι καὶ εἶδα τὴν ἀκόλουθη σκηνή.
Στὴν πιὸ ἀπόμερη γωνιὰ τοῦ Κελλιοῦ καὶ μπροστὰ στὶς Εἰκόνες ἦταν
γονατισμένη ἡ Γερόντισσα Θεοκτίστη μὲ τὰ χέρια της ὑψωμένα σὲ δέηση καὶ
τὰ μάτια της προσηλωμένα στοὺς ῾Αγίους.
Προφανῶς δὲν εἶχε καταλάβει ὅτι μπῆκα, ἂν καὶ εἶχα εἰπεῖ τὴν εὐχὴ
μεγαλόφωνα καὶ ἡ πόρτα ἔτριξε δυνατά. ῏Ηταν ἐντελῶς μόνη της στὸ Κελλί.
᾿Εγὼ στάθηκα μὲ ἀμηχανία στὸ κατώφλι, μὴ τολμώντας νὰ προ- χωρήσω καὶ
μὴ ξέροντας τί νὰ κάνω. ᾿Εὰν ἔμενα στὸ Κελλὶ ὑπῆρχε φόβος νὰ φέρω τὴν
Γερόντισσα σὲ δύσκολη θέση, ὅταν θὰ συνερχόταν καὶ ἔβλεπε ὅτι ὑπῆρχε
κάποια μάρτυρας τῆς ὑψηλῆς προσευχῆς
της, κι᾿ ἂν ἔφευγα θὰ ἔτριζε πάλι ἡ πόρτα. ῞Υστερα δὲν ἤθελα καὶ νὰ φύγω.
Στὸν διάδρομο ἄρχισαν ν᾿ ἀκούγωνται οἱ χαρούμενες φωνὲς τῶν ᾿Αδελφῶν,
ποὺ εἶχαν πιὰ τελειώσει τὸ γεῦμα τους στὴν Τράπεζα καὶ πήγαιναν στὰ
Κελλιά τους κι᾿ ἑτοιμάσθηκα νὰ προλάβω τὶς δύο Δόκιμες τῆς Γερόντισσας,
ποὺ θὰ ἔπρεπε τώρα νὰ ἐπιστρέφουν.
᾿Εκεῖνες ὅμως δὲν ἦλθαν, πρᾶγμα ποὺ μὲ εὐχαρίστησε πολύ.
Δὲν ξέρω πόσην ὥρα ἔμεινα ἔτσι στὸ κατώφλι ἀναποφάσιστη καὶ ἔκθαμβη
μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα. ῎Ισως νὰ ἦταν μιὰ ὁλόκληρη ὥρα, ἴσως καὶ παραπάνω
῾Η Γερόντισσα δὲν ἄλλαξε θέση, δὲν κινήθηκε καθόλου, μόνο οι
σποραδικοὶ λυγμοί της καὶ κάποια σιγανὰ καὶ ἀκαθόριστα ἐπιφωνήματα
μαρτυροῦσαν ὅτι ἦταν σὲ ἐγρήγορση.
Τέλος κατέβασε τὰ χέρια της κι᾿ ἔσκυψε τὸ κεφάλι της στὸ πάτωμα.
῎Εμεινε σ᾿ αὐτὴν τὴν στάση λίγα λεπτὰ καὶ μετὰ σηκώθηκε καὶ φύσηξε τὴν
μύτη της στὸ μαντήλι της.
Κατάλαβα τότε ὅτι ἡ Γερόντισσα εἶχε συνέλθει ἀπὸ τὴν ἔκσταση κι᾿
ἐπειδὴ δὲν ἤθελα νὰ καταλάβη ὅτι ἤμουν ἐκεῖ καὶ τὴν στενοχωρήσω,
μισάνοιξα τὴν πόρτα καὶ εἶπα πάλι δυνατὰ τὴν εὐχή, κάνοντας πὼς ἔμπαινα
μόλις ἐκείνη τὴν στιγμή.
«᾿Αμήν», ἀπάντησε κι᾿ ἔτρεξε γρήγορα καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπὸ ἕνα
χώρισμα στὴν γωνία τοῦ κελλιοῦ της. Μετὰ βγῆκε ἀργὰ-ἀργὰ τρίβοντας τὰ
μάτια της καὶ μουρμούρισε πὼς ἔστειλε κάπου τὶς δόκιμές της κι᾿ αὐτὴν
τὴν πῆρε λίγο ὁ ὕπνος.
᾿Εγὼ ἔβαλα μετάνοια συγκρατώντας μὲ δυσκολία τὰ δάκρυά μου καὶ τῆς
εἶπα τὸν λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχα ἔλθει, ἀλλὰ ἐκείνη φαινόταν σὰν νὰ μὴν
ἄκουγε τὰ λόγια μου καὶ πράγματι δὲν μποροῦσε νὰ τ᾿ ἀκούση, γιατὶ μὲ
τὴν ψυχή της βρισκόταν σ᾿ ἕναν ἄλλο καλύτερο
τόπο, ποὺ δὲν ἀνήκει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Μὲ κοίταξε λοιπὸν μὲ ἀπορία καὶ στὸ τέλος εἶπε: «Μήπως βρίσκεσαι ἐδῶ ἀπὸ ὥρα;».
᾿Επανέλαβα τότε τὸ ψέμα μου ὅτι μόλις εἶχα μπῆ τώρα ποὺ εἶπα τὴν εὐχὴ
κι᾿ ἔτριξε ἡ πόρτα, ἀλλὰ προφανῶς μὲ πρόδιδε ἡ ὄψη μου, γιατὶ τὰ δάκρυά
μου ἤθελαν νὰ τρέξουν ποτάμι, καθὼς ἔβλεπα τὴν ἤρεμη καὶ ἀγγελικὴ
ἔκφραση, ποὺ ἦταν ἀποτυπωμένη στὸ πρόσ-
ωπο τῆς Γερόντισσας. ᾿Εξακολούθησα ὅμως νὰ ἐπιμένω στὸ ψέμα μου, γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ ταράξω τὴν Μοναχή.
Αὐτὴ παρέμενε σιωπηλή, ὅσην ὥρα μιλοῦσα ἐγώ, μὰ φαινόταν νὰ σκέφτεται ἄλλα καὶ ὄχι ὅ,τι τῆς ἔλεγα.
᾿Εν τῷ μεταξὺ μὲ ἀπασχολοῦσε καὶ μένα ἡ σκέψη τί θὰ ἔλεγα στὴν
Γερόντισσά μου, ποὺ μ᾿ ἔστειλε γιὰ νὰ δικαιολογήσω τὴν καθυστέρησή μου.
῾Η Μητέρα Θεοκτίστη καθόταν ἀκόμη σιωπηλὴ μὲ τὸ βλέμμα καρφωμένο κατ᾿
εὐθεῖαν μπροστά· τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ἀσταμάτητα ἀπὸ τὰ μάτια της, μὰ δὲν
ἔκανε τὸν κόπο νὰ τὰ σκουπίση· ἦταν φανερὸ ὅτι οὔτε κἂν τὰ πρόσεχε καὶ
βρισκόταν σὲ μιὰ κατάσταση μετέωρη, λυπημένη ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν ἔκσταση.
Τέλος μὲ ξαναρώτησε: «Βρίσκεσαι πολλὴν ὥρα ἐδῶ;».
Αὐτὴν τὴν φορὰ δὲν εἶχα τὴν δύναμη νὰ εἰπῶ τίποτε, μόνο τῆς ἔβαλα
ἐδαφιαία μετάνοια. Δὲν μπορῶ κι᾿ ἐγὼ νὰ καταλάβω πῶς βρῆκα τὸ θάρρος νὰ
τὴν ρωτήσω: «Μητέρα, τί σοῦ συνέβη;».
᾿Εκείνη ἔστρεψε τὸ βλέμμα της μὲ μιὰ ἐρωτηματικὴ ἔκφραση καὶ μὲ
κοίταξε καλά· μετὰ εἶπε μὲ καλωσύνη: «Τίποτε δὲν μοῦ συνέβη, παιδί μου,
μὰ νά, ἦταν σὰν νὰ πέταξα καὶ νὰ πῆγα κάπου, σὰν νὰ εἶδα κάτι», κι᾿
ἄρχισε πάλι νὰ κλαίη.
Μετὰ ἀφοῦ σώπασε γιὰ λίγο συνέχισε: «῞Ενα πρᾶγμα ἔχω νὰ εἰπῶ, ῾῾Δόξα σοι, Κύριε᾿᾿…» κι᾿ ἔκανε τὸν σταυρό της.
Μετὰ μὲ ρώτησε γιὰ τὰ δικά μου καὶ μὲ παρηγόρησε λέγοντάς μου νὰ μὴ
στενοχωριέμαι γιὰ τὶς θλίψεις τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τέλος μὲ κατευόδωσε:
«Πήγαινε τώρα στὸ καλὸ καὶ πὲς στὴν Γερόντισσά σου ὅτι ἐγὼ σὲ κράτησα».
῾Η Γερόντισσα Θεοκτίστη προερχόταν ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἁπλῶν χωρικῶν καὶ ἦταν ὀλογιγράμματη, ἴσως καὶ τελείως ἀγράμματη.
Γιὰ πολλὰ χρόνια τὸ διακόνημά της ἦταν ἡ πολὺ δύσκολη δουλειὰ τῆς
συλλογῆς εἰσφορῶν· πήγαινε δηλαδὴ στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις καὶ μάζευε
χρήματα γιὰ τὸ Μοναστήρι.
῞Οταν πιὰ γέρασε καὶ τὴν ἐγκατέλειψαν οἱ δυνάμεις της, ἀπαλλάχθηκε
ἀπὸ τὸ διακόνημα καὶ πήγαινε μόνο στὶς ᾿Ακολουθίες στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπως
καὶ οἱ ἄλλες Γερόντισσες.
῾Η ζωή της στὸ κελλί, ἂν κρίνω ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα, ἦταν σὰν
ὅλων τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς της ἦταν
γνωστὴ μόνον σ᾿ ᾿Εκεῖνον ποὺ «ἐτάζει καρδίας».
* * *
Θὰ σοῦ διηγηθῶ τώρα ἕνα ἄλλο περιστατικὸ σχετικὰ πάλι μὲ τὴν προσευχὴ
ποὺ ἀνυψώνει πάνω ἀπὸ τὰ γήϊνα αὐτοὺς ποὺ προσπαθοῦν σ᾿ αὐτήν.
Στὸ Μοναστήρι μας ὑπῆρχε μιὰ Μοναχή, σχετικὰ νέα, ἀλλὰ πολὺ εὐάρεστη
στὸν Θεὸ γιὰ τὴν πνευματική της πρόοδο. Αὐτὴ ἔμενε μαζὶ μὲ δύο νεαρὲς
Δόκιμες.
Αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ διηγηθῶ συνέβη κάποιο Σάββατο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
᾿Εκείνη λοιπὸν τὴν ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ τὸ δεῖπνο ἔφυγαν καὶ οἱ δύο
Δόκιμες γιὰ νὰ πᾶνε κάπου καὶ ἡ Μοναχὴ θέλησε νὰ ἐκμεταλλευθῆ τὴν
μοναξιὰ καὶ νὰ προσευχηθῆ.
Καὶ νὰ τὶ μοῦ εἶπε κατὰ λέξη:
«Θυμοῦμαι ὅτι ἄρχισα νὰ ἀπαγγέλω ἀπ᾿ ἔξω τοὺς Χαιρετισμοὺς στὸν
Γλυκύτατο ᾿Ιησοῦ, ποὺ τὴν παρουσία Του ἔνοιωθα ἀκόμη στὴν καρδιά μου,
ἀφοῦ ἐκείνη τὴν ἡμέρα εἶχα κοινωνήσει.
Εἶπα ἕνα Οἶκο καὶ μετὰ ἕναν ἄλλο κι᾿ ἄρχισα νὰ νοιώθω ὅτι ἡ ψυχή μου
ὅλο καὶ περισσότερο συγκινιόταν καὶ θερμαινόταν ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν
Κύριο.
῞Υστερα σιγὰ-σιγὰ ἄρχισα νὰ τρέμω ὁλόκληρη στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα καὶ
νὰ κλαίω μὲ ἄφθονα δάκρυα.Οἱ φυσικές μου δυνάμεις μὲ ἐγκατέλειψαν καὶ
γιὰ νὰ μὴν πέσω,
γονάτισα κι᾿ ἔβαλα μετάνοια μπροστὰ στὶς ἅγιες Εἰκόνες, ἐνῶ συνέχιζα
ἀπὸ μέσα μου νὰ λέω τὸν ᾿Ακάθιστο. Φαίνεται ὅτι τὸν εἶπα μέχρι τὴν μέση,
γιατὶ δὲν θυμοῦμαι νὰ συνέχισα.
Τὸ κάθε τὶ γύρω μου στὸ Κελλί, τὸ πάτωμα ποὺ ἤμουν γονατισμένη καὶ
ὅλα τὰ ἀντικείμενα σὰν νὰ ἐξαφανίσθηκαν· μπροστά μου παρουσιάσθηκε μιὰ
ἄλλη σκηνὴ κι᾿ ἔβλεπα κάπου μακρυὰ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἴδιο τὸν
᾿Ιησοῦ μας ποὺ καθόταν ἐκεῖ.
Τὸν περιτριγύριζαν ἕνα πλῆθος ὄντα ποὺ δὲν θυμοῦμαι, ἐὰν ἦταν
ἄνθρωποι ἢ ῎Αγγελοι καὶ ποὺ ὅλα ἔψαλλαν μ᾿ ἕναν ἐξαίσιο μελωδικὸ τρόπο,
ἐνῶ ἐγὼ στεκόμουν ἐκεῖ πίσω τους καὶ εὐφραινόμουν. Δὲν θυμοῦμαι τίποτ᾿
ἄλλο νὰ σοῦ εἰπῶ κι᾿ οὔτε ξέρω ἂν τὸ ὅραμα κράτησε πολύ, παρὰ μόνο ὅ,τι
μοῦ εἶπαν κατόπιν οἱ διακονήτριές μου, πὼς δηλαδὴ ὅταν ἦλθαν στὸ Κελλί
μου καὶ μὲ εἶδαν πεσμένη μπροστὰ στὶς Εἰκόνες, νόμισαν στὴν ἀρχὴ πὼς
προσευχόμουν, ἀλλὰ κατόπιν, βλέποντας ὅτι περνοῦσε ἡ ὥρα καὶ δὲν
σηκωνόμουν, νόμισαν πὼς κοιμόμουν κι᾿ ἄρχισαν νὰ μὲ φωνάζουν, ἀλλὰ χωρὶς
ἀποτέλεσμα, ὁπότε μ᾿ ἄφησαν ἢσυχη.
῞Οταν συνῆλθα ἀπὸ τὴν θαυμάσια αὐτὴ ἔκσταση καὶ τὸ ὅραμα, τὸ Κελλί
μου ἦταν πάλι ἄδειο καὶ χάρηκα πολὺ γι᾿ αὐτό.Τὸ πάτωμα, στὸ σημεῖο ποὺ
ἀκουμποῦσε τὸ μέτωπό μου, ἦταν κατάβρεχτο μὲ δάκρυα σὰν νὰ εἶχε χυθῆ
νερό.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ μέλη μου δὲν εἶχαν νεκρωθῆ, τὰ δάκρυα ὅμως οὔτε
τὰ ἔνοιωσα, οὔτε τὰ συνειδητοποίησα καὶ γιὰ νὰ μιλήσω πιὸ καθαρά, δὲν
ἤξερα καθόλου τί μοῦ συνέβαινε.
῾Η γλυκύτητα ποὺ γέμισε τὴν καρδιά μου αὐτὲς τὶς πανάγιες στιγμές,
παρέμεινε γιὰ πολὺ μέσα στὴν ψυχή μου σὰν μάρτυρας τῆς οὐράνιας
ἐπισκέψεώς μου».
Βλέπεις, ᾿Αδελφή, τί παραδείγματα ὑψηλῆς καὶ συγκεντρωμένης προσευχῆς ἔχομε ἀπὸ σύγχρονες Μοναχές;
Ποιός μᾶς ἐμποδίζει λοιπὸν ἀπὸ τὰ νὰ ἐπιτύχωμε κι᾿ ἐμεῖς αὐτὸ τὸ ὕψος;
Στὰ βιβλία τῶν ῾Αγίων Πατέρων ὑπάρχουν βέβαια πολλὰ παρόμοια
παραδείγματα, ἐγὼ ὅμως σοῦ ἔφερα σκόπιμα παραδείγματα ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν
μοναζουσῶν τῆς ἐποχῆς μας, γιατί, ὅταν διαβάζωμε κι᾿ ἀκοῦμε διηγήσεις
γιὰ τὰ μεγάλα κατορθώματα τῶν ῾Αγίων, λέμε συχνὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσωμε
τὴν δική μας ἀμέλεια: «Τότε ὑπῆρχαν ῞Αγιοι. Αὐτὸ ἔγινε ἐκείνη τὴν ἐποχή,
τώρα ὅμως οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατοι καὶ οἱ καιροὶ ἄλλαξαν!».
Νὰ λοιπόν, μάθε ἀπὸ τὴν δική μου πεῖρα ὅτι ἀκόμη καὶ τώρα ὑπάρχουν ἀληθινοὶ ἀγωνιστές.
Οὔτε ὁ χρόνος, οὔτε ὁ τόπος κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἡ ἐλεύθερη βούληση καὶ ἡ σταθερὴ ἀπόφασή του.
Νὰ προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ σοῦ στερήση τὴν εὐλογία Του.
( Βλ. «Γράμματα σὲ μία ᾿Αρχάρια Μοναχή», σελ. 128-135, Γράμμα
Δωδέκατο, Περὶ Προσευχῆς, ἐκδόσεις «Τὸ ῞Αγιον ῎Ορος», Θεσσαλονίκη 1993.)
ΠΗΓΗ.περιοδικό Άγιος Κυπριανός.
Elder Aimilianos of Simonopetras-On Prayer
Excerpts on Prayer from The Authentic Seal: Spiritual Instruction and Discourses By Elder Aimilianos of Simonopetras, Mt. Athos.
Elder Aimilianos of Simonopetras
On Prayer (pp. 197-205)
When
we talk about internal prayer of the heart, we do not say petition of
the heart, but "prayer". When we speak of petition, however, we mean
that our prayer is directed towards a particular person, its aim being
union with that person. While prayer is static..[an] enjoyment of a
place where God also is. There is a distinction you see. Petition, is
turning to a person. It follows that...the active presence of this
Person must exist for me. I have to be able to become familiar with His
presence and His existence. Christ, the indwelling [One] Who is
everywhere present, becomes present for me in my life through my
participation in worship, and more particularly, through my
participation in Holy Communion.
It follows that worship and Holy Communion are indissolubly united. And
what do they do? They make God present and alive for me...and what then
remains? For me to speak to Him, to address Him Who comes to me. and so
He, through worship, tends towards me and I...tend towards Him, until
our total union occurs...I cannot say that I will go to church if I have
not been praying.
It is superfluous for me to go to church and unnecessary for me to
attend the Liturgy and useless for me to take Holy Communion if I am not
continuously at prayer. And it is superfluous for me to pray if I have
no part in what we have just been speaking about...You know how to plant
a flower: you dig the earth there, you put in manure..so that the root
will take. If you don't put in that fertilizer, if the soil is not
suitable...it's a waste of time planting the root.
Prayer is sterile and does not go higher than our heads -- how much
less does it reach beyond the clouds and up into the heavens - if it
does not have its mystical realm..which is in particular, vigil, study
and fasting. ...Do you know what it means for flesh to enter the realm
of the spirit? Flesh, [carnality] which does not inherit the Kingdom of
Heaven, to enter into God? Do you know what it means for God, Whom
nothing can contain, to find room in my soul?. ..So when I pray, I feel
at once this insurmountable obstacle blocking me off from God: the fact
that I am flesh, that is I am a carnal creature [in the sense of the
Gospel meaning here], the fact that I am flesh and He is Spirit...
With
God's holiness and brightness I immediately comprehend my weakness. I
feel that I can do nothing and that I am starting a dreadful struggle, a
battle, as the Old Testament so beautifully presents it to us with that
battle, that..wrestling match of Jacob's at his famous ladder. Here
must I, a puny human being, break through into Heaven and besiege God
and..it follows that we experience prayer when we start ..as a struggle.
..
Not
a struggle in the sense that I want to go, for instance and eat and I
say: "No I shall continue to pray". I do not mean that struggle. That is
the ascetic struggle and..different altogether. I am speaking of the
struggle we have, not with ourselves - but the struggle we have with
God. I wrestle with God..When Paul said "contend with me in prayer", he
meant something like that. ..He was saying "You struggle with God, too
with your prayers, so that our struggles may be united and in this
way..we can wrestle with Him..[Just as Jacob did] and defeat Him"...
When you have an opponent, you tense up immediately. Your punch gets
stronger at once. You see your muscles ...and realize you're hitting and
being hit. When I do not have the sense of this struggle with God, as
you will realize, I have not even begun to pray.....What matters is that
there should issue forth [from the heart] a cry from the depths, which
like a powerful bomb, like an earthquake, should shake the Heavens and
make God answer, in the end, and [respond to us]... .God wants us to
sense Him first [and the struggle to reach Him] with the powerful
distress of the cry from the depths of our beings which we raise to
Him....
Excerpts from The Authentic Seal: Spiritual Instruction and Discourses
Τί εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τί δίνει στὸν ἄνθρωπο
Άγιος Ἰννοκέντιος Βενιαμίνωφ
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος,
παντοδύναμο ὅπως ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱός. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ζωογονεῖ,
ἐμψυχώνει καὶ ἐνδυναμώνει τὰ πλάσματα. Αὐτὸ δίνει στὰ ζῶα τὴ ζωή, στοὺς
ἀνθρώπους τὸ νοῦ καὶ στοὺς χριστιανοὺς τὴν ἀνώτερη ζωή, τὴν πνευματική.
Αὐτὸ φωτίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν βοηθάει νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνεται στὸν καθένα μας ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν ἀξία τῶν
καλῶν ἔργων του, ἀλλὰ δωρεάν, σύμφωνα μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴ
σωτηρία του.
Στὴ συνέχεια θὰ δοῦμε τί χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
1. Ὅταν κατοικήσει μέσα στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τοῦ δίνει πίστη καὶ φωτισμό.
Χωρὶς Αὐτό, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἀληθινὴ καὶ ζωντανὴ πίστη. Χωρὶς
τὸ φωτισμό Του, καὶ ὁ πιὸ σοφὸς καὶ μορφωμένος ἄνθρωπος εἶναι ὁλότελα
τυφλὸς ὡς πρὸς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κτίση Του. Ἀπεναντίας, τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα μπορεῖ νὰ φωτίσει ἐσωτερικὰ καὶ τὸν πιὸ ἀμόρφωτο καὶ ἁπλοϊκὸ
ἄνθρωπο, νὰ τοῦ ἀποκαλύψει ἄμεσα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοῦ προσφέρει
τὴ γλυκειὰ γεύση τῆς βασιλείας Του. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα, αἰσθάνεται στὴν ψυχή του ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς, ποὺ τοῦ ἦταν
ὁλότελα ἄγνωστο μέχρι τότε.
2. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γεννάει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη.
Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶναι σὰν μία καθαρὴ φωτιά, μία πηγὴ θερμότητας, ποὺ
ζεσταίνει τὴν καρδιά. Εἶναι μία ρίζα, ποὺ βλαστάνει μέσα στὴν καρδιὰ ὅλα
τὰ καλὰ ἔργα. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ζωογονηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ
ἀγάπη, τίποτα δὲν εἶναι δύσκολο, φοβερὸ ἢ ἀδύνατο. Γι' αὐτὸν κανένας
νόμος δὲν εἶναι βαρύς, καμιὰ ἐντολὴ δὲν εἶναι ἀνεφάρμοστη. Ὅλα του εἶναι
εὔκολα.
Ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη, ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι
τόσο μεγάλα καὶ δυνατὰ ὄπλα στὰ χέρια του, πού, ἂν τὰ ἔχει, μπορεῖ
εὔκολα, ἄνετα, μὲ χαρὰ καὶ γαλήνη νὰ βαδίσει τὸ δρόμο ποὺ βάδισε ὁ
Χριστός.
3. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει ἀκόμα στὸν ἄνθρωπο δύναμη, γιὰ ν' ἀντιστέκεται στοὺς πειρασμοὺς τοῦ κόσμου.
Ἔτσι, χρησιμοποιεῖ βέβαια τὰ ἐπίγεια ἀγαθά, ἀλλὰ σὰν περαστικὸς
ταξιδιώτης, χωρὶς νὰ κολλάει σ' αὐτὰ τὴν καρδιά του. Ἀντίθετα, ὁ
ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅσο μορφωμένος καὶ
ἔξυπνος κι ἂν εἶναι, μένει πάντα δοῦλος καὶ αἰχμάλωτος τοῦ κόσμου.
4. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει στὸν ἄνθρωπο καὶ σοφία.
Αὐτὸ τὸ βλέπουμε κατεξοχὴν στοὺς ἁγίους ἀποστόλους, πού, πρὶν λάβουν τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα, ἦταν ἀγράμματοι καὶ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, ὕστερα ὅμως κανεὶς
δὲν μποροῦσε ν' ἀντισταθεῖ στὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη τοῦ λόγου τους.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χαρίζει σοφία ὄχι μόνο στὰ λόγια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ
καὶ στὶς πράξεις του. Ἔτσι, λ.χ., ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μέσα του τὸ Πνεῦμα,
πάντα θὰ βρεῖ τὸ χρόνο καὶ τὸν τρόπο νὰ φροντίσει γιὰ τὴ σωτηρία του,
ἀκόμα καὶ μέσα στὸ θόρυβο τοῦ κόσμου.
5. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χαρίζει τὴν ἀληθινὴ χαρά, τὴν καρδιακὴ εὐτυχία καὶ τὴν ἀσάλευτη εἰρήνη.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ
χαρεῖ ἀληθινά, νὰ εὐχαριστηθεῖ καθαρά, νὰ νιώσει τὴν εἰρήνη ποὺ
γλυκαίνει τὴν ψυχή. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάπου κάπου χαίρεται. Μὰ ἡ χαρά
του εἶναι στιγμιαία καὶ ὄχι καθαρή. Κάπου-κάπου διασκεδάζει. Μὰ οἱ
διασκεδάσεις του εἶναι πάντα κενές, ἀνούσιες, καὶ μετὰ ἀπ' αὐτὲς τὸν
κυριεύει μία ἀκόμα μεγαλύτερη στενοχώρια. Κάπου-κάπου εἶναι ἤρεμος. Μὰ ἡ
ἠρεμία του δὲν εἶναι ἡ πνευματικὴ εἰρήνη, εἶναι νάρκη τῆς ψυχῆς. Καὶ
ἀλίμονο σ' ἐκεῖνον ποὺ δὲν προσπαθεῖ καὶ δὲν θέλει νὰ ξυπνήσει ἀπ' αὐτὴ
τὴ νάρκη!
6. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει καὶ τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση.
Ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμα καὶ ὁ πιὸ γνωστικός, δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό
του ὅσο πρέπει, ἂν δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί χωρὶς τὴ
θεία βοήθεια, δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὴν πραγματικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς του.
Ἂν εἶναι τίμιος καὶ κάνει κανένα καλὸ στοὺς συνανθρώπους του, νομίζει
πῶς εἶναι δίκαιος ἢ καί, σὲ σύγκριση μὲ τοὺς ἄλλους, τέλειος καὶ πῶς δὲν
τοῦ χρειάζεται τίποτ' ἄλλο!
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν κατοικήσει μέσα μας, μᾶς ἀποκαλύπτει ὅλη τὴν
ἐσωτερική μας φτώχια καὶ ἀδυναμία. Καὶ ἀνάμεσα στὶς ἀρετές μας,
προβάλλει ὅλες τὶς ἁμαρτίες μας, τὴν ἀμέλειά μας, τὴν ἀδιαφορία μας γιὰ
τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων, τὴν ἰδιοτέλειά μας ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ποὺ φαινόμαστε
μεγαλόψυχοι, τὴν παχυλὴ φιλαυτία μας ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ποὺ ποτὲ δὲν τὴν
ὑποπτευόμασταν. Κοντολογίς, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μας τὰ δείχνει ὅλα, ὅπως
πραγματικὰ εἶναι. Καὶ τότε ἀρχίζουμε ν' ἀποκτᾶμε τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση.
Τότε ἀρχίζουμε νὰ χάνουμε τὴν ἐμπιστοσύνη μας στὶς δικές μας δυνάμεις
καὶ ἀρετές. Τότε ἀρχίζουμε νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας χειρότερο ἀπὸ τοὺς
ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ ταπεινωμένοι μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἀρχίζουμε
νὰ μετανοοῦμε εἰλικρινὰ καὶ νὰ ἐλπίζουμε μόνο σ' Ἐκεῖνον.
7. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς διδάσκει, τέλος, τὴν ἀληθινὴ προσευχή.
Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ κάνει προσευχὴ πραγματικὰ εὐάρεστη στὸ Θεό, πρὶν
λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί ἂν ἀρχίσει νὰ προσεύχεται, χωρὶς νὰ ἔχει
μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ δεῖ τὸ νοῦ του νὰ μὴν μπορεῖ νὰ
συγκεντρωθεῖ. Ἐπιπλέον, δὲν γνωρίζει, ὅπως πρέπει, οὔτε τὸν ἑαυτό του
οὔτε τὶς ἀνάγκες του οὔτε τί νὰ ζητήσει οὔτε πῶς νὰ τὸ ζητήσει ἀπὸ τὸ
Θεό. Καλὰ-καλὰ δὲν ξέρει οὔτε τί εἶναι ὁ Θεός. Ὅποιος, ὅμως, ἔχει μέσα
του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γνωρίζει τὸ Θεό, βλέπει ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Πατέρας
του καὶ ξέρει πῶς νὰ Τὸν πλησιάσει, πῶς νὰ Τὸν παρακαλέσει καὶ τί νὰ Τοῦ
ζητήσει. Οἱ σκέψεις του στὴν προσευχὴ εἶναι εὔτακτες, καθαρές,
προσηλωμένες μόνο στὸν Κύριο. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μπορεῖ μὲ τὴν
προσευχή του νὰ πετύχει τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ βουνὰ νὰ μετακινήσει.
Νά, λοιπόν, τί χαρίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σ' ἐκεῖνον ποὺ Τὸ ἔχει λάβει.
Βλέπετε ὅτι, χωρὶς τὴ βοήθεια καὶ τὴ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
εἶναι ἀδύνατον ὄχι μόνο νὰ μποῦμε στὴν οὐράνια βασιλεία, ἀλλὰ κι ἕνα
βῆμα νὰ κάνουμε στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἐκεῖ. Γι' αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ
ποθοῦμε καὶ νὰ ζητᾶμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα• εἶναι ἀπαραίτητο νὰ Τὸ ἀποκτήσουμε
καὶ νὰ Τὸ ἔχουμε πάντα μέσα μας, ὅπως Τὸ εἶχαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι.
Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς
Saint Theophan The Recluse - On The Fire of Zeal
St. Theophan the Recluse
What
success can one expect when there is no enthusiastic zeal for a
Christian pleasing of God? If there is something that involves no labor,
one is ready to do it; but as soon as one is required to do a little
extra labor, or some kind of self-sacrifice, immediately one refuses,
because one is unable to accomplish it oneself. For then there will be
nothing to rely on that can move one to good deeds: self-pity will
undermine all the foundations. And if any other motive besides the one
mentioned becomes involved, it will make the good deed into a bad deed.
The spies under Moses were afraid because they
spared themselves. The martyrs willingly went to death because they were
kindled by an inward fire. A true zealot does not do only what is
according to the law, but also what has been advised and every good
suggestion that has been secretly imprinted on the soul; he does not
only what has been given, but he is also an acquirer of good things; he
is entirely concerned with the one good thing which is solid, true, and
eternal.
Saint John Chrysostom says that everywhere we must
have fervor and much fire of the soul, prepared to be armed against
death itself. For otherwise it is impossible to receive the kingdom.
The work of piety and communion with God is a work
of much labor and much pain, especially in the beginning. Where can we
find the power to undertake all these labors? With the help of God's
grace, we can find it in heartfelt zeal.
A merchant, a soldier, a judge, or a scholar has
work which is full of cares and difficulties. How do they sustain
themselves in the midst of their labors? By enthusiasm and love for
their work. One cannot sustain oneself by anything else on the path of
piety. Without this we will be serving God in a state of sluggishness,
boredom, and lack of interest. An animal like the sloth also moves, but
with difficulty, while for the swift gazelle or the nimble squirrel
movement and getting about are a delight. Zealous pleasing of God is the
path to God which is full of consolation and gives wings to the spirit.
Without it one can ruin everything.
One must do everything for the glory of God in
defiance of the sin which dwells in us. Without this we will do
everything only out of habit, because it seems "proper," because this is
the way it has always been done, or the way others do it. We must do
all we can, otherwise we will do some things and neglect others, and
this without any contrition or even knowledge of what we have omitted.
One must do everything with heedfulness and care, as our chief task; otherwise we will do everything just as it comes.
And so, it is clear that without zeal a Christian is
a poor Christian. He is drowsy, feeble, lifeless, neither hot nor cold —
and this kind of life is not life at all. Knowing this, let us strive
to manifest ourselves as true zealots of good deeds, so that we might
truly be pleasing to God, having neither stain nor spot, nor any of
these things.
Therefore, a true witness of Christian life is the
fire of active zeal for the pleasing of God. Now the question arises,
how is this fire ignited? Who produces it? Such zeal is produced by the
action of grace. However, it does not occur without the participation of
our free will. Christian life is not natural life. This should be the
way it begins or is first aroused: as in a seed, growth is aroused when
moisture and warmth penetrate to the sprout which is hidden within, and
through these the all-restoring power of life comes. So also in us, the
divine life is aroused when the Spirit of God penetrates into the heart
and places there the beginning of life according to the Spirit, and
cleanses and gathers into one the darkened and broken features of the
image of God. A desire and free seeking are aroused (by an action from
without); then grace descends (through the Mysteries) and, uniting with
our freedom, produces a mighty zeal. But let no one think that he
himself can give birth to such a power of life; one must pray for this
and be ready to receive it. The fire of zeal with power — this is the
grace of the Lord. The Spirit of God, descending into the heart, begins
to act in it with a zeal that is both devouring and all-active.
To some the thought arises: should there be this
action of grace? Can we ourselves really not do good deeds? After all,
we have done this or that good deed, and, if we live longer, we will do
some more. Perhaps it is a rare person who does not ask this question.
Others say that of ourselves we can do nothing good. But here the
question is not only of separate good deeds, but of giving rebirth to
our whole life, to a new life, to life in its entirety — to such a life
as can lead one to salvation.
As a matter of fact, it is not difficult to do
something which is even quite good, as the pagans also did. But let
someone intentionally define a course for himself of a continuous doing
of good, and define the order of it according to what is indicated in
the word of God — and this not for one month or for a year, but for
one's whole life — and place as a rule to remain in this order
unwaveringly; and then, when he remains faithful to this, let him boast
of his own power. But without this it is better to close one's mouth.
How many cases there have been in the past and in the present of a
self-trusting beginning and building of a Christian life! And they have
all ended and continue to end in nothing. A man builds a little in his
new order of life — and then throws it away. How can it be otherwise?
There is no strength. It is characteristic only of the eternal power of
God to support us unchanging in our disposition in the midst of the
unceasing waves of temporal changes. Therefore one must be filled
abundantly with this power; one must ask for and receive it in order —
and it will raise us up and draw us out of the great agitation of
temporal life.